ΑΝΝΑ ΚΟΡΑΚΆΚΗ


Αννα Κορακάκη

Η ελληνίδα ολυμπιονίκης είναι 20 χρόνων. Ξέρει να μιλάει σωστά, επιθετικά και ενοχλητικά. Πάνω απ’ όλα ξέρει τη σημασία της ολοκληρωτικής αυτοσυγκέντρωσης στον στόχο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά
Αννα Κορακάκη
Ανδρέας Σιμόπουλος
Share
εκτύπωση  

 Κάποιους ανθρώπους τους καταλαβαίνεις από το βλέμμα. Από το πώς εστιάζουν, από το πόσο σταθερά κοιτούν, από το πώς κινείται ο αμφιβληστροειδής τους. Η Αννα Κορακάκη, όταν ήρθε στα γραφεία του ΒΗΜΑgazino για να φωτογραφηθεί, πριν ακόμη κατακτήσει τα δύο ολυμπιακά μετάλλια στο Ρίο, είχε ένα βλέμμα έξυπνο, ευγενικό. Ενα βλέμμα εστιασμένο - δεν πετυχαίνεις εύκολα τον στόχο από απόσταση 10 και 25 μέτρων, αν δεν μπορείς να εστιάσεις σωστά. «Πρέπει να καταλάβουμε τη διαφορά μεταξύ αθλητισμού και πρωταθλητισμού. Γιατί ο αθλητισμός είναι υγιής, ο πρωταθλητισμός όχι» είπε στο ΒΗΜΑgazino. Ηταν μια δήλωση που πέρασε στα ψιλά: η κοπέλα με τους ευγενικούς τρόπους, τη συνεσταλμένη παρουσία και την ομορφιά των 20 χρόνων της που μιλούσε με δέος για τη συμμετοχή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες, που παραπονέθηκε ευγενικά για το πόσο «δύσκολο είναι να βρεις στήριξη και να ασχοληθείς σε επίπεδο πρωταθλητισμού» δεν είχε περάσει ακόμη στην άλλη πλευρά της διασημότητας. Δεν είχε κατακτήσει δύο μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, δεν είχε γίνει ακόμη η πρώτη ελληνίδα αθλήτρια που το καταφέρνει, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ που είχε πετύχει ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας το 1908 και το 1912 όπου είχε κατακτήσει από δύο ολυμπιακά μετάλλια, πριν καταταγεί ως έφεδρος λοχίας για να πολεμήσει στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου έχασε τη ζωή του από μηνιγγίτιδα.

Για να καταλάβουµε τη σηµασία, χρειάζεται μια ιστορική αναδρομή. Το 1912, τη χρονιά που ο Τσικλητήρας πετύχαινε το ρεκόρ που ισοφαρίστηκε το 2016, ο πατέρας του μοντέρνου Ολυμπιακού Κινήματος, Πιερ ντε Κουμπερτέν, είχε ορισμένες περίεργες απόψεις. «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πρέπει να είναι μια ανδρική υπόθεση» έγραψε πριν από τη διοργάνωση του Ελσίνκι. «Είναι η επίσημη περιοδική εξύψωση του ανδρικού αθλητισμού. Η μαζική συμμετοχή γυναικών στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είναι πρακτική υπόθεση, είναι μια πληκτική, αντιαισθητική και εσφαλμένη επιλογή. Οι γυναίκες μπορούν να δίνουν οι ίδιες την επιβράβευση στους άνδρες με τις επευφημίες και το χειροκρότημά τους».

Εκείνη την εποχή, οι γυναίκες συμμετείχαν ήδη δειλά σε ορισμένα αγωνίσματα. Στην Αθήνα, το 1896 δεν έλαβαν μέρος, αλλά από τη διοργάνωση του 1900 στο Παρίσι και κυρίως στα μεταπολεμικά χρόνια η κοινωνία συνειδητοποιούσε πως ο Πιερ ντε Κουμπερτέν είχε μεν μια μεγάλη ιδέα, την αναβίωση, αλλά οι απόψεις του ήταν κάπως παρωχημένες, αν όχι ρατσιστικές.

Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αντιδρούσε η κοινωνία σε απόψεις που θα διατυπώνονταν τώρα με τον μισογυνισμό του Κουμπερτέν. Αλλά αυτό ήταν πάντα οι Ολυμπιακοί Αγώνες: Μέσα από τις αντιφάσεις τους, τις κραυγαλέες αδικίες τους, τις επιτυχίες, τις αποτυχίες και τους θανάτους τους περιέγραφαν πάντα την εποχή. Το 1936, στο Bερολίνο, ο μαύρος Τζέσε Οουενς με τα τέσσερα ολυμπιακά του μετάλλια ταπείνωσε τον Αδόλφο Χίτλερ και κατέστρεψε χωρίς πολλά λόγια την ανοησία της ανώτερης αρίας φυλής. Το 1956, στη Μελβούρνη, λίγο μετά τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης της Ουγγαρίας κατά της Σοβιετικής Ενωσης, ο αγώνας πόλο των δύο χωρών διακόπηκε από το αίμα που χύθηκε στην πισίνα από το πάθος και τη βία των αθλητών και των δύο χωρών. Το 1968, στην πόλη του Μεξικού, ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος ανέβηκαν στο βάθρο με τα μετάλλια των 200 μέτρων, φορώντας μαύρες κάλτσες και σηκώνοντας το χέρι τους σε αντίδραση της ρατσιστικής πραγματικότητας της εποχής. Το 1972, στο Μόναχο, οι «χαρούμενοι Ολυμπιακοί», όπως είχαν διαφημιστεί από τους Γερμανούς, συνοδεύτηκαν από την επίθεση του «Μαύρου Σεπτέμβρη» και τον θάνατο των 11 ισραηλινών αθλητών. Το 1980 στο Μόναχο και το 1984 στο Λος Αντζελες, τα μποϊκοτάζ των Αμερικανών και Σοβιετικών αντίστοιχα, έδωσαν τον τόνο του ψυχρού πολέμου. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, πέρα από την ανθρώπινη προσπάθεια, πέρα από τις ατομικές ιστορίες, πέρα από τις κάπως φλου έννοιες της παγκόσμιας συναδέλφωσης, στην πραγματικότητα είναι μια συρραφή γεγονότων που περιγράφουν ανάγλυφα την κάθε εποχή.

Και όπως γνωρίζουμε, η εποχή στην Ελλάδα του 2016 είναι τουλάχιστον περίεργη. Ισως γι' αυτό η «υπόθεση ολυμπιονίκες» δεν ήταν απλά μια ιστορία χαράς, πατριωτισμού, τιμής και υπερβολής όπως παλαιότερα. Η ελληνική κοινωνία είναι τόσο μπερδεμένη, τόσο εκνευρισμένη, τόσο κουρασμένη, που μοιάζει σαν να περιμένει την παραμικρή αφορμή για να τσακωθεί, να διαφωνήσει, να βρίσει, να βρει μια πλευρά που να ταιριάζει στο «άσπρο - μαύρο» στο οποίο έχουμε συνηθίσει να χωριζόμαστε. Από αυτή την άποψη, η υπόθεση της Αννας Κορακάκη είναι ταιριαστή στην εποχή μας.

Τα είχε όλα: Μια επιτυχία, αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, οικογενειακής προσπάθειας, μαζί με τον προπονητή πατέρα της. Μια στιγμή τηλεοπτικής αξίας καθώς το όμορφο πρόσωπό της ξεσπούσε με χαρά για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. Τον εθνικό ύμνο και την πρώτη θέση του βάθρου. Και αμέσως μετά, το σίριαλ: Πρώτα με τις εικόνες από το σκοπευτήριο στη Δράμα, αυτό το αυτοσχέδιο προπονητήριο το οποίο περιγράφει τόσο ταιριαστά τη σύγχρονη Ελλάδα: φτώχεια, εφευρετικότητα, πείσμα, μια do-it-yourself συνθήκη επιτυχίας. Και μετά, όπως συμβαίνει πάντα σε ό,τι αφορά τον αθλητισμό τον οποίο λίγοι στην Ελλάδα μπορούν να καταλάβουν με την πλήρη ατομική του διάσταση, ήρθαν οι πολιτικοί. Πρώτα με τις μεγαλοστομίες τους, έπειτα με τα λάθη, τις υπερβολές και τις παραλείψεις τους. Το πρώτο ήταν αυτή η, ακόμη ανεξήγητη, απόφαση του Δήμου Δράμας να γκρεμίσει το προπονητήριο της Αννας Κορακάκη. Στη συνέχεια, η μνημειώδης γκάφα τού να μην κληθεί η χρυσή ολυμπιονίκης στην τελετή τιμής που διοργανώθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το ξέσπασμα της αθλήτριας με έναν καημό αλλά και με μια υπερβολή για το πόσο η πολιτεία την ξέχασε. Ακολούθησε ο πολιτικός συμβιβασμός πρώτα από τον πατέρα, μάνατζερ και προπονητή της, που έριξε τους τόνους, και έπειτα από την ίδια, που την προηγούμενη εβδομάδα συνάντησε τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο και επέλεξε να μη συνεχίσει την κόντρα. Και παράλληλα σε όλο αυτό, μαινόταν μια μεγάλη μάχη στα μέρη που η ψυχραιμία πηγαίνει να πεθάνει: στα social media, τα οποία μοιάζουν να ανακαλύφθηκαν για να διατυπώνονται όλες οι απόψεις τόσο δυνατά, τόσο ελληνικά, τόσο ταιριαστά, τόσο μάταια.

Την προηγούμενη εβδομάδα, η Αννα Κορακάκη βρέθηκε στην Αθήνα. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής, ήταν η πρώτη αθλήτρια από τους τιμώμενους ολυμπιονίκες που το τόλμησε. Η ομιλία της επιβεβαίωσε όλα όσα γνωρίζαμε: «Δεν θα ήθελα να ερμηνεύσετε το μήνυμά μου ως μομφή ή ως παράπονο. Δεν έχω τέτοια πρόθεση. Το αντίθετο, μάλιστα, ελπίζω να το λαμβάνετε ως έκκληση για το μέλλον των νέων παιδιών. Δεν μιλώ μόνο για τη δική μου περίπτωση, μόνο για το δικό μου άθλημα. Οι επενδύσεις σε αθλητικές υποδομές στον αθλητισμό - ιδιαίτερα στην περιφέρεια - είναι επένδυση για το μέλλον, για το μέλλον της χώρας. Είναι απόλυτα κατανοητή η δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, αλλά στο μέτρο των δυνατοτήτων της οικονομίας και με τη βοήθεια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας πρέπει να φέρουμε περισσότερα παιδιά στον ερασιτεχνικό αθλητισμό».
Μια μέρα αργότερα, συνάντησε και τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος με το αποστασιοποιημένο από ευθύνες ύφος, παραδέχθηκε πως «δεν είμαστε περήφανοι για το γεγονός ότι έκανε προπονήσεις σε μια παράγκα» και συνέχισε με τα αναμενόμενα ευχολόγια, σχεδόν ως αμέτοχος παρατηρητής: «Πρέπει να συμβάλλουν περισσότερο στον αθλητισμό. Πρέπει να υπάρχει βούληση να στηριχτεί ο μαζικός αθλητισμός. Πρέπει να αυξήσουμε τις δαπάνες και να καθαρίσουμε τα κυκλώματα», για να λάβει την απάντηση από την Αννα Κορακάκη πως «αυτό δεν αφορά οικονομία ή έξοδα».

Στην πραγματικότητα, πέρα από τις κρατικές θριαμβολογίες η επιτυχημένη αποστολή της Ελλάδας που βρέθηκε στην 23η θέση στον πίνακα των μεταλλίων - στο Λονδίνο το 2012 ήταν 75η - ήταν μια υπόθεση ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή πριν από δύο χρόνια θέσπισε το πρόγραμμα «Υιοθετήστε έναν αθλητή», μέσω του οποίου εταιρείες και ιδιώτες ανέλαβαν τα έξοδα για την ολυμπιακή προετοιμασία των κορυφαίων ελλήνων αθλητών. Οπως έχει δηλώσει ο πρόεδρος της ΕΟΕ και εμπνευστής του προγράμματος, Σπύρος Καπράλος, «αν δεν υπήρχε το πρόγραμμα, πολλοί αθλητές όχι μόνο δεν θα έπαιρναν μετάλλια, αλλά δεν θα πήγαιναν καν στο Ρίο».

Η Αννα Κορακάκη πήγε για πρώτη φορά στο σκοπευτήριο στη Δράμα, αυτό που τόσο ταιριαστά για την ελληνική πραγματικότητα γκρεμίστηκε μια μέρα μετά την επιτυχία της, όταν ήταν 12 ετών. «Με πήγε ο πατέρας μου, στην αρχή δεν είχα ενθουσιαστεί με την ιδέα του αγωνίσματος. Αλλά ήμουν καλή. Δεν είναι ούτε θέμα φυσικής κατάστασης ούτε πνευματικής διαύγειας. Απαιτεί πολύ μεγάλη συγκέντρωση. Απόλυτη αυτοσυγκέντρωση, ωστόσο η φυσική κατάσταση είναι βασική. Μπορεί να είναι στατικό, όμως η ισορροπία που χρειάζεται είναι αναγκαία. Θέλει απίστευτη ισορροπία και σταθερότητα για επίπεδο πρωταθλητισμού. Εκτός σκοπευτηρίου κάνω αρκετή αερόβια γυμναστική και βάρη. Θέλει πολύ λίγους καρδιακούς παλμούς» λέει η ίδια.
Μετά την εβδομάδα της χειραψίας και της συνάντησής της με τους ανώτατους πολιτειακούς άρχοντες, ετοιμάζεται ήδη για τους τελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου που θα ξεκινήσουν στις 7 Οκτωβρίου. Εδώ και έναν μήνα οτιδήποτε κάνει, από το να φωτογραφηθεί με πρόσφυγες, μέχρι το να δηλώσει πως «το να λέτε πως μου αρέσουν τα όπλα είναι παρεξηγήσιμο. Τα όπλα της σκοποβολής είναι αθλητικά, όχι φονικά» γίνεται είδηση. Η ίδια έχει υποσχεθεί στον εαυτό της να αποσυρθεί για λίγο απ' όλα, να συγκεντρωθεί στον επόμενο στόχο της. Αν μη τι άλλο, έχει αποδείξει πως ξέρει να τους πετυχαίνει - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc