επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα
Κεφαλονίτικα ανέκδοτα
Συζητούν τρεις παπάδες, ένας από το Αγιο όρος, ένας από την Αθήνα και ένας Κεφαλονίτης για το πως κατανέμουν τα έσοδα των εκκλησιών τους.
Λέει ο παπάς από το Αγιο όρος:
«Εγώ Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα και όσα έρθουν κορώνα είναι του Θεού και τα δίνω για τις ανάγκες της εκκλησίας και όσα έρθουν γράμματα είναι δικά μου».
Λέει ο Αθηναίος παπάς:
«Και εγώ πετάω τα νομίσματα στον αέρα και όσα σταθούν όρθια είναι του Θεού και της εκκλησίας, όσα πέσουν στο πλάι (κορώνα ή γράμματα) είναι σαφώς δικά μου».
Και στο τέλος ο Κεφαλονίτης ο παπάς:
«Εγώ κύριοι συνάδελφοι κάνω το ίδιο που κάνετε και εσείς με πιο απλές διαδικασίες για να μη χάνουμε και χρόνο. Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα. Όσα θέλει τα κρατάει ο Θεός και όσα πέσουν κάτω είναι δικά μου!»
Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που ξεμονάχιασαν, κάπου σ' ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ' αυτά τα μυστήρια με τα τζίνια. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι.
«Έχετε ο καθένας από μια ευχή, θα σας την πραγματοποιήσω και μετά φεύγω», λέει το τζίνι.
Ο Λευκαδίτης λέει:
«Ψαράς είμ' εγώ, ψαράς είν' ο πατέρας μου, ψαράς ήταν κι ο παππούς μου κι ο γιος μου ψαράς θα γίνει κι αυτός. Θέλω να γεμίσουν οι ωκεανοί και τα πέλαγα με ψάρια».
«Έγινε», λέει το τζίνι και πραγματοποιήθηκε η ευχή.
Ο Κερκυραίος, έκθαμβος, λέει:
«Θέλω ένα τείχος γύρω απ' όλη την Κέρκυρα, έτσι που τίποτα να μη μπορεί να μπει μέσα.»
Μ' ένα κροτάλισμα των δακτύλων, το τζίνι πραγματοποιεί κι αυτήν την ευχή.
Ο Κεφαλλονίτης ρωτάει:
«Δε μου το ξαναλές αυτό το περί τείχους;»
«Να, είναι γύρω στα πενήντα μέτρα ψηλό, 20 μέτρα φαρδύ και τίποτα δεν μπορεί ούτε να μπει ούτε να βγει από 'κεί», του λέει το τζίνι.
«Εν τάξει», λέει ο Κεφαλλονίτης. «Γέμισέ το νερό τώρα!»
Κάποιο απόγιομα, κάνοντας την περαντζάδα του ο Ανδρέας Λασκαράτος στο Ληξούρι, πέρασε κάτω από το σπίτι του σιορ Γερασιμάκη, φανατικού εχθρού του, μια και ο ποιητής τον είχε βάλει πόστα πολλές φορές με τις Λυχνιές του (άρθρα στην εφημερίδα του «Ο Λύχνος»). Θέλοντας λοιπό ο σιορ Γερασιμάκης να πάρει το αίμα του πίσω κογιονάροντας το σιορ Αντρέα του πέταξε δυο κέρατα. Ο σιορ Αντρέας, χωρίς να τα χάσει, του απάντησε: «Ε! σιορ Γερασιμάκη, πρόσεχε ωρέ ότα χτενίζεσαι!»
Ο σιορ Αντρέας Λασκαράτος είχε ένα σέμπρο στα φέουδά του, το Μπάμπη. Ο Μπάμπης πήαινε στο Αργοστόλι για να πουλήσει ό,τι έβγανε το χτήμα. Ένα πρωΐ το λοιπό, εκεί που περίμενε τη βεζίνα για να γυρίσει στο Ληξούρι, βλέπει να περνάει ο σιορ Παναγάκης, άλλο θύμα του Λύχνου και του σιορ Αντρέα. Μόλις βλέπει ο Παναγάκης το Μπάμπη κοντοσταματάει και του λέει:
«Μπάμπη, πας για το Ληξούρι;»
«Ναίσκε σιορ Παναγάκη μου».
«Θα μου κάμεις ωρέ ένα θέλημα;»
«Μετά χαράς, ορίστε».
«Εκεί που θα πας, θέλω να δώκεις στον αφέντη σου ένα φάσκελο ξεμυτιστό».
«Δε μου λες σιορ Παναγάκη, άμα δεν έβρω το σιορ Αντρέα, να στο φέρω πίσω;»
Κάποιος φανατικός εχθρός του Λασκαράτου, θέλοντας να τον κογιονάρει, επήε κι αγόρασε ένα κουτί γλυκά να του τα κάμει δώρο. Αντί όμως για τα γλυκά, έστειλε στο σιορ Αντρέα το κουτί γεμάτο ακαθαρσίες. Ο σιορ Αντρέας χωρίς και πάλι να τα χάσει του έστειλε μια ωραιότατη ανθοδέσμη από τον κήπο του και μια κάρτα που έγραφε: «Ό,τι έχει ο καθένας, χαρίζει».
Πήγε ο Γεράσιμος στο παζάρι τση Κέρκυρας και εθαύμαζε ένα αηδόνι.
«Πάρτο να σου κελαηδάει», του λέει ο Σπυράκης που το πουλούσε.
Με τα πολλά, συμφώνησαν να το ανταλλάξουν για 4 τάλαρα. Παίρνει ο Γεράσιμος το αηδόνι, κι ανεβαίνει στο παπόρο να επιστρέψει στην Κεφαλονιά. Πάει κι ο Σπυράκης στο μόλο και του φωνάζει:
«Αμα κελαηδήσει τ’ αηδόνι Μεμά να με φτύσεις!»
«Κι άμα τα τάλαρα είναι τάλαρα κι εμένα να με φτύσεις ωρέ Σπυράκη!» του απαντάει ο Κεφαλονίτης.
Τάμα έκανε στο Αγιο η κυρά Μαριάνθη, άμα γιάνει ο άρρωστος άντρας της, να πάει ποδαράτη από το Αργοστόλι μέχρι το μοναστήρι, με ρεβύθια μέσα στα παπούτσια της. Γίνεται καλά ο συμβίος κι εκείνη πρέπει να εκτελέσει το τάμα. Τη βλέπουνε οι συγχωριανοί και απορούνε:
«Πως κόβεις δρόμο τόσο εύκολα με ρεβύθια στα πατούμενά σου;»
«Είπα ότι θα βάλω μέσα ρεβύθια, μόνο δεν είπα άμα θα ‘ναι ωμά ή βρασμένα», τους απαντά εκείνη.
πηγή: kefalonia net
lornion.blogspot.com
Συζητούν τρεις παπάδες, ένας από το Αγιο όρος, ένας από την Αθήνα και ένας Κεφαλονίτης για το πως κατανέμουν τα έσοδα των εκκλησιών τους.
Λέει ο παπάς από το Αγιο όρος:
«Εγώ Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα και όσα έρθουν κορώνα είναι του Θεού και τα δίνω για τις ανάγκες της εκκλησίας και όσα έρθουν γράμματα είναι δικά μου».
Λέει ο Αθηναίος παπάς:
«Και εγώ πετάω τα νομίσματα στον αέρα και όσα σταθούν όρθια είναι του Θεού και της εκκλησίας, όσα πέσουν στο πλάι (κορώνα ή γράμματα) είναι σαφώς δικά μου».
Και στο τέλος ο Κεφαλονίτης ο παπάς:
«Εγώ κύριοι συνάδελφοι κάνω το ίδιο που κάνετε και εσείς με πιο απλές διαδικασίες για να μη χάνουμε και χρόνο. Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα. Όσα θέλει τα κρατάει ο Θεός και όσα πέσουν κάτω είναι δικά μου!»
Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που ξεμονάχιασαν, κάπου σ' ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ' αυτά τα μυστήρια με τα τζίνια. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι.
«Έχετε ο καθένας από μια ευχή, θα σας την πραγματοποιήσω και μετά φεύγω», λέει το τζίνι.
Ο Λευκαδίτης λέει:
«Ψαράς είμ' εγώ, ψαράς είν' ο πατέρας μου, ψαράς ήταν κι ο παππούς μου κι ο γιος μου ψαράς θα γίνει κι αυτός. Θέλω να γεμίσουν οι ωκεανοί και τα πέλαγα με ψάρια».
«Έγινε», λέει το τζίνι και πραγματοποιήθηκε η ευχή.
Ο Κερκυραίος, έκθαμβος, λέει:
«Θέλω ένα τείχος γύρω απ' όλη την Κέρκυρα, έτσι που τίποτα να μη μπορεί να μπει μέσα.»
Μ' ένα κροτάλισμα των δακτύλων, το τζίνι πραγματοποιεί κι αυτήν την ευχή.
Ο Κεφαλλονίτης ρωτάει:
«Δε μου το ξαναλές αυτό το περί τείχους;»
«Να, είναι γύρω στα πενήντα μέτρα ψηλό, 20 μέτρα φαρδύ και τίποτα δεν μπορεί ούτε να μπει ούτε να βγει από 'κεί», του λέει το τζίνι.
«Εν τάξει», λέει ο Κεφαλλονίτης. «Γέμισέ το νερό τώρα!»
Κάποιο απόγιομα, κάνοντας την περαντζάδα του ο Ανδρέας Λασκαράτος στο Ληξούρι, πέρασε κάτω από το σπίτι του σιορ Γερασιμάκη, φανατικού εχθρού του, μια και ο ποιητής τον είχε βάλει πόστα πολλές φορές με τις Λυχνιές του (άρθρα στην εφημερίδα του «Ο Λύχνος»). Θέλοντας λοιπό ο σιορ Γερασιμάκης να πάρει το αίμα του πίσω κογιονάροντας το σιορ Αντρέα του πέταξε δυο κέρατα. Ο σιορ Αντρέας, χωρίς να τα χάσει, του απάντησε: «Ε! σιορ Γερασιμάκη, πρόσεχε ωρέ ότα χτενίζεσαι!»
Ο σιορ Αντρέας Λασκαράτος είχε ένα σέμπρο στα φέουδά του, το Μπάμπη. Ο Μπάμπης πήαινε στο Αργοστόλι για να πουλήσει ό,τι έβγανε το χτήμα. Ένα πρωΐ το λοιπό, εκεί που περίμενε τη βεζίνα για να γυρίσει στο Ληξούρι, βλέπει να περνάει ο σιορ Παναγάκης, άλλο θύμα του Λύχνου και του σιορ Αντρέα. Μόλις βλέπει ο Παναγάκης το Μπάμπη κοντοσταματάει και του λέει:
«Μπάμπη, πας για το Ληξούρι;»
«Ναίσκε σιορ Παναγάκη μου».
«Θα μου κάμεις ωρέ ένα θέλημα;»
«Μετά χαράς, ορίστε».
«Εκεί που θα πας, θέλω να δώκεις στον αφέντη σου ένα φάσκελο ξεμυτιστό».
«Δε μου λες σιορ Παναγάκη, άμα δεν έβρω το σιορ Αντρέα, να στο φέρω πίσω;»
Κάποιος φανατικός εχθρός του Λασκαράτου, θέλοντας να τον κογιονάρει, επήε κι αγόρασε ένα κουτί γλυκά να του τα κάμει δώρο. Αντί όμως για τα γλυκά, έστειλε στο σιορ Αντρέα το κουτί γεμάτο ακαθαρσίες. Ο σιορ Αντρέας χωρίς και πάλι να τα χάσει του έστειλε μια ωραιότατη ανθοδέσμη από τον κήπο του και μια κάρτα που έγραφε: «Ό,τι έχει ο καθένας, χαρίζει».
Πήγε ο Γεράσιμος στο παζάρι τση Κέρκυρας και εθαύμαζε ένα αηδόνι.
«Πάρτο να σου κελαηδάει», του λέει ο Σπυράκης που το πουλούσε.
Με τα πολλά, συμφώνησαν να το ανταλλάξουν για 4 τάλαρα. Παίρνει ο Γεράσιμος το αηδόνι, κι ανεβαίνει στο παπόρο να επιστρέψει στην Κεφαλονιά. Πάει κι ο Σπυράκης στο μόλο και του φωνάζει:
«Αμα κελαηδήσει τ’ αηδόνι Μεμά να με φτύσεις!»
«Κι άμα τα τάλαρα είναι τάλαρα κι εμένα να με φτύσεις ωρέ Σπυράκη!» του απαντάει ο Κεφαλονίτης.
Τάμα έκανε στο Αγιο η κυρά Μαριάνθη, άμα γιάνει ο άρρωστος άντρας της, να πάει ποδαράτη από το Αργοστόλι μέχρι το μοναστήρι, με ρεβύθια μέσα στα παπούτσια της. Γίνεται καλά ο συμβίος κι εκείνη πρέπει να εκτελέσει το τάμα. Τη βλέπουνε οι συγχωριανοί και απορούνε:
«Πως κόβεις δρόμο τόσο εύκολα με ρεβύθια στα πατούμενά σου;»
«Είπα ότι θα βάλω μέσα ρεβύθια, μόνο δεν είπα άμα θα ‘ναι ωμά ή βρασμένα», τους απαντά εκείνη.
πηγή: kefalonia net
lornion.blogspot.com
Comments