Τον λόγο έχει πρώτα η Πολιτική και έπεται η Δικαιοσύνη... Tου Σταμου Ζουλα / stamoszoulas@gmail.com Ενώ η υπόθεση Ζαχόπουλου έχει ήδη περιέλθει στην αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης η μεν κυβέρνηση προσπαθεί σιωπηρώς να την περιορίσει στο πλαίσιο ερωτικής παρεκτροπής η δε αντιπολίτευση επιχειρεί να της προσδώσει τις διαστάσεις μεγάλου πολιτικού σκανδάλου. Οπως δε συμβαίνει με τις πρόωρες και ακραίες αντιδράσεις των δύο «αντιδίκων» πλευρών, σε κάθε ζήτημα της πολιτικής τους αντιπαραθέσεως, εκείνο που κυρίως διακυβεύεται είναι, τελικώς, η αποκάλυψη της πλήρους αλήθειας. Και τούτο διότι τα συστατικά της πολιτικής διαμάχης είναι η σύγχυση και ο αποπροσανατολισμός του πολίτη. Ετσι, σκόπιμο είναι να αρχίσουμε από τα αυτονόητα, προτού καταστούν δυσνόητα και αμφιλεγόμενα. Αναμφίβολα, λοιπόν, υπάρχει πολιτική ευθύνη για κάθε παράπτωμα κρατικού λειτουργού, ο οποίος έχει επιλεγεί από την εκάστοτε κυβέρνηση για να διαχειρισθεί κάποιο καίριο πόστο. Την ευθύνη αυτή στοιχειοθετεί και μόνον η επιλογή του, αφού ο συγκεκριμένος λειτουργός δεν είναι αιρετός, ούτε καλύπτεται από κάποια θεσμική ασπίδα. Εξίσου δεδομένο είναι επίσης, ότι η ευθύνη αυτή έχει μεγάλη διαβάθμιση. Είναι βαρύτατη, όταν ο πολιτικός προϊστάμενος συμπράττει και συγκαλύπτει το παράπτωμα, βαρεία, όταν το ανέχεται και αδρανεί, μέτρια, όταν το εντοπίζει ο ίδιος και τo κολάζει. Στην περίπτωση Ζαχόπουλου είχαμε, σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, έναν εξαναγκασμό σε παραίτηση· κάτι το οποίο ασφαλώς μπορεί να θεωρηθεί ως κυβερνητική υπεραντίδραση, αν η υπόθεση περιορίζεται σε ερωτική παρεκτροπή του τέως γενικού γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος ότι το δραματικό διάβημά του, αμέσως μετά την παραίτηση, απέτρεψε την κυβέρνηση να προβεί σε περισσότερες εξηγήσεις για την πολιτική του καρατόμηση. Ομως αυτή η διστακτική σιωπή, αποδιδόμενη -έστω- σε ανθρωπιστικούς λόγους, δεν μπορεί να παραταθεί επί μακρόν. Ούτε φυσικά, να διαιωνισθεί, με το άλλοθι της δικαστικής διερευνήσεως. Διότι, όπως προαναφέραμε, πολιτική ευθύνη υφίσταται οπωσδήποτε. Με το πρόσθετο δεδομένο ότι δεν αποπέμπεις «αναιτιολόγητα» έναν ανώτερο κρατικό λειτουργό, για τον οποίο η κυβερνητική ευθύνη πέραν της αρχικής επιλογής του, έχει και προεκτάσεις. Δηλαδή την εκχώρηση ασυνήθων υπερεξουσιών και τη διατήρησή του στην ίδια θέση επί τέσσερις υπουργικές θητείες. (Με την καλύτερη και απροκατάλυπτη εκδοχή ότι εθεωρείτο από την κυβέρνηση ως άξιος, αποτελεσματικός και αδιάφθορος). Mε τα ίδια κριτήρια, βάσει των οποίων η κυβερνητική σιωπή εκλαμβάνεται ως θεμιτή αλλά προσωρινή, η καταγγελτική σπουδή της αντιπολιτεύσεως δεν είναι μόνον πρόωρη, αλλά και αβάσιμη. Ο αντιπολιτευτικός έλεγχος θα μπορούσε να ασκηθεί όταν η κυβέρνηση, με αλλεπάλληλες υπουργικές αποφάσεις, μεγιστοποιούσε τις αρμοδιότητες του κ. Ζαχόπουλου, οι οποίες εκ των υστέρων καταγγέλλονται ως υπερεξουσίες. Οταν στο ίδιο πρόσωπο παραχωρούσε την ευθύνη διαχειρίσεως τεράστιων κοινοτικών και άλλων κονδυλίων, κάτι που θεωρείται, επίσης εκ των υστέρων, ύποπτο και μεμπτόν. Οταν, τέλος, το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχαιοτήτων, υπό την προεδρία του «παραιτηθέντος», ελάμβανε (με ανοικτές διαδικασίες) κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες τώρα διαβάλλονται ως μεθοδευμένες και σκανδαλώδεις. Με άλλους λόγους ο αντιπολιτευτικός έλεγχος, που πρέπει να ασκείται κατά τη διαδικασία λήψεως και εφαρμογής των αποφάσεων του φορέα της εξουσίας, τείνει πλέον να μεταβληθεί στη χώρα μας σε πολιτική αναψηλάφιση και μεταχρονολογημένη καταδίκη των κυβερνητικών πεπραγμένων. Αυτή η ταύτιση των εννοιών ελέγχου και κολασμού είναι, προφανώς, περισσότερο επιβαρυντική, όταν εκδηλώνεται στον φορέα της εξουσίας. Υπολογίζεται ότι κάθε κυβέρνηση χρησιμοποιεί, νόμιμα ή θεμιτά, περισσότερα από τρεις χιλιάδες πρόσωπα, σε καίριες κρατικές θέσεις στα οποία αναθέτει -κατ’ ουσίαν- την εφαρμογή της πολιτικής της. Την ευθύνη αποδόσεως ή συμπεριφοράς των προσώπων αυτών έχει αποκλειστικώς και συνολικώς η εκάστοτε κυβέρνηση, ανεξαρτήτως αν τα κριτήρια της επιλογής τους είναι αξιοκρατικά, κομματικά, φιλικά κλπ. Δεν κάνουμε διάκριση μεταξύ των ενδεδειγμένων αξιοκρατικών και των μη αξιοκρατικών κριτηρίων, γιατί η διαχείριση της εξουσίας μπορεί να διαφθείρει ορισμένους από την πρώτη κατηγορία ή να αναδείξει (σπανιότερα, έστω) κάποιους από τη δεύτερη, ως ικανούς και αδιάφθορους. Εκείνο, λοιπόν, που προέχει είναι ο άμεσος και συνεχής έλεγχος των στελεχών αυτών εκ μέρους των πολιτικών τους προϊσταμένων· δηλαδή των υπουργών και των υφυπουργών, που διευθύνουν τους αντίστοιχους τομείς της κρατικής λειτουργίας. Οπως σημειώσαμε και προλογικώς η πολιτική ευθύνη για κάθε παράπτωμα διορισμένου κρατικού λειτουργού είναι αδιαμφισβήτητη και διαβαθμιζόμενη, σε βαρύτατη, βαρεία και μετρία. Για να ελαχιστοποιηθεί η ευθύνη αυτή απαιτείται η πρόληψη και όχι, βεβαίως, η εκ των υστέρων αποκάλυψη και ο κολασμός του αδικήματος. Η παραπάνω επισήμανση δεν αφορά ειδικώς την υπόθεση Ζαχόπουλου, η οποία παραμένει ασαφής, απαιτώντας διελεύκανση. Βασίζεται στην πάγια, κατά τα τελευταία χρόνια κυβερνητική αντίληψη και προτροπή ότι οι υπόνοιες, οι ενδείξεις και οι καταγγελίες για πολιτικά σκάνδαλα, πρέπει να παραπέμπονται στη Δικαιοσύνη. Η «θεωρία» αυτή, την οποία -αν δεν κάνω λάθος- την εμπνεύσθηκε και προσπάθησε να την εφαρμόσει πρώτος ο κ. Κώστας Σημίτης, συνιστά μέγα ολίσθημα. Διότι, αν μη τι άλλο, μεταθέτει την πολιτική ευθυξία στην δικαστική αρμοδιότητα. Εντάσσει την ευθύνη της Πολιτικής στην κρίση της Δικαιοσύνης.... |
Comments