νησιά με θέα τους γαλαξίες ./καθημερινή
«Πες πως όλα τελείωσαν για σένα στην πόλη που ζεις και πρέπει να φύγεις. Να βρεις έναν τόπο μακρινό όπου δεν θα σε ξέρει κανείς και δεν θα ξέρεις κανέναν, όπου κανείς δεν θα μπορεί να σε βρει, ούτε καν τα ερείπια που αφήνεις πίσω σου. Ποιον τόπο θα διάλεγες;», ρώτησα τον Φρόντι, που κάτι τέτοιες ερωτήσεις τις απαντά ή με μια βαθιά σιωπή ή με μια βαθιά «βουτιά» στο πέλαγος που αφρίζει μέσα του, και τότε οι λέξεις ξεπηδάνε από το στόμα του με την ορμή και τη δροσιά του μελτεμιού. Περίμενα το πρώτο, αλλά εντελώς αναπάντεχα μου ήρθε το δεύτερο. «Θα πήγαινα στους Αρκιούς, ένα μικρό νησί ανατολικά από την Πάτμο. Γύρω τριγύρω τους, σαν περιδέραιο, μια ντουζίνα από νησίδες και θαλασσόβραχοι. Από πάνω τους, ένα παράθυρο που κάθε βράδυ μένει ορθάνοιχτο με θέα στους γαλαξίες...». Οση ώρα μου μίλαγε, είχα ανοιχτό τον χάρτη της Terrain και κοίταζα τις λεπτομέρειες του θαλασσινού μυστικού του Φρόντι. Να η παραλία Τηγανάκια, στη νότια άκρη του νησιού, όπου βρέθηκαν νεολιθικά εργαλεία και κεραμικά. Στο κέντρο της δυτικής ακτής, τα λιγοστά σπίτια του μοναδικού οικισμού, όπου ζουν οι 45 μόνιμοι κάτοικοι. Εδώ, στο βάθος του υπήνεμου φιόρδ, δένουν τις ψαρόβαρκές τους, και υπάρχει πάντα χώρος για να δένουν και τα σκάφη των λιγοστών επισκεπτών. Στον χαμηλό λόφο δίπλα στην ακτή, δυτικά από τον οικισμό, τα ερείπια του κάστρου που έχτισαν οι Μιλήσιοι άποικοι τον 4ο αιώνα π.Χ. και που ξανάχτισαν οι Βυζαντινοί. Στη βόρεια άκρη του νησιού, το μισοδιαλυμένο κτίριο του φυλάκιου που έχτισαν οι Ιταλοί κατακτητές. Το μήκος τους δεν ξεπερνάει τα έξι χιλιόμετρα και το πλάτος τους σε κανένα σημείο δεν είναι μεγαλύτερο από δύο χιλιόμετρα. Τους κάνεις βόλτα σε λίγες ώρες. Αυτοκίνητα δεν υπάρχουν βέβαια. Στους λιγοστούς τσιμεντόδρομους και χωματόδρομους οι άνθρωποι κυκλοφορούν με τα πόδια. Η πιο ψηλή κορυφή τους είναι μόλις 115 μέτρα, αλλά όλες οι πεζοπορίες γίνονται σε επίπεδους δρόμους και μονοπάτια, γι’ αυτό είναι ξεκούραστες και πολύ ευχάριστες. Τι άλλο μπορεί να χωρέσει σε 6,6 τετ. χλμ. εδάφους; Μόλις δέσαμε το σκάφος και βγήκαμε στη στεριά, ανακάλυψα, ένα ένα, όλα αυτά που κάνουν τους Αρκιούς έναν παράδεισο φτιαγμένο από τη φύση αλλά και τους ανθρώπους που κατοικούν εδώ. Πρώτα πρώτα, η ταβέρνα του Μανώλη του Τρύπα, όπου πρέπει να απεκδυθείς το ιμάτιο του δήθεν και να αφήσεις το προσωπείο στην εξώπορτα, αλλιώς δεν μπαίνεις. Ο Μανώλης σερβίρει ως σπεσιαλιτέ τον ίδιο του τον εαυτό, μετουσιωμένο σε ρεβίθια φούρνου, κατσικάκι ντόπιο στη γάστρα, μυζήθρα δικιά του σαγανάκι, κολοκυθοκεφτέδες με κολοκύθια από το μποστάνι του, σουπιά κρασάτη και ένα ψαράκι μαριναρισμένο με τη δική του μυστική μαρινάδα. Στην άλλη μεριά της πλατείας η ταβέρνα του Νικόλα του Κάβουρα, κι αυτή με δεκάδες γευστικούς πειρασμούς. Λίγο πιο πάνω, η ταβέρνα της Αγγελινιώς, στην ησυχία και τη δροσιά. Δίπλα στο λιμάνι, το «Φαληράκι». Ενα μαγαζί που έφτιαξαν το 2010 ο Γιώργος και η Σωτηρία Μελιανού, από μόνο του αιτία για να έρθει κανείς στους Αρκιούς. Κέντρο της κίνησης, στέκι από νωρίς το πρωί ώς αργά το βράδυ. Είναι καφετέρια, μπαρ και κατάστημα με εξαιρετικά καλόγουστα είδη δώρων. Στεγάζεται σε ένα υπέροχο πέτρινο κτίριο, παλιά αποθήκη, που την επισκεύασε σιγά σιγά ο κύριος Γιώργος ιδίοις χερσί μετατρέποντας ένα ερείπιο σε στολίδι. Από τα χέρια της κυρίας Σωτηρίας είναι τα γλυκά και τα άλλα εδέσματα που μπορείτε να παραγγείλετε με τον καφέ ή το ποτό σας. Οι επισκέπτες που φτάνουν ώς εδώ με τα σκάφη τους συνήθως κοιμούνται μέσα σ’ αυτά, γι’ αυτούς όμως που έρχονται με το πλοίο της γραμμής υπάρχουν καμιά πενηνταριά ενοικιαζόμενα δωμάτια. Αυτά που ξεχωρίζουν είναι τα τέσσερα πέτρινα σπίτια της Ευδοκίας Καρατζά (6970-020.797), τα σπίτια της Καίτης Δεσύλλα με τον καταπράσινο κήπο (22470-32.230), του Λευτέρη Ηλιού (22470-32.371) και του Στέφανου Μελιανού (6977-773.693). Κορυφαία επιλογή Η ηρεμία, η ομορφιά του τοπίου, οι ξεχωριστοί άνθρωποι, το εξαιρετικό φαγητό, ήξερα ότι δεν ήταν αρκετοί λόγοι για να είναι οι Αρκιοί η κορυφαία επιλογή του Φρόντι. Κάτι άλλο υπήρχε. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, κάθομαι στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι στη γειτονική νησίδα Μαράθι όπου αράξαμε για να περάσουμε το βράδυ. Τον βλέπω στην παραλία, με ένα θαλασσόξυλο στο χέρι, να σκαλίζει λέξεις στην άμμο, εκεί που σκάει το κυματάκι. Ξεκίνησε από τη μια άκρη της παραλίας και έφτασε σιγά σιγά ώς την άλλη. Μέχρι να τελειώσει μια πρόταση είχε σβηστεί η προηγούμενη. Οταν επιτέλους ήρθε στο τραπέζι, τον ρώτησα. «Πες μου λοιπόν, γιατί έχουν μπει οι Αρκιοί στην καρδιά σου;». «Την απάντηση την πήρε η θάλασσα...», μου είπε χαμογελώντας. |
Comments