Tης Μαριας Κατσουνακη Το καλοκαιρινό τοπίο της Πάρνηθας πρόβαλε μια τραγωδία και πολλά πάθη. Οι ιστορίες που κυκλοφόρησαν ως ανέκδοτα για τους θαμώνες του καζίνο φρόντιζαν απλώς να τονίσουν το μέγεθος μιας διπλής καταστροφής: φυσικής και ηθικής. Τότε, ακόμη, με νωπές τις μνήμες, κάποιοι αναρωτιόντουσαν πώς είναι δυνατόν να καίγεται ο τόπος και οι εναπομείναντες παίκτες να ζητούν από τον γκρουπιέρη να μην ασχολείται με το τι συμβαίνει έξω αλλά να κοιτάει τη δουλειά του. Οι γελοιογραφίες και τα σκίτσα προσπάθησαν να εκτονώσουν την κοινωνική ψυχρολουσία. Αυτές τις μέρες, που ο τζόγος βρίσκεται στο αποκορύφωμά του, στις φιλικές συζητήσεις επανέρχονται οι «ιστορίες της Πάρνηθας» για όσους, εκτός παιχνιδιού, προσπαθούν να προσεγγίσουν ή να κατανοήσουν την «ψυχολογία του παίκτη». Και η αλήθεια είναι ότι πολλά ακούγονται και καταγράφονται. Ενα είναι βέβαιο: δεν μπορεί να κρίνει το πάθος, κανείς, με ηθικούς, χριστιανικούς, όρους. Το πρέπει - δεν πρέπει χωράει μόνο για να καθησυχάζουμε τις δικές μας συνειδήσεις. «Οσο κι αν φαίνεται γελοίο να περιμένω μια σημαντική μεταβολή στη ζωή μου από τη ρουλέτα, όμως μου φαίνεται ακόμα πιο γελοία η ιδέα που επικρατεί και που τήνε παραδέχονται όλοι, πως τάχα είναι κουταμάρα και τρέλα να περιμένεις κάτι από τα τυχερά παιχνίδια. Και στο κάτω - κάτω της γραφής γιατί τάχα νάναι το παχνίδι το χειρότερο μέσο για να κερδίσεις λεφτά; Μπορεί να κερδίζει από τους εκατό μονάχα ο ένας, όμως εμένα τι με νοιάζει γι’ αυτό;». Στον ντοστογιεφσκικό «Παίκτη» θα απαντούσε η περσινή νικήτρια του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Πόκερ, που μέσα από τις σελίδες του «Economist» σχολιάζει: «Τα μετρητά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μάρκες, το εργαλείο της συναλλαγής. Το παιχνίδι είναι για τα λεφτά αλλά δεν έχει να κάνει καθόλου με τα λεφτά». Και εδώ, αρχίζει η σύγχυση: τα στοιχήματα, στα 13 χρόνια που λειτουργούν ιδιωτικά καζίνο στη χώρα μας, ξεπέρασαν τα 21,5 δισ. ευρώ και ο τζίρος ανήλθε στα 5,5 δισ. ευρώ («Κ» 22/12). Το Διαδίκτυο επεξέτεινε την αγορά, προσελκύοντας παίκτες και αυξάνοντας τα κέρδη. «Το πόκερ διεκδικεί το μεγαλύτερο μερίδιο του τζόγου στο Ιντερνετ με παγκόσμιο τζιρο 15 δισ. δολάρια για το 2006, ποσό που υπολογίζεται να φτάσει τα 20 δισ. δολ. το 2007» («Economist»). Το κανάλι που μεταδίδει παιχνίδια πόκερ σημειώνει τη μεγαλύτερη τηλεθέαση στην Αμερική αμέσως μετά τους αγώνες αυτοκινήτων και μπάσκετ. Η πληθώρα σχετικών βιβλίων, μπλογκς και dvd δίνει τη δυνατότητα στους νεοεισερχόμενους να μάθουν την τέχνη πολύ πιο εύκολα και γρήγορα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ο Στιβ Μακ Κουίν ως Cincinnati Kid («Χαρτοπαίκτης»), μοιάζει μάλλον με ρομαντική εκδοχή του σύγχρονου τηλε-παίκτη. Η εμμονική σχέση του πρώτου με το αντικείμενο δεν έχει καμία σχέση με τη λαϊφσταϊλάτη παρουσία του δεύτερου. Χορεύει, χειροκροτεί, εκδηλώνεται, δακρύζει, απογοητεύεται, χοροπηδάει. Μετατρέπει το παιχνίδι σε θέαμα. Αν ο Στιβ Μακ Κουίν είναι καλτ ήρωας για τους κινηματογραφόφιλους, ο περιστασιακός τηλε-παίκτης απασχολεί κυρίως τα μηχανάκια της AGB. Τα στερεότυπα και τα αναμασήματα περί «εθισμού» και «διαγνωσμένου ψυχικού προβλήματος» έχουν δώσει τη θέση τους σε μια τεράστια ανθηρή βιομηχανία, από τη μια, με ασύλληπτα κέρδη και στον «εικονικό» τζογαδόρο, από την άλλη. Οι τηλεθεατές μοιράζονται την αγωνία του, δανείζονται λίγη από την αδρεναλίνη του, συντονίζονται με τις επιλογές του, αναζητούν μια χαλαρή σχέση με την πραγματικότητα. Με εικονικό ρίσκο φαντασιώνουν τρόπους αιφνίδιου πλουτισμού. Δύο αιώνες πίσω, ο ντοστογιεφσκικός ήρωας, εξομολογείται τις δικές του αντιφάσεις: «…Δε βλέπω καμιά βρωμιά στον πόθο να κερδίσει κανείς σύντομα ένα μεγάλο ποσό· όμως πάντα μου φαινότανε γελοίος ο συλλογισμός κάποιου μπουχτισμένου και βαθύπλουτου και ηθικολόγου, που στη δικαιολογία ενός: πως “παίζει μικρό παιχνίδι”, είπε: “ακόμα χειρότερο, γιατί αυτό δείχνει μικροπλεονεξία”. Λες κι έχει κάποια διαφορά η μια πλεονεξία από την άλλη! Αυτό είναι ζήτημα αναλογίας και σχετικότητας. Εκείνο που για τον Ρότσιλδ είναι τιποτένιο, για μένα είναι σημαντικό…». Η ψευδοδημοκρατία της τσόχας, λοιπόν. Εκεί, που για κάποιες ώρες ο επιχειρηματίας και ο μισθοσυντήρητος μπορούν να συνυπάρξουν επί ίσοις όροις. Να ξεγελάσουν τις διαφορές τους και να αισθανθούν ισότιμα μέρη του ίδιου συστήματος. Να βυθιστούν, να αφιερωθούν, να παρατηρήσουν, να ψυχολογήσουν, να επηρεάσουν την τύχη τους και την τύχη των συνοδοιπόρων τους. Το πρωί της επόμενης μέρας μόνο η κούραση θα είναι κοινή. Η καθημερινότητα αναλαμβάνει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να αποκαταστήσει τη διασαλευμένη αλήθεια. Παίζουμε για να παίζουμε, για να ξεχάσουμε, για να υπάρξουμε, για να κατανοήσουμε. Μα, πάνω απ’ όλα, παίζουμε για να αντέξουμε. |
Comments