Ο βίος του Διονυσίου Λαυράγκα με λέξεις και όχι νότες
Ο βίος του Διονυσίου Λαυράγκα με λέξεις και όχι νότες
Διονύσιος Λαυράγκας
Τ' απομνημονεύματά μου
εκδόσεις Γκοβόστη, σ. 288, 14 ευρώ
Το 1939, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Διονυσίου Λαυράγκα (1864-1941), κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γκοβόστη Τ' απομνημονεύματά του. Την ίδια χρονιά ιδρύεται και η Εθνική Λυρική Σκηνή. Επετειακά, εβδομήντα χρόνια μετά, το βιβλίο επανεκδόθηκε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο στον οποίο είχε εμπιστευτεί ο μουσουργός τα χειρόγραφά του, ενώ, εκτός από τα μέσα της δεκαετίας του '50 που παρουσιάστηκε μια όπερά του στη Λυρική Σκηνή, δεν έχει στο διάστημα αυτό ανεβεί καμία άλλη, με αποτέλεσμα το κυριότερο μέρος του έργου του, τα μελοδράματά του, να είναι σχεδόν άγνωστα στις νεότερες γενιές μουσικών και φιλόμουσων. Εδώ ας επισημανθεί ότι κατά την ίδρυση της Λυρικής προσπεράστηκε! Ισως να κρίθηκε ότι ήταν αρκετά μεγάλος, ίσως πάλι -λόγω της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου-, να προσμετρήθηκε και ο «Υμνος της Δημοκρατίας» που είχε συνθέσει προς τιμήν του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.
Από τους διαμορφωτές της ελληνικής μουσικής ιστορίας, σημαντικός εκπρόσωπος της Εθνικής Μουσικής Σχολής και ιδρυτής του Ελληνικού Μελοδράματος ήταν ο Διονύσιος Λαυράγκας, που γεννήθηκε στο Αργοστόλι. Η σχεδόν φυσική έφεσή του στη μουσική, η οποία εκδηλώθηκε από τα παιδικά του χρόνια, οδήγησε τους γονείς του, μετά τις σπουδές μουσικής (βιολί, πιάνο και θεωρητικά) στη γενέτειρά του, με δασκάλους αρχικά τον Ναζάρο Σέρδο και αργότερα τον Νικόλαο Μεταξά - Τζανή, να τον στείλουν στο Κονσερβατόριο της Νάπολης, όπου θα συνεχίσει με ανώτερες μουσικές σπουδές. Εκεί θα συνδεθεί φιλικά με τον επίσης επτανήσιο μουσικό Ναπολέοντα Λαμπελέτ. Μετά την ολοκλήρωση των τρίχρονων σπουδών του στη Νάπολη και αφού έμαθε «όσα ήταν δυνατόν να μάθει κανείς θεωρητικώς και πρακτικώς», οι γονείς του τον έστειλαν στον Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Κονσερβατουάρ, όπου θα φοιτήσει στην τάξη του Λεό Ντελίμπ και στη συνέχεια σ' αυτή του σημαντικού γάλλου συνθέτη Ζυλ Μασνέ· την ίδια περίοδο θα γνωρισθεί μ' έναν έτερο Επτανήσιο, τον Σπύρο Σαμάρα.
Στο Παρίσι θα κάνει και τις πρώτες του συνθετικές απόπειρες· από τις οποίες μία υπήρξε πάνω σε στίχους του Αχιλλέα Παράσχου, όταν βρέθηκε για λίγες μέρες στη γαλλική πρωτεύουσα. Εκτός των πολλών δεξιώσεων που επιφύλαξαν οι ομογενείς στον «εθνικό ποιητή», οι σπουδαστές αγγάρεψαν τον Λαυράγκα να μελοποιήσει ένα ποίημα του Παράσχου, το οποίο θα τραγουδούσε ο, επίσης Κεφαλονίτης, τενόρος Ιωάννης Κρητικός, που ζούσε στο Παρίσι ως καθηγητής τραγουδιού. Στη Γαλλία, όπου θα παραμείνει τελικά τέσσερα χρόνια, θα ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του ως αρχιμουσικού, διευθύνοντας παραστάσεις όπερας σε διάφορες πόλεις. Παραμονές των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων θα επιστρέψει στην Ελλάδα και τον Μάρτιο του 1896 η Ολυμπιακή Επιτροπή θα του αναθέσει, σε συνεργασία με τον Ιωάννη Πολέμη, τη σύνθεση ενός μεγάλου συμφωνικού ποιήματος, με τίτλο «Πένταθλον»· στο πρώτο μέρος περιγράφονταν η είσοδος των αθλητών στο στάδιο, η θυσία του ταύρου, τα διάφορα αγωνίσματα, ενώ στο δεύτερο, ο θρίαμβος του ολυμπιονίκη, με τελικό ύμνο προς την Ελλάδα.
Εγκατεστημένος πλέον μόνιμα στην Αθήνα, αναλαμβάνει τη διεύθυνση της «Φιλαρμονικής Εταιρείας». Ομως, ο διακαής του πόθος, που θα εξελιχθεί σε έμμονη ιδέα, ήταν η δημιουργία ενός ελληνικού, εθνικού μελοδράματος. Τελικά, ξεπερνώντας τις δυσχέρειες της φτωχής σε μουσικό δυναμικό Ελλάδας, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1898, ο Λαυράγκας θα ιδρύσει το Ελληνικό Μελόδραμα. Δύο χρόνια αργότερα, στις 26 Απριλίου 1900, θα πραγματοποιηθεί η πρώτη εμφάνιση του συγκροτήματος με την όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι Μποέμ, σε μουσική διεύθυνση Λουδοβίκου Σπινέλλη. «Οταν τελείωσε η παράσταση, έξω μας περίμενε τιμητική αποθέωση, αγκαλιάσματα, φιλιά, σφιξίματα, ζήτω και χειροκροτήματα, μια ζεστή και ειλικρινής εκδήλωση εκτίμησης για το θεμέλιωμα της λυρικής ελληνικής σκηνής. Η πρώτη εκείνη εμφάνιση θα μείνει ιστορική, διότι σημείωσε τον σταθμό από τον οποίο ξεκίνησε το Ελληνικό Μελόδραμα, για να περάσει επί 35 ολόκληρα χρόνια διαδοχικά από θριάμβους σε απογοητεύσεις, από ευμάρεια σε φτώχεια, από δόξα σε αφάνεια, με μοναδική καρτερία και πάντα με καινούριο θάρρος σε κάθε εναντιότητα της τύχης». Με τον μουσικό αυτό θίασο θα περιοδεύσει, εκτός από την Ελλάδα, σε πόλεις με αναπτυγμένες ελληνικές κοινότητες, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Οδησσός, το Βουκουρέστι. Επί σαράντα χρόνια αφιέρωσε τη ζωή του στη λυρική τέχνη, μεταφράζοντας και διδάσκοντας έργα, εκπαιδεύοντας και αναδεικνύοντας νέους καλλιτέχνες, καταρτίζοντας θιάσους, διευθύνοντας δοκιμές και παραστάσεις.
Η μορφή τού εκ των πρωτεργατών της ελληνικής μελοδραματικής τέχνης σφραγίζει με την πολύπλευρη δράση της την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και κυριολεκτικά έως τον θάνατό του, το 1941, σε τρεις θεμελιακούς τομείς του μουσικού μας πολιτισμού: α) τον δημιουργικό, β) τον θεσμικό - αναδημιουργικό και γ) τον παιδαγωγικό. Η σημαντικότερη κατάθεση, το έργο ζωής του επτανήσιου συνθέτη, η εκπολιτιστική προσφορά του, υπήρξε χωρίς αμφιβολία το Ελληνικό Μελόδραμα. Ο Λαυράγκας σε μια περίοδο κατά την οποία σχεδόν δεν υπήρχε μηχανική αναπαραγωγή στον ήχο (τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα), εκτός του ότι συνέβαλε στη γνωριμία των Ελλήνων με την όπερα, το δημοφιλέστερο λαϊκό μουσικό είδος της Ευρώπης, εξοικείωσε ποιοτικά μεγάλα τμήματα του ελληνικού κοινού με το εν πολλοίς άγνωστο γι' αυτά οργανωμένο συνηχητικό φαινόμενο της ευρωπαϊκής μουσικής. Οσον αφορά τον πλέον ευαίσθητο τομέα του μουσικού πολιτισμού, τον παιδαγωγικό, εκτός αυτής καθεαυτήν της εκπαιδευτικής προσφοράς του, άφησε μια σειρά σημαντικών θεωρητικών συγγραμμάτων με ουσιαστική συμβολή στη διαμορφούμενη νεοελληνική μουσική ορολογία των αρχών του 20ού αιώνα.
Στα Απομνημονεύματά του ο επτανήσιος μουσουργός καταθέτει μια εξαιρετικά σημαντική μαρτυρία για την ιστορία της εγχώριας λόγιας μουσικής. Με διακριτή την ικανότητα της αφήγησης με ζωηρότητα και με χάρη, χωρίς να τον απασχολεί μια έντεχνη συναρμογή λόγου, δημιουργεί ένα λογοτέχνημα που κατά κύριο λόγο στηρίζεται στην παραστατικότητα της προφορικής ομιλίας. Ειλικρινής, οδηγείται συχνά σε δριμύτατες εκφράσεις και χαριτωμένους υπαινιγμούς για τις ατασθαλίες ή τη γενικότερη συμπεριφορά των συνεργατών του. Η κριτική διάθεση είναι εμφανής εκεί περισσότερο όπου αναζητώντας τις όποιες ευθύνες προσπαθεί να αιτιολογήσει την «αποτυχία» της πολύχρονης προσπάθειάς του. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν κατανοούμε τη σκοπιμότητα απλοποίησης ορισμένων γραμματικών τύπων ή κάποιες παρεμβάσεις στη στίξη, με την αιτιολογία ότι ο Λαυράγκας έγραφε όπως μιλούσε, με αποτέλεσμα το κείμενό του να μην είναι προσιτό στον σημερινό αναγνώστη. Χωρίς αυτό να εκληφθεί ως ουσιαστικό, υπάρχει εντούτοις η αίσθηση ότι η συγκεκριμένη παρέμβαση στερεί τον αναγνώστη από την χάρη, την αισθητική και την αμεσότητα του πρωτογράφου.
Ο βίος του Διονυσίου Λαυράγκα υπήρξε συνυφασμένος με την πορεία του Ελληνικού Μελοδράματος. Οι σελίδες των μοναδικών Απομνημονευμάτων του αποτελούν τας «δέλτους» ενός δημιουργικού έργου αγνώστου στο κοινό και στους ειδικούς. Ντοκουμέντο πρώτης γραμμής, έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της μουσικής τέχνης. Στη χρηστική, πλούσια εικονογραφημένη, νέα έκδοση προτάσσεται ένα κατατοπιστικό κείμενο του Βύρωνα Φιδετζή, ενώ ως Επίμετρο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα Πρωΐα (27.7.1939) κριτική του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, η οποία δημοσιεύτηκε με την ευκαιρία της πρώτης έκδοσης των Απομνημονευμάτων. Το τελευταίο έργο του μουσουργού, που δεν ήταν γραμμένο με νότες, αλλά με λέξεις, το χρονικό της ίδιας της ζωής του, είναι βέβαιο ότι συμβάλλει στην αποτίμηση του μουσικού παρελθόντος του τόπου μας.
Comments