Εφυγε ο καλύτερος άνθρωπος
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ: Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ
Αντίο, καλέ µου άνθρωπε
Χάσαµε τον καλό µας άνθρωπο – η πρώτη µας σκέψη. Κι όµως, ο ίδιος ο Θανάσης δεν οικειοποιήθηκε ποτέ αυτόν τον χαρακτηρισµό: τον απέτεινε µονίµως σ’ εµάς
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΑΚΗΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τετάρτη 4 Μαΐου 2011
«Ισως θα έπρεπε να σβηστεί η φράση “καλός άνθρωπος” από τα λεξικά και να αντικατασταθεί µε το ονοµατεπώνυµο “Θανάσης Βέγγος”», µας λέει ο Γιάννης Σολδάτος, συγγραφέας του βιβλίου «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» (και σκηνοθέτης του οµώνυµου ντοκιµαντέρ). «Με τον θάνατο του Θανάση σβήνει ένας µύθος. Και η συγκυρία δεν θα µπορούσε να είναι χειρότερη. Τον περιµέναµε βέβαια τον θάνατο του Θανάση, όπως κάποιοι περιµένουν και τον θάνατο της χώρας...».
Ακούγοντας τα λόγια του,αµέσως θυµάται κανείς τη µικρή του εµφάνιση στο «Βλέµµα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. «Η Ελλάδα πεθαίνει», λέει στον Χάρβεϊ Καϊτέλ, «πεθαίνουµε σαν λαός, κάναµε τον κύκλο µας. ∆εν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάµεσα σε σπασµένες πέτρες και αγάλµατα. Πεθαίνουµε. Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα, γιατίη αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο...».
Η αγωνία µας για τηζωή του κρατούσε πολλούς µήνες τώρα, όταν πρωτοακούστηκαν τα σοβαρά προβλήµατα της υγείας του.Τα κανάλια, από την άλλη, δεν µας βοµβάρδισαν µε καθηµερινέςανταποκρίσεις από τον Ερυθρό.Κι εµείς δεν το απαιτήσαµε: δεν το κουβεντιάζαµε καν µεταξύ µας. Συντηρούσαµε έτσι την ελπίδα ότι, δεν µπορεί, θα αναρρώσει. Και οι δυο έσβησαν µαζί, χθες το πρωί.
20 ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΤΑΚΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΒΕΓΓΟΥ
Θανάσης Βέγγος - Τα καλύτερα του
ΒΕΓΓΟΣ: Σκηνές ανθολογίας!
Ο Θανάσης γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1926 µε γονείς την Ευδοκία και τον Βασίλη. Ηταν µοναχοπαίδι και, όπως συνήθως συµβαίνει, οι δικοί του τον περιέβαλαν µε την αγάπη τους. Ο Βασίλης Βέγγος δούλευε στην Εταιρεία Ηλεκτρισµού του Φαλήρου. Σύµφωνα µε µαρτυρίες, ήταν αυτός που την έσωσε από βέβαιη καταστροφή όταν οι Γερµανοί αποφάσισαν να τηνανατινάξουν και, ευτυχώς, το ελληνικό κράτος τον αντάµειψε δεόντως:τον απέλυσε λόγω πολιτικών φρονηµάτων. Τότε, ο Θανασάκης θα βγει στη γύρα, κυνηγώντας ένα γρήγορο µεροκάµατο, πρώτα σε βυρσοδεψεία καιµετά όπου µπορούσε. Οπως και ο πατέρας του όµως, έτσι και ο ίδιος θα κυνηγηθεί, για να«βρεθεί» εξόριστος στη Μακρόνησο κάποια χρόνια αργότερα.
«Τον αγάπησα από την πρώτη στιγµή που τον είδα, κουρελή φαντάρο στο Μακρονήσι, και τον αγαπάω ακόµη και τώρα, σεµνά καθισµένο στη δόξα που δίκαια κατέκτησε», θα πει γι’ αυτόν, πολύ αργότερα, ο Νίκος Κούνδουρος: ο Βέγγος θα κάνει την πρώτη του κινηµατογραφική εµφάνιση στη «Μαγική πόλη», ντεµπούτο του σκηνοθέτη, παραγωγής 1955: πωλητής λεµονιών στη λαχαναγορά. Με το όνοµα «Θανάσης». Θα µπορούσε κάποιος να πει πως παίζει τον εαυτό του από την πρώτη κιόλας ταινία του, όπως αναφέρει ο Γιάννης Σολδάτος στο βιβλίο του, απ’ όπου και το παρακάτω απόσπασµα:
«Στα ασφυκτικά πλαίσιατης φαρσοκωµωδίας, µα κι έξω από όλα αυτά, σαν δαιµονική φιγούρα που διασχίζει ασταµάτητα το κινηµατογραφικό κάδρο, ο Θανάσης Βέγγος σήκωσε στην πλάτη το µαρτύριο του θεατή του. Επαιξαν µαζί τον ρόλο του θύµατος. Και το αποτέλεσµα; Η εξοικείωση µε τη συµφορά, που για µία ακόµη φορά καραγκιοζοποιήθηκε κι από παράγοντας δεινών έγινε παράγοντας γέλιου. Ο Βέγγος, παίζοντας τον ρόλο του στη σύγχρονη τραγωδία, έγινε ο κλόουν της Ιστορίας µας ο πιο αγαπητός, που σκορπίζει το γέλιο στα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν, µήπως και καταφέρουν να επιβιώσουνέστω και λαθραία, έστω και στον ύπνο τους, µέσα στ’ όνειρο, στην οθόνη του κινηµατογράφου».
Σήκωσε στην πλάτη το µαρτύριο του θεατή του, γράφει ο Γ. Σολδάτος. Επαιξανµαζί τον ρόλο του θύµατος
Σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Τζέρι Λιούις και τον Λουί ντε Φινές
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕΣ στη µεγάλη – και µετέπειτα στη µικρή – οθόνη δεν διέφερε στο παραµικρό από αυτό που εισέπραττες από τον ίδιο.
Να λοιπόν που, µε τον Θανάση µας, ακόµη και το θέαµα το ίδιο δεν µπορούσε να µας παραµυθιάσει. Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι ο Βέγγος απλώς µετέφερε την «αδούλευτη» περσόνα του στο πανί. Ο ήρωας Θανάσης δεν έχει προηγούµενο ούτε «επόµενο» στο ελληνικό σινεµά και αν κάποιος βαλθεί να αναζητήσει µια κάποια αναλογία του στο παγκόσµιο φιλµικό τερέν, θα οδηγηθεί σε µερικές σπανιότατες περιπτώσεις: του Λουί Ντε Φινές, του Ζακ Τατί, του Χάρολντ Λόιντ, του Τζέρι Λιούις, του Τσάρλι Τσάπλιν. Των ηρώων δηλαδή που τρέχουν, αγωνιούν, ιδροκοπούν, µε µόνο τους καηµό την ένταξή τους. Των ηρώων που ακόµη και ο περιβάλλων χώρος τούς αποβάλλει. Τοίχοι, καρέκλες, αυτοκίνητα, καράβια, σπίτια, κοινωνίες, πατρίδες, όλα τούς διώχνουν και αυτοί κάνουν µεταβολή µόνο και µόνο για να πάρουν µεγαλύτερη φόρα και προσκρούουν ξανά.
Από τη µικρήτου εµφάνιση στον «∆ράκο», την εξασφάλιση της άδειας άσκησης επαγγέλµατος – που πήρε το 1959 δίχως να έχει αποφοιτήσει από καµιά σχολή, ως εξαιρετικό ταλέντο – µέχρι τις απανωτές σφαλιάρες του «Ηλία του 16ου» και τις ξέφρενες φάρσες των αρχών της δεκαετίας του ‘60, ο Θανάσης Βέγγος θα βρεθεί πίσω από την κάµερα το 1967. Κι εκεί, η κωµική φιγούρα του θα απογειωθεί.
Ο Θου - Βου, η χαβούζα και οι ήσυχες µέρες
Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΤΑΙΝΙΑ: «Τρελός, παλαβός και Βέγγος». Προσέξτε τον τίτλο: το «Βέγγος» χρησιµοποιείται ως επίθετο, όπως ακριβώςο «τρελός» και ο «παλαβός». Γίνεται δηλαδή στοιχείο της γλώσσας µας, της γραµµατικής µας, της εθνικήςµας ταυτότητας. Τον χτυπά στο κεφάλι ένα... καζανάκι. Τη µέρα του γάµου του. Και αυτός παθαίνει αµνησία και εξαφανίζεται. Εκείνη τη στιγµή, από το πουθενά, ένας γιατρός εµφανίζεται στην οθόνη και εξηγεί στους θεατές (κοιτάζοντας κατευθείαντην κάµερα) τι έχει συµβεί. Αφηγηµατικά, αυτό δεν υπακούει στους κανόνες οιουδήποτε σύµπαντος, πέραν του κινηµατογραφικού!
Ο Βέγγος λοιπόν έχει µε µια ταινία «µεταλλάξει» δύο εθνικές γραµµατικές: της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού σινεµά! Γιατί, ξαφνικά, η τρέλα εγγράφεται στη «γραµµατική» του κινηµατογράφου µας και εκτοξεύει τον Βέγγο στο πάνθεον των ελλήνων κωµικών. Εκεί έρχεται ο πράκτορας Θου - Βου. Ο Βέγγος έχει πια αντιληφθεί πως το σενάριο είναι απλώς µια πρόφαση, µια αφορµή για να αρθρωθεί µια παρέλαση από gag, από κινηµατογραφικά καλαµπούρια δηλαδή, που τοποθετούνται το ένα µετά το άλλο, δηµιουργώντας µια σειρά αλλεπάλληλων κωµικών εκρήξεων και οδηγούνται σε ένα θεαµατικό τουρτοπόλεµο, αναρχικό κρεσέντο που έρχεται κατευθείαν από την εποχή του βωβού. Και τι θα µπορούσε να ξεπεράσει ένα τέτοιο φινάλε; Ο ίδιος ο θάνατος, που έρχεται στο εκρηκτικό φινάλε του... σίκουελ «Επιχείρησις Γης Μαδιάµ» µε τον Θου - Βου να ίπταται ως άγγελος στους ουρανούς!
Από τον θάνατο αυτό, ο Βέγγος θα επιστρέψει αλλαγµένος. Ισως λιγότερο Βέγγος και περισσότερο Θανάσης – γι’ αυτό και στη ρεκλάµα διαβάζουµε «Τι έκανες στον πόλεµο Θανάση;». «Θανάση», όχι «Βέγγο». Ο Θανάσης εδώ δεν τρέχει µοναχά.
THOU-VOU ΦΑΝΕΡΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ... Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΒΕΓΓΟΣ ΘΟΥ-ΒΟΥ
'ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΘΑΝΑΣΗ''-1
Κάνει και διαλείµµατα. Και στα διαλείµµατά του ψυχορραγεί. Οι θεατές παγώνουν. ∆εν έχουν δει ποτέ τον καλό τους άνθρωπο να κλαίει.
Τοποθετηµένη ιστορικά την περίοδο της γερµανικής κατοχής, βγαίνει στις αίθουσες το 1971 και φυσικά ο κόσµος εισπράττει στο έπακρο το αντικαθεστωτικό της µήνυµα. Κανείς όµως δεν µπορεί να αγγίξει τον Βέγγο που σε µια αποθεωτική τελετή, κερδίζει το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και, µετά τα χρόνια της Κατοχής, ο όρος «εθνικός ήρωας» επιστρέφει στα χείλη των Ελλήνων. Μαζί του και τα χαµόγελα για ένα καλύτερο αύριο. Θα κερδίσει το ίδιο βραβείο για το «Θανάση πάρε τ’ όπλο σου» µόλις την επόµενη χρονιά, ξανά συνεργαζόµενος µε τον Ντίνο Κατσουρίδη. Το ελληνικό σινεµά όµως αργοπεθαίνει και το 1978 θα συναντηθεί µε τον σκηνοθέτη Θόδωρο Μαραγκό. Η κωµική του περσόνα συµπορεύεται µε την αριστερή ιδεολογία του σκηνοθέτη και µαζί, οι δυο τους, κατακτούν τις εµπορικές κορυφές της εποχής µε το «Από πού πάνε για τη χαβούζα;» – πείραµα που θα επαναλάβουν λίγο αργότερα µε το «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι». Στο «Μεγάλο κανόνι» το 1981 θα τα βάλει µε τον νεοναζισµό:
ο γιος του σπουδάζει στη Γερµανία και γίνεται µέλος ναζιστικής νεολαίας – ασύλληπτο για την ελληνική κοινωνία της εποχής να δεχτεί πως, κάτι τέτοιο, θα µπορούσε να «γεννηθεί» µέσα από τα σπλάχνα της. Πώς αλλάζουν οι καιροί… Σύντοµα, ο Βέγγος θα αποσυρθεί από το σινεµά. Θα επιστρέψει στην ελληνική τηλεόραση µε αφορµή την πολύκροτη σειρά «Βεγγαλικά» που γύρισε για την ελληνική τηλεόραση το 1988. Εδώ παρεµβαίνει ο Παντελής Βούλγαρης µε δύο σπονδυλωτές ταινίες:
τις «Ησυχες µέρες του Αυγούστου» και το αριστουργηµατικό «Ολα είναι δρόµος». Ταινίες χαµηλόφωνες, ταπεινές, σαν τον ίδιο. Στην τελευταία, ο Βέγγος πρέπει να κάνει κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ στην καριέρα του: να σηκώσει το όπλο και να πυροβολήσει έναν άνθρωπο. Κατά τη διάρκεια των γυρισµάτων δυσανασχετεί. «Πώς να το κάνω;» αναρωτιέται. Ο σκηνοθέτης του όµως όχι µόνο δεν θα τον «εκθέσει» αλλά, αντιθέτως, θα του χαρίσει έναν από τους µεγάλους ρόλους της καριέρας του. Ενδιαµέσως, ο Αγγελόπουλος του δίνει τον ρόλο του µοναχικού ταξιτζή στο «Βλέµµα του Οδυσσέα» και, στη συνέχεια, ο Βέγγος θα στραφεί στα ιδιωτικά κανάλια – ή, µάλλον, θα στραφούν εκείνα σ’ αυτόν. ∆υστυχώς, το σχέδιο του «Πρόσπερο», της φιλµικής µεταφοράς δηλαδή της σαιξπηρικής «Τρικυµίας» σε σκηνοθεσία ∆ήµου Αβδελιώδη, θα µείνει στα χαρτιά και ο καλός µας άνθρωπος θα κάνει δύο τελευταίες µικρές εµφανίσεις («Ψυχή Βαθιά» - 2009, «Το πέταγµα του κύκνου» - 2011) πριν η ασθένειά του τον καταβάλλει. Με τον θάνατο του κλείνει ένα µεγάλο κεφάλαιο όχι µόνο για τον ελληνικό πολιτισµό, αλλά και για τη συλλογική µας ανθρωπιά την οποία, άθελά του, προάσπιζε.
Ο Βέγγος αντιλήφθηκε από νωρίς πως το σενάριο είναι µια πρόφαση, µια αφορµή για µια παρέλαση από gag
Ο τελευταίος αποχαιρετισµός
Comments