Το Λονδίνο, το πλήθος, το άτομο /καθημερινή.


Tου Νικου Κωνστανταρα

«Αϋλη πόλη,/ κάτω από τη σκοτεινή ομίχλη χειμωνιάτικου πρωινού,/ ένα πλήθος έρρεε πάνω στη Γέφυρα του Λονδίνου, τόσοι πολλοί,/ δεν φαντάστηκα ότι ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους.» Οπου πήγαινα στο Λονδίνο με ακολουθούσε αυτός ο στίχος του Τ. Σ. Ελιοτ από την Ερημη Χώρα. Στις στενές στοές του υπόγειου σιδηρόδρομου, σαν λαγούμια που οδηγούν στον θάλαμο κάποιου χαμένου Φαραώ· στις τόσες γέφυρες που δρασκελίζουν τον Τάμεση· στα μουσεία, στα θέατρα, στις παμπ, στους σταθμούς και δρόμους. Παντού πλήθη αμέτρητα.

«Δεν φαντάστηκα ότι ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους», έλεγα και ξανάλεγα. Αλλά το έλεγα επειδή ήταν ψέμα. Ηταν πολλοί –χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες– αλλά όλοι ζωντανοί. Και όλοι γιόρταζαν τη ζωή, τις όμορφες (σπάνιες και φωτεινές) μέρες του καταχείμωνου. Και ήταν απ’ όλες τις φυλές της Γης, και κάθε ηλικίας. Μόνοι, ζευγάρια, οικογένειες, ομάδες… Αλλοι σιωπηλοί, άλλοι πιο ζωηροί. Και ανάμεσά μας οι ανάπηροι. Δεν φαντάστηκα ότι μια πόλη θα είχε τόσους ανθρώπους σε αναπηρικά καροτσάκια. Δεν είναι πιο πολλοί, απλώς κυκλοφορούν σε μια πόλη που τους λογαριάζει, που τους τραβάει προς τη ζωή, τους βγάζει από την απομόνωση.

Το πλήθος έρρεε παντού, ασταμάτητο, αστείρευτο. Μπαινόβγαινε σε καταστήματα, εστιατόρια, θέατρα, μουσεία. Στη νότια όχθη του Τάμεση, εκεί όπου παλιά εξόριζαν τα θέατρα και τα μπορντέλα για να μη μολύνουν την πόλη, ανθούν πάλι θέατρα και οι άλλες τέχνες. Από τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου, το αριστούργημα του Κρίστοφερ Ρεν που δοξάζει τον επίμονο και οργίλο απόστολο, το πλήθος ρέει πάνω από τη νέα Γέφυρα της Χιλιετίας προς την Τέιτ Μόντερν, τον ναό της σύγχρονης τέχνης, που ανθεί στο κουφάρι ενός πρώην εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρισμού.

Εκεί, άνοιξε μια ρωγμή στη γη και τρέχει κόσμος πολύς να τη δει. Αρχίζει ως μια λεπτή τρίχα που μόλις φαίνεται πάνω στο μπετόν στη μία άκρη και σιγά σιγά σκίζει το πάτωμα με μια βαθιά, βάναυση και άτακτη πληγή. Δεν είναι το έργο σεισμού, αλλά της Κολομβιανής καλλιτέχνιδος Ντόρις Σαλγκάντο. Συμβολίζει τα σύνορα που περνούν οι μετανάστες στην οδύσσεια προς μια νέα ζωή. Το κάθε άτομο μέσα στο πλήθος, όμως, βλέπει τον εαυτό του αντιμέτωπο με την οπή, κάθε ένας αναμετριέται με το κενό. Ενας κατεβάζει το πόδι του να δει πόσο βαθιά φτάνει. Αλλος πέφτει μπρούμυτα και ψάχνει με το χέρι, σαν να έχασε κάτι στη σχισμή. Ενα ζευγάρι ξαπλώνει χάμω, ο άνδρας από τη μια μεριά του συνόρου, η κοπέλα από την άλλη, και ένας τρίτος τους φωτογραφίζει ενώ και οι τρεις γελούν. Προκαλούν την τύχη τους. Παιδιά πηδούν από τη μία άκρη στην άλλη, σαν να είναι σχοινάκι η τρύπα. Ενας άνδρας στέκει μόνος, σαν Κολοσσός, με τη ρωγμή ανάμεσα στα πόδια του. Η σχισμή μπορεί να συμβολίζει τα εμπόδια που αντιμετωπίζει ο μετανάστης, αλλά το έργο της Σαλγκάντο ξυπνάει το ανήσυχο, περίεργο παιδί μέσα σε όλους.

Το πλήθος περνάει έξω, ρέει, με γιακάδες σηκωμένους εναντίον του κρύου, στην όχθη του ποταμού. Λίγο πιο πέρα είναι το Εθνικό Θέατρο, όπου ανάμεσα στα έργα που παίζονται τώρα είναι μια διασκευή των Τρωάδων του Ευριπίδη. Η παραγωγή σημερινή, συναρπάζει με το βάθος του κειμένου, με τις κραυγές και τον πόνο που αναβλύζουν από τα σκοτάδια της ιστορίας, του πολέμου, της μοίρας του ανθρώπου, της ψυχής του συγγραφέα.

Ισως οι Αγγλοι να πέτυχαν αυτό τον θρίαμβο του δημόσιου χώρου μαζί με την αυστηρή τήρηση του ιδιωτικού που ο κάθε ένας περιφρουρεί. Δεν δέχονται να κρατούν αστυνομικές ταυτότητες, αλλά δέχονται κάμερες που παρακολουθούν κάθε σπιθαμή δημόσιου χώρου. Ολα στέκονται σε λεπτή αλλά λειτουργική ισορροπία.

Στο Βρετανικό Μουσείο, όπως και σε άλλα μουσεία και πινακοθήκες, όλοι –επισκέπτες και Βρετανοί– μπαίνουν δωρεάν. Το ποτάμι ρέει προς την είσοδο, ανάμεσα στους ελληνικούς κίονες, κατακλύζει τις αίθουσες με τα εκθέματα. Με τα ανάγλυφα, τα αγάλματα, τα αντικείμενα όλων των εποχών –έργα βασιλέων, δούλων και ελεύθερων ανθρώπων, με αποκορύφωμα τη γιορτή ζωής της ελευθερίας και της ζωής στη ζωφόρο του Παρθενώνα– ο κάθε ένας συμμετέχει σε έναν διάλογο της ζωής με τον θάνατο. Μάρτυρες της αγωνίας των αιώνων, των φόβων και των θριάμβων των προγόνων, οι επισκέπτες στέκονται, βουβοί. Αναμετρούν τον εαυτό τους, σήμερα, με τις μνήμες, τις πέτρες, τη δύναμη του παρελθόντος. Ολα αυτά σε μια απίστευτη πόλη, στην οποία, μέσα στο πλήθος, το άτομο βρίσκει τον εαυτό του.

Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc