Υποβρύχια ρομπότ στην υπηρεσία των ερευνών Οι έρευνες για τον εντοπισμό του αεροσκάφους της Malaysia Airlines παραμένουν άκαρπες. Τρεις εβδομάδες μετά, το επίκεντρο μεταφέρεται σε εντελώς διαφορετική περιοχή με έκταση που ξεπερνά τα 300.000 τ.χλμ. Οι νέες ελπίδες για τον εντοπισμό του μοιραίου αεροσκάφους, στο οποίο επέβαιναν 239 άνθρωποι, που βασίστηκαν σε λήψεις από γαλλικό δορυφόρο δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι ειδικοί διόρθωσαν τις εκτιμήσεις τους για τη διαδρομή του Βoeing 777, κάνοντας λόγο για ένα «νέο αξιόπιστο ίχνος». Ως εκ τούτου, το νέο επίκεντρο των ερευνών μεταφέρθηκε στη θαλάσσια περιοχή 1.100 χλμ. βορειοανατολικά του σημείου στο οποίο διεξάγονταν μέχρι πρότινος και το οποίο βρισκόταν 2.500 χλμ. βορειοδυτικά των αυστραλιανών ακτών στον Ινδικό Ωκεανό. Σύμφωνα με την αυστραλιανή υπηρεσία θαλάσσιας ασφάλειας AMSA, οι νέες πληροφορίες, που οδήγησαν στη μετατόπιση του σημείου των ερευνών, βασίστηκαν στην ανάλυση δεδομένων από ραντάρ που διατηρούσε επαφή με το αεροσκάφος μεχρι τη στιγμή που χάθηκαν τα ίχνη του. Αν επιβεβαιωθεί ο εντοπισμός συντριμμιών, θα καταστεί δυνατός ο περιορισμός της ακτίνας των ερευνών. Σε αυτές θα μπορέσουν να συνδράμουν στη συνέχεια και αυτόνομα, μη επανδρωμένα υποβρύχια ρομπότ τύπου Abyss. Παγκοσμίως υπάρχουν μόλις τρία τέτοια ρομπότ. Το ένα ανήκει στο ινστιτούτο ωκεανογραφικών ερευνών GEOMAR στο Κίελο και τα υπόλοιπα στο ίδρυμα ωκεανογραφίας Woods Hole στη Βοστόνη των ΗΠΑ. Επιτυχής εντοπισμός του αεροσκάφους της Air France Το υποβρύχιο ρομπότ του ινστιτούτου ωκεανογραφικών ερευνών GEOMAR στο Κίελο Το υποβρύχιο ρομπότ του ινστιτούτου ωκεανογραφικών ερευνών GEOMAR στο Κίελο Όπως εξήγησε στην DW ο Πέτερ Χέρτσιχ, διευθυντής του ινστιτούτου GEOMAR: «Αυτό είναι ένα μηχάνημα που έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις και στο οποίο μπορούμε κατ’ αρχήν να βασιζόμαστε. Ωστόσο, δεν μπορούμε να είμαστε 100% σίγουροι ότι θα αναδυθεί και πάλι από το βυθό». Τα τρία ρομπότ έχουν τη δυνατότητα να ερευνήσουν τον πυθμένα της θάλασσας σε βάθος έως και 6.000 μέτρων και να χαρτογραφήσουν λεπτομερώς την περιοχή που ερευνούν, ενώ είναι σε θέση να εντοπίσουν αντικείμενα με μέγεθος που δεν ξεπερνά αυτό ενός κουτιού για παπούτσια. Η αποτελεσματικότητα των τριών υποβρύχιων ρομπότ αποδείχθηκε περίτρανα και στην περίπτωση του αεροσκάφους της Air France, που συνετρίβη τον Ιούνιο του 2009 στον Ατλαντικό Ωκεανό. Μετά από ενδελεχή χαρτογράφηση, τα τρία ρομπότ ανακάλυψαν τελικά τον Απρίλιο του 2011 τα συντρίμμια του αεροσκάφους σε βάθος 4.000 μ. Ο διευθυντής του ινστιτούτου GEOMAR τονίζει ότι η χρήση των υποβρύχιων ρομπότ είναι πολύ σημαντική, πέρα από τις ανάγκες εντοπισμού συντριμμιών ενός αεροσκάφους, και για τη διεύρυνση των επιστημονικών γνώσεων. Όπως εξηγεί: «Με τη βοήθειά τους έχουμε δει ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα υψώματα και ρήγματα στο βυθό. Όλα είναι πολύ διαφορετικά από ό,τι φαίνεται από τη χαρτογράφηση που γίνεται από ένα σκάφος, το οποίο πλέει τέσσερα χλμ. πάνω από το βυθό». Fabian Schmidt / Άρης Καλτιριμτζής /dpa Υπεύθ. σύνταξης: Δήμητρα Κυρανούδη
Υποβρύχια ρομπότ στην υπηρεσία των ερευνών
Οι έρευνες για τον εντοπισμό του αεροσκάφους της Malaysia Airlines παραμένουν άκαρπες. Τρεις εβδομάδες μετά, το επίκεντρο μεταφέρεται σε εντελώς διαφορετική περιοχή με έκταση που ξεπερνά τα 300.000 τ.χλμ.
Οι νέες ελπίδες για τον εντοπισμό του μοιραίου αεροσκάφους, στο οποίο επέβαιναν 239 άνθρωποι, που βασίστηκαν σε λήψεις από γαλλικό δορυφόρο δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι ειδικοί διόρθωσαν τις εκτιμήσεις τους για τη διαδρομή του Βoeing 777, κάνοντας λόγο για ένα «νέο αξιόπιστο ίχνος».
Ως εκ τούτου, το νέο επίκεντρο των ερευνών μεταφέρθηκε στη θαλάσσια περιοχή 1.100 χλμ. βορειοανατολικά του σημείου στο οποίο διεξάγονταν μέχρι πρότινος και το οποίο βρισκόταν 2.500 χλμ. βορειοδυτικά των αυστραλιανών ακτών στον Ινδικό Ωκεανό. Σύμφωνα με την αυστραλιανή υπηρεσία θαλάσσιας ασφάλειας AMSA, οι νέες πληροφορίες, που οδήγησαν στη μετατόπιση του σημείου των ερευνών, βασίστηκαν στην ανάλυση δεδομένων από ραντάρ που διατηρούσε επαφή με το αεροσκάφος μεχρι τη στιγμή που χάθηκαν τα ίχνη του.
Αν επιβεβαιωθεί ο εντοπισμός συντριμμιών, θα καταστεί δυνατός ο περιορισμός της ακτίνας των ερευνών. Σε αυτές θα μπορέσουν να συνδράμουν στη συνέχεια και αυτόνομα, μη επανδρωμένα υποβρύχια ρομπότ τύπου Abyss. Παγκοσμίως υπάρχουν μόλις τρία τέτοια ρομπότ. Το ένα ανήκει στο ινστιτούτο ωκεανογραφικών ερευνών GEOMAR στο Κίελο και τα υπόλοιπα στο ίδρυμα ωκεανογραφίας Woods Hole στη Βοστόνη των ΗΠΑ.
Επιτυχής εντοπισμός του αεροσκάφους της Air France
Όπως εξήγησε στην DW ο Πέτερ Χέρτσιχ, διευθυντής του ινστιτούτου GEOMAR: «Αυτό είναι ένα μηχάνημα που έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις και στο οποίο μπορούμε κατ’ αρχήν να βασιζόμαστε. Ωστόσο, δεν μπορούμε να είμαστε 100% σίγουροι ότι θα αναδυθεί και πάλι από το βυθό».
Τα τρία ρομπότ έχουν τη δυνατότητα να ερευνήσουν τον πυθμένα της θάλασσας σε βάθος έως και 6.000 μέτρων και να χαρτογραφήσουν λεπτομερώς την περιοχή που ερευνούν, ενώ είναι σε θέση να εντοπίσουν αντικείμενα με μέγεθος που δεν ξεπερνά αυτό ενός κουτιού για παπούτσια. Η αποτελεσματικότητα των τριών υποβρύχιων ρομπότ αποδείχθηκε περίτρανα και στην περίπτωση του αεροσκάφους της Air France, που συνετρίβη τον Ιούνιο του 2009 στον Ατλαντικό Ωκεανό. Μετά από ενδελεχή χαρτογράφηση, τα τρία ρομπότ ανακάλυψαν τελικά τον Απρίλιο του 2011 τα συντρίμμια του αεροσκάφους σε βάθος 4.000 μ.
Ο διευθυντής του ινστιτούτου GEOMAR τονίζει ότι η χρήση των υποβρύχιων ρομπότ είναι πολύ σημαντική, πέρα από τις ανάγκες εντοπισμού συντριμμιών ενός αεροσκάφους, και για τη διεύρυνση των επιστημονικών γνώσεων. Όπως εξηγεί: «Με τη βοήθειά τους έχουμε δει ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα υψώματα και ρήγματα στο βυθό. Όλα είναι πολύ διαφορετικά από ό,τι φαίνεται από τη χαρτογράφηση που γίνεται από ένα σκάφος, το οποίο πλέει τέσσερα χλμ. πάνω από το βυθό».
Fabian Schmidt / Άρης Καλτιριμτζής /dpa
Υπεύθ. σύνταξης: Δήμητρα Κυρανούδη DW DE
Comments