ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΛΕΙΧΟΥΔΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Η συμβολή των αδελφών Λειχούδη στον ρωσικό πολιτισμό είναι κολοσσιαία. Ίδρυσαν, κατά τα σχολαστικά ευρωπαϊκά πρότυπα, την Σλαβο-γραικο-λατινική Ακαδημία, το πρώτο ίδρυμα ανωτάτης παιδείας στη Μεγάλη Ρωσία, δίδαξαν πρώτοι ζωντανές ευρωπαϊκές γλώσσες (νέα ελληνικά και ιταλικά) και κλασικές γλώσσες (αρχαία ελληνικά και λατινικά), έθεσαν τις βάσεις των ανθρωπιστικών σπουδών και συνέγραψαν τα πρώτα εγχειρίδια. Μαθητές τους υπήρξαν μερικοί από τους σημαντικότερους συνεργάτες του Μεγάλου Πέτρου, που στη συνέχεια υλοποίησαν τις μεταρρυθμίσεις του, σύμφωνα με το όραμά του για την είσοδο της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Το όνομα των αδελφών Λειχούδη συνδέεται με την πρώτη προσπάθεια μεταλαμπάδευσης στη Ρωσία του πολιτισμικού και παιδαγωγικού ιδεώδους της Aναγέννησης, με απόλυτη προσήλωση στις πατροπαράδοτες αξίες της ορθοδοξίας.
Η συμβολή των αδελφών Λειχούδη στον ρωσικό πολιτισμό είναι κολοσσιαία. Ίδρυσαν, κατά τα σχολαστικά ευρωπαϊκά πρότυπα, την Σλαβο-γραικο-λατινική Ακαδημία, το πρώτο ίδρυμα ανωτάτης παιδείας στη Μεγάλη Ρωσία, δίδαξαν πρώτοι ζωντανές ευρωπαϊκές γλώσσες (νέα ελληνικά και ιταλικά) και κλασικές γλώσσες (αρχαία ελληνικά και λατινικά), έθεσαν τις βάσεις των ανθρωπιστικών σπουδών και συνέγραψαν τα πρώτα εγχειρίδια. Μαθητές τους υπήρξαν μερικοί από τους σημαντικότερους συνεργάτες του Μεγάλου Πέτρου, που στη συνέχεια υλοποίησαν τις μεταρρυθμίσεις του, σύμφωνα με το όραμά του για την είσοδο της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Το όνομα των αδελφών Λειχούδη συνδέεται με την πρώτη προσπάθεια μεταλαμπάδευσης στη Ρωσία του πολιτισμικού και παιδαγωγικού ιδεώδους της Aναγέννησης, με απόλυτη προσήλωση στις πατροπαράδοτες αξίες της ορθοδοξίας.
Το μνημείο των αδελφών Λειχούδη στη Μόσχα
(Η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε τη δωρεά του μνημείου στην πόλη της Μόσχας και ο διαπρεπής γλύπτης Βιατσεσλάβ Κλίκωφ φιλοτέχνησε το έργο. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν την 31η Μαΐου 2008 από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια, στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψής του στη Μόσχα.)
Οι αδελφοί Ιωαννίκιος (1633-1717) και Σωφρόνιος (1652¬1730) Λειχούδης γεννήθηκαν στην Κεφαλληνία και σπούδασαν στη Βενετία και την Πάδοβα, πλάι σε σπουδαίους διδασκάλους της εποχής, όπως ο Γεράσιμος Βλάχος και ο Αρσένιος Καλούδης. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους επέστρεψαν στην πατρίδα τους, όπου άρχισαν να διδάσκουν. Ακολούθως, για τη συνέχιση του παιδαγωγικού τους έργου, μετέβησαν στην Κεντρική Ελλάδα και τέλος στην Κωνσταντινούπολη, από όπου το έτος 1683, κατόπιν πρωτοβουλίας του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσιθέου (Νοταρά) και με συστατικό γράμμα των τεσσάρων Πρεσβυγενών Πατριαρχών, ξεκίνησαν για τη Μόσχα, σε ανταπόκριση παλαιού αιτήματος τωνρωσικών εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών, για την αποστολή από την Ορθόδοξη Ανατολή λογίων, ικανών να ιδρύσουν ανώτατη σχολή ελληνικής κατεύθυνσης.
Οι αδελφοί Λειχούδη, μετά από σειρά περιπετειών και μακρόχρονης αιχμαλωσίας από τους Τατάρους της Κριμαίας και τους Πολωνούς, έφθασαν στη Μόσχα στις 6 Μαρτίου 1685 και με απόφαση των τσάρων Ιωάννη, Πέτρου και Σοφίας εγκαταστάθηκαν στη Μονή των Θεοφανείων, όπου άρχισαν αμέσως να διδάσκουν τους επτά πρώτους φοιτητές τους, που περιήλθαν σε αυτούς από το σχολείο του ελληνομαθούς ιερομονάχου Τιμοθέου, μια σχολή μέσης εκπαίδευσης που είχε ιδρυθεί το 1681. Οι φοιτητές των αδελφών Λειχούδη έλαβαν τα πρώτα χρήματα για τις σπουδές τους την περίοδο από 1η Ιουλίου έως 1η Σεπτεμβρίου 1685. Η πρώτη αυτή αναφορά στο αρχείο μάς επιτρέπει να θεωρούμε την 1 η Ιουλίου 1685 ως ημερομηνία ιδρύσεως της Σλαβο-γραικο-λατινικής Ακαδημίας, παρότι η ονομασία αυτή εμφανίζεται αργότερα.
Στα δύο χρόνια που η σχολή λειτούργησε στη Μονή των Θεοφανείων, και για το λόγο αυτό είναι γνωστή ως «Σχολή των Θεοφανείων» («Bogojavlenskaja Shkola»), τα μαθήματα παρακολουθούσαν παιδιά πριγκίπων, βογιάρων, κληρικοί, ακόμα και απελευθερωμένοι από τους πειρατές άποροι νέοι. Στη διάρκεια δύο ετών, ο αριθμός των φοιτητών ξεπέρασε τους 120.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής των αδελφών Λειχούδη στη Μόσχα ήταν δύσκολα, καθόσον συνέπεσαν με σκληρές αντιπαραθέσεις της φιλολατινικής και της φιλελληνικής πτέρυγας των εκπροσώπων της Ρωσικής Εκκλησίας. Με την υποστήριξη του Πατριάρχου Ιωακείμ, ξεκίνησαν έναν ανένδοτο συγγραφικό αντιρρητικό αγώνα εναντίον των Ιησουιτών και των φιλικά προς αυτούς προσκειμένων Ρώσων λογίων, με επικεφαλής τον ιερομόναχο Συλβέστρο Μεντβέντεφ. Με το μέρος των Ελλήνων διδασκάλων ετάχθη μερίδα των μοναχών της Μονής των Θαυμάτων του Κρεμλίνου, με επικεφαλής τον ιερομόναχο Ευθύμιο. Οι αντιπαραθέσεις έφθασαν σε ακραία όρια και μετά από σειρά συκοφαντιών, απειλών, ως και άσκησης βίας εκ μέρους του Συλβέστρου και του περιβάλλοντός του, και οι δύο Έλληνες ιερομόναχοι έφθασαν να εκλιπαρούν τις αρχές να τους επιτρέψουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να σώσουν τη ζωή τους. Η προσφορά τους στον τομέα της θεολογικής διαμάχης με τους καθολικούς και τους προτεστάντες, που επιχειρούσαν την περίοδο εκείνη να ενισχύσουν την επιρροή τους στη Ρωσία, είναι ανεκτίμητη. Συνέγραψαν πολλά έργα, που αμέσως μεταφράστηκαν στα ρωσικά από τους μαθητές τους, αντεγράφησαν από ορθόδοξους μοναχούς της εποχής σε δεκάδες κώδικες και χρησιμοποιήθηκαν ως ασπίδα της ορθοδοξίας στη Μοσχοβία επί σειρά ετών.
Υπό τις δυσχερέστατες αυτές συνθήκες, οι αδελφοί Λειχούδη συνέχιζαν τη διδασκαλία τους στην Ακαδημία. Οι μικρότεροι μαθητές παρακολουθούσαν τη «Ρωσική Σχολή», στην οποία δίδασκαν οι Επιμελητές, δύο από τους παλαιότερους, δηλαδή, μαθητές. Στη συνέχεια, οι κατεξοχήν σπουδές, σύμφωνα με το σχολαστικό σύστημα, χωρίζονταν σε τρία επίπεδα. Στο πρώτο, οι φοιτητές μελετούσαν τη γραμματική της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας και τη μετρική, με σκοπό την εγγράμματη σύνθεση κειμένων. Στο δεύτερο επίπεδο διδάσκονταν τη ρητορική, με σκοπό να εξασκηθούν στο κάλλος και την πειστικότητα του γραπτού λόγου. Τέλος, στο τρίτο επίπεδο, ασχολούνταν με τη λογική και τη διαλεκτική κατά τον Αριστοτέλη, για να μπορούν να αναπτύσσουν τα επιχειρήματά τους.
Στο πλαίσιο της διδασκαλίας στην Ακαδημία, οι αδελφοί Λειχούδη βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα ίδια προβλήματα που συνάντησαν και οι Έλληνες λόγιοι που δίδαξαν στα ουμανιστικά πανεπιστήμια της Ιταλίας τον 15° αιώνα και, κυρίως, την έλλειψη εγχειριδίων. Για το λόγο αυτό, συνέθεσαν μία σειρά από έργα: τρεις Γραμματικές της ελληνικής γλώσσας, που διαφέρουν μεταξύ τους στο επίπεδο ανάλυσης της γλώσσας, δύο Γραμματικές της λατινικής γλώσσας, το δοκίμιο «Περί ποιητικής ή μετρικής τέχνης», δύο Ρητορικές (μία του Ιωαννικίου και μία του Σωφρονίου), εγχειρίδιο επιστολογραφίας, Λογική και μία σειρά ακόμα δοκιμίων, αφιερωμένων σε μεμονωμένα ζητήματα γραμματικής ή ανάλυσης έργων του Αριστοτέλη. Ορισμένα από τα έργα αυτά μεταφράστηκαν αμέσως από τους μαθητές τους και διασώζονται παράλληλα με το ελληνικό ή λατινικό πρωτότυπο σε δίγλωσσους κώδικες. Το παιδαγωγικό έργο των αδελφών Λειχούδη παραμένει ανέκδοτο σε δεκάδες χειρόγραφα διάσπαρτα σε όλο τον κόσμο (Μόσχα, Αγία Πετρούπολη, Ιρκούτσκ, Τβερ, Κίεβο, Οδησσός, Αθήνα, Άγιον Όρος, Πάτμος, Λυών, Δρέσδη, Κοπεγχάγη κ.α.).
Ένας ακόμα τομέας στον οποίο διακρίθηκαν οι αδελφοί Λειχούδη, ήταν και οι μεταφράσεις από τα ελληνικά, τα λατινικά και τα ιταλικά στα σλαβικά και τα ρωσικά. Μετέφρασαν σειρά έργων υψίστης σημασίας για τον ρωσικό πολιτισμό, από λειτουργικά κείμενα μέχρι επιστημονικά συγγράμματα. Σημαντικό σημείο στη μεταφραστική τους δραστηριότητα υπήρξε η συμμετοχή του Σωφρονίου Λειχούδη στη διόρθωση της μετάφρασης της Βίβλου στα εκκλησιαστικά σλαβικά, που ξεκίνησε το Ι 7 Ι 2 και ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, το1751, στα χρόνια της τσαρίνας Ελισάβετ, και για το λόγο αυτό είναι γνωστή με το όνομά της: «Η Βίβλος της Τσαρίνας Ελισάβετ».
Ένα από τα σημαντικότερα, αλλά λιγότερο γνωστά σημεία της προσφοράς των αδελφών Λειχούδη στην εξέλιξη του ρωσικού πολιτισμού υπήρξε ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Σωφρόνιος Λειχούδης στη δημιουργία μιας ρωσικής φιλολογικής γλώσσας νέου τύπου. Ο Μέγας Πέτρος θεωρούσε ότι δεν είναι εφικτή η μετάβαση σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος χωρίς τη δημιουργία μιας εθνικής φιλολογικής γλώσσας, που να μη βασίζεται στην εκκλησιαστική σλαβική παράδοση, αλλά στο ζωντανό γλωσσικό όργανο του ρωσικού λαού, κατά τα γνωστά αναγεννησιακά πρότυπα. Έδωσε, λοιπόν, εντολή στον γνωστό φιλόλογο της εποχής και μαθητή των αδελφών Λειχούδη Fedor Polikarpov να μεταφράσει το έργο τουBemardus Varenius «Geographia Generalίs» από τα λατινικά στην απλή ρωσική γλώσσα. Ο Polikarpov εκτέλεσε όσο πιο ευσυνείδητα μπόρεσε την τσαρική εντολή, ωστόσο δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει τα γλωσσικά δεδομένα της εποχής του και παρουσίασε στον τσάρο μία μετάφραση στα εκκλησιαστικά σλαβικά. Ο Πέτρος τού την επέστρεψε χαρακτηρίζοντάς την ως «κακότεχνη» και έδωσε εντολή να την βελτιώσει. Ο Polikarpov απευθύνθηκε στον δάσκαλό του Σωφρόνιο Λειχούδη, ο οποίος είχε βιώσει από την ελληνική εμπειρία του το πώς είναι δυνατόν να γράφει κανείς σε μία γλώσσα που βασίζεται στη ζωντανή γλώσσα. Σε μικρό χρονικό διάστημα, η μετάφραση είχε ολοκληρωθεί. Το έργο αυτό εγκρίθηκε από τον τσάρο και εκδόθηκε. Η «Geographia Generalis» είναι το πρώτο έντυπο βιβλίο στη ρωσική φιλολογική γλώσσα νέου τύπου και το πρώτο βήμα προς την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Μεγάλου Πέτρου στον τομέα της γλώσσας.
Το 1694, μετά από συνεχή πόλεμο εκ μέρους του πρώην προστάτη τους Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσιθέου, που για οικονομικούς λόγους μετεστράφη εναντίον τους, οι αδελφοί Λειχούδη απομακρύνθηκαν κατ' αρχήν από την Ακαδημία και στη συνέχεια έλαβαν εντολή να διδάσκουν στα παιδιά των βογιάρων την ιταλική γλώσσα. Ως αποτέλεσμα του αδιάκοπου ,πολέμου του Πατριάρχου Δοσιθέου εναντίον τους, το 1701 εξορίζονται στη Μονή του Αγίου Υπατίου στην πόλη Κοστρομά, και το 1706, με αίτημα του τοπικού Μητροπολίτου Ιώβ, μετέβησαν στο Νόβγκοροντ, όπου ξεκίνησαν από την αρχή την παιδαγωγική τους δραστηριότητα, ιδρύοντας και εκεί ελληνικής κατεύθυνσης σχολή κατά τα πρότυπα της Σλαβο-γραικο-λατινικής Ακαδημίας.
Μετά από αρκετά χρόνια μπόρεσαν να επιστρέψουν στη Μόσχα, όπου ο μεν Ιωαννίκιος απεβίωσε και ετάφη στη Μονή Ζαϊκονοσπάσσκι, ο δε Σωφρόνιος συνέχισε επί σειρά ετών την παιδαγωγική, επιστημονική και μεταφραστική του δραστηριότητα. Στο τέλος του βίου του εξελέγη ηγούμενος της Μονής Σολότσιν, αλλά η προϊούσα ηλικία του δεν του επέτρεψε να διοικήσει το Μοναστήρι. Επέστρεψε στη Μόσχα όπου απέθανε και ετάφη στη Μονή Νοβοσπάσσκι.
Καθηγητής Δημήτριος Α. Γιαλαμάς
Εκπρόσωπος Ελλ. Ιδρύματος Πολιτισμού στη Μόσχα
Οι αδελφοί Ιωαννίκιος (1633-1717) και Σωφρόνιος (1652¬1730) Λειχούδης γεννήθηκαν στην Κεφαλληνία και σπούδασαν στη Βενετία και την Πάδοβα, πλάι σε σπουδαίους διδασκάλους της εποχής, όπως ο Γεράσιμος Βλάχος και ο Αρσένιος Καλούδης. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους επέστρεψαν στην πατρίδα τους, όπου άρχισαν να διδάσκουν. Ακολούθως, για τη συνέχιση του παιδαγωγικού τους έργου, μετέβησαν στην Κεντρική Ελλάδα και τέλος στην Κωνσταντινούπολη, από όπου το έτος 1683, κατόπιν πρωτοβουλίας του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσιθέου (Νοταρά) και με συστατικό γράμμα των τεσσάρων Πρεσβυγενών Πατριαρχών, ξεκίνησαν για τη Μόσχα, σε ανταπόκριση παλαιού αιτήματος τωνρωσικών εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών, για την αποστολή από την Ορθόδοξη Ανατολή λογίων, ικανών να ιδρύσουν ανώτατη σχολή ελληνικής κατεύθυνσης.
Οι αδελφοί Λειχούδη, μετά από σειρά περιπετειών και μακρόχρονης αιχμαλωσίας από τους Τατάρους της Κριμαίας και τους Πολωνούς, έφθασαν στη Μόσχα στις 6 Μαρτίου 1685 και με απόφαση των τσάρων Ιωάννη, Πέτρου και Σοφίας εγκαταστάθηκαν στη Μονή των Θεοφανείων, όπου άρχισαν αμέσως να διδάσκουν τους επτά πρώτους φοιτητές τους, που περιήλθαν σε αυτούς από το σχολείο του ελληνομαθούς ιερομονάχου Τιμοθέου, μια σχολή μέσης εκπαίδευσης που είχε ιδρυθεί το 1681. Οι φοιτητές των αδελφών Λειχούδη έλαβαν τα πρώτα χρήματα για τις σπουδές τους την περίοδο από 1η Ιουλίου έως 1η Σεπτεμβρίου 1685. Η πρώτη αυτή αναφορά στο αρχείο μάς επιτρέπει να θεωρούμε την 1 η Ιουλίου 1685 ως ημερομηνία ιδρύσεως της Σλαβο-γραικο-λατινικής Ακαδημίας, παρότι η ονομασία αυτή εμφανίζεται αργότερα.
Στα δύο χρόνια που η σχολή λειτούργησε στη Μονή των Θεοφανείων, και για το λόγο αυτό είναι γνωστή ως «Σχολή των Θεοφανείων» («Bogojavlenskaja Shkola»), τα μαθήματα παρακολουθούσαν παιδιά πριγκίπων, βογιάρων, κληρικοί, ακόμα και απελευθερωμένοι από τους πειρατές άποροι νέοι. Στη διάρκεια δύο ετών, ο αριθμός των φοιτητών ξεπέρασε τους 120.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής των αδελφών Λειχούδη στη Μόσχα ήταν δύσκολα, καθόσον συνέπεσαν με σκληρές αντιπαραθέσεις της φιλολατινικής και της φιλελληνικής πτέρυγας των εκπροσώπων της Ρωσικής Εκκλησίας. Με την υποστήριξη του Πατριάρχου Ιωακείμ, ξεκίνησαν έναν ανένδοτο συγγραφικό αντιρρητικό αγώνα εναντίον των Ιησουιτών και των φιλικά προς αυτούς προσκειμένων Ρώσων λογίων, με επικεφαλής τον ιερομόναχο Συλβέστρο Μεντβέντεφ. Με το μέρος των Ελλήνων διδασκάλων ετάχθη μερίδα των μοναχών της Μονής των Θαυμάτων του Κρεμλίνου, με επικεφαλής τον ιερομόναχο Ευθύμιο. Οι αντιπαραθέσεις έφθασαν σε ακραία όρια και μετά από σειρά συκοφαντιών, απειλών, ως και άσκησης βίας εκ μέρους του Συλβέστρου και του περιβάλλοντός του, και οι δύο Έλληνες ιερομόναχοι έφθασαν να εκλιπαρούν τις αρχές να τους επιτρέψουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να σώσουν τη ζωή τους. Η προσφορά τους στον τομέα της θεολογικής διαμάχης με τους καθολικούς και τους προτεστάντες, που επιχειρούσαν την περίοδο εκείνη να ενισχύσουν την επιρροή τους στη Ρωσία, είναι ανεκτίμητη. Συνέγραψαν πολλά έργα, που αμέσως μεταφράστηκαν στα ρωσικά από τους μαθητές τους, αντεγράφησαν από ορθόδοξους μοναχούς της εποχής σε δεκάδες κώδικες και χρησιμοποιήθηκαν ως ασπίδα της ορθοδοξίας στη Μοσχοβία επί σειρά ετών.
Υπό τις δυσχερέστατες αυτές συνθήκες, οι αδελφοί Λειχούδη συνέχιζαν τη διδασκαλία τους στην Ακαδημία. Οι μικρότεροι μαθητές παρακολουθούσαν τη «Ρωσική Σχολή», στην οποία δίδασκαν οι Επιμελητές, δύο από τους παλαιότερους, δηλαδή, μαθητές. Στη συνέχεια, οι κατεξοχήν σπουδές, σύμφωνα με το σχολαστικό σύστημα, χωρίζονταν σε τρία επίπεδα. Στο πρώτο, οι φοιτητές μελετούσαν τη γραμματική της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας και τη μετρική, με σκοπό την εγγράμματη σύνθεση κειμένων. Στο δεύτερο επίπεδο διδάσκονταν τη ρητορική, με σκοπό να εξασκηθούν στο κάλλος και την πειστικότητα του γραπτού λόγου. Τέλος, στο τρίτο επίπεδο, ασχολούνταν με τη λογική και τη διαλεκτική κατά τον Αριστοτέλη, για να μπορούν να αναπτύσσουν τα επιχειρήματά τους.
Στο πλαίσιο της διδασκαλίας στην Ακαδημία, οι αδελφοί Λειχούδη βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα ίδια προβλήματα που συνάντησαν και οι Έλληνες λόγιοι που δίδαξαν στα ουμανιστικά πανεπιστήμια της Ιταλίας τον 15° αιώνα και, κυρίως, την έλλειψη εγχειριδίων. Για το λόγο αυτό, συνέθεσαν μία σειρά από έργα: τρεις Γραμματικές της ελληνικής γλώσσας, που διαφέρουν μεταξύ τους στο επίπεδο ανάλυσης της γλώσσας, δύο Γραμματικές της λατινικής γλώσσας, το δοκίμιο «Περί ποιητικής ή μετρικής τέχνης», δύο Ρητορικές (μία του Ιωαννικίου και μία του Σωφρονίου), εγχειρίδιο επιστολογραφίας, Λογική και μία σειρά ακόμα δοκιμίων, αφιερωμένων σε μεμονωμένα ζητήματα γραμματικής ή ανάλυσης έργων του Αριστοτέλη. Ορισμένα από τα έργα αυτά μεταφράστηκαν αμέσως από τους μαθητές τους και διασώζονται παράλληλα με το ελληνικό ή λατινικό πρωτότυπο σε δίγλωσσους κώδικες. Το παιδαγωγικό έργο των αδελφών Λειχούδη παραμένει ανέκδοτο σε δεκάδες χειρόγραφα διάσπαρτα σε όλο τον κόσμο (Μόσχα, Αγία Πετρούπολη, Ιρκούτσκ, Τβερ, Κίεβο, Οδησσός, Αθήνα, Άγιον Όρος, Πάτμος, Λυών, Δρέσδη, Κοπεγχάγη κ.α.).
Ένας ακόμα τομέας στον οποίο διακρίθηκαν οι αδελφοί Λειχούδη, ήταν και οι μεταφράσεις από τα ελληνικά, τα λατινικά και τα ιταλικά στα σλαβικά και τα ρωσικά. Μετέφρασαν σειρά έργων υψίστης σημασίας για τον ρωσικό πολιτισμό, από λειτουργικά κείμενα μέχρι επιστημονικά συγγράμματα. Σημαντικό σημείο στη μεταφραστική τους δραστηριότητα υπήρξε η συμμετοχή του Σωφρονίου Λειχούδη στη διόρθωση της μετάφρασης της Βίβλου στα εκκλησιαστικά σλαβικά, που ξεκίνησε το Ι 7 Ι 2 και ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, το1751, στα χρόνια της τσαρίνας Ελισάβετ, και για το λόγο αυτό είναι γνωστή με το όνομά της: «Η Βίβλος της Τσαρίνας Ελισάβετ».
Ένα από τα σημαντικότερα, αλλά λιγότερο γνωστά σημεία της προσφοράς των αδελφών Λειχούδη στην εξέλιξη του ρωσικού πολιτισμού υπήρξε ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Σωφρόνιος Λειχούδης στη δημιουργία μιας ρωσικής φιλολογικής γλώσσας νέου τύπου. Ο Μέγας Πέτρος θεωρούσε ότι δεν είναι εφικτή η μετάβαση σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος χωρίς τη δημιουργία μιας εθνικής φιλολογικής γλώσσας, που να μη βασίζεται στην εκκλησιαστική σλαβική παράδοση, αλλά στο ζωντανό γλωσσικό όργανο του ρωσικού λαού, κατά τα γνωστά αναγεννησιακά πρότυπα. Έδωσε, λοιπόν, εντολή στον γνωστό φιλόλογο της εποχής και μαθητή των αδελφών Λειχούδη Fedor Polikarpov να μεταφράσει το έργο τουBemardus Varenius «Geographia Generalίs» από τα λατινικά στην απλή ρωσική γλώσσα. Ο Polikarpov εκτέλεσε όσο πιο ευσυνείδητα μπόρεσε την τσαρική εντολή, ωστόσο δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει τα γλωσσικά δεδομένα της εποχής του και παρουσίασε στον τσάρο μία μετάφραση στα εκκλησιαστικά σλαβικά. Ο Πέτρος τού την επέστρεψε χαρακτηρίζοντάς την ως «κακότεχνη» και έδωσε εντολή να την βελτιώσει. Ο Polikarpov απευθύνθηκε στον δάσκαλό του Σωφρόνιο Λειχούδη, ο οποίος είχε βιώσει από την ελληνική εμπειρία του το πώς είναι δυνατόν να γράφει κανείς σε μία γλώσσα που βασίζεται στη ζωντανή γλώσσα. Σε μικρό χρονικό διάστημα, η μετάφραση είχε ολοκληρωθεί. Το έργο αυτό εγκρίθηκε από τον τσάρο και εκδόθηκε. Η «Geographia Generalis» είναι το πρώτο έντυπο βιβλίο στη ρωσική φιλολογική γλώσσα νέου τύπου και το πρώτο βήμα προς την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Μεγάλου Πέτρου στον τομέα της γλώσσας.
Το 1694, μετά από συνεχή πόλεμο εκ μέρους του πρώην προστάτη τους Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσιθέου, που για οικονομικούς λόγους μετεστράφη εναντίον τους, οι αδελφοί Λειχούδη απομακρύνθηκαν κατ' αρχήν από την Ακαδημία και στη συνέχεια έλαβαν εντολή να διδάσκουν στα παιδιά των βογιάρων την ιταλική γλώσσα. Ως αποτέλεσμα του αδιάκοπου ,πολέμου του Πατριάρχου Δοσιθέου εναντίον τους, το 1701 εξορίζονται στη Μονή του Αγίου Υπατίου στην πόλη Κοστρομά, και το 1706, με αίτημα του τοπικού Μητροπολίτου Ιώβ, μετέβησαν στο Νόβγκοροντ, όπου ξεκίνησαν από την αρχή την παιδαγωγική τους δραστηριότητα, ιδρύοντας και εκεί ελληνικής κατεύθυνσης σχολή κατά τα πρότυπα της Σλαβο-γραικο-λατινικής Ακαδημίας.
Μετά από αρκετά χρόνια μπόρεσαν να επιστρέψουν στη Μόσχα, όπου ο μεν Ιωαννίκιος απεβίωσε και ετάφη στη Μονή Ζαϊκονοσπάσσκι, ο δε Σωφρόνιος συνέχισε επί σειρά ετών την παιδαγωγική, επιστημονική και μεταφραστική του δραστηριότητα. Στο τέλος του βίου του εξελέγη ηγούμενος της Μονής Σολότσιν, αλλά η προϊούσα ηλικία του δεν του επέτρεψε να διοικήσει το Μοναστήρι. Επέστρεψε στη Μόσχα όπου απέθανε και ετάφη στη Μονή Νοβοσπάσσκι.
Καθηγητής Δημήτριος Α. Γιαλαμάς
Εκπρόσωπος Ελλ. Ιδρύματος Πολιτισμού στη Μόσχα
Comments