Η κραυγή που ανησύχησε την Αγκυρα
Οι καταγγελίες Βαρθολομαίου για τους περιορισμούς της Τουρκίας στην ελευθερία του Φαναρίου λαμβάνουν διαστάσεις στις ΗΠΑ

Του Αθανασιου Eλλις

Η συγκινητική κραυγή αγωνίας του Οικουμενικού Πατριάρχη στην αμερικανική τηλεόραση και η δραματική έκκλησή του υπέρ της ελευθερίας του Φαναρίου και της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, επανέφερε στο προσκήνιο τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες αγωνίζεται να επιβιώσει ο κορυφαίος θεσμός της Ορθοδοξίας.

Ο κ. Βαρθολομαίος έχει επανειλημμένως εκφράσει την απόγνωσή του σε ελληνικά και τουρκικά μέσα ενημέρωσης, αλλά αυτή τη φορά η Αγκυρα έχει λόγο να έχει θορυβηθεί. Και αυτό διότι η προβολή της συνέντευξης του Οικουμενικού Πατριάρχη από την υψηλής τηλεθέασης ενημερωτική εκπομπή «60 λεπτά» του δικτύου CBS και από έναν έγκυρο δημοσιογράφο που χαίρει ευρείας εκτίμησης, έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον της αμερικανικής κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα η παρεμπόδιση της ελευθερίας του Φαναρίου να μην απασχολεί πλέον μόνο την ελληνοαμερικανική κοινότητα, αλλά να καθίσταται μέρος του ευρύτερου πολιτικού διαλόγου.

Τα Χριστούγεννα

Η συνέντευξη δόθηκε τον περασμένο Μάιο, αλλά το CBS επέλεξε να την προβάλει την τελευταία Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα, προσδίδοντας έτσι μια επιπλέον διάσταση στις εκκλήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη. Οι υπεύθυνοι της εκπομπής που είχαν μεταβεί στην Τουρκία και συνάντησαν τον κ. Βαρθολομαίο, δηλώνουν ακόμη και σήμερα γοητευμένοι από το ήθος, την απλότητα και την ανθρωπιά του, αλλά και συγκλονισμένοι από τις αδικίες που υφίσταται και τις κακουχίες που υπομένει. Σε μια χώρα όπου η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί ύψιστο ανθρώπινο δικαίωμα και κορυφαίο κεκτημένο, δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κανείς την επώδυνη εξομολόγηση του ηγέτη της Ορθοδοξίας ότι αισθάνεται «σταυρωμένος» και «πολίτης δεύτερης κατηγορίας». Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή προέρχεται από έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων που μιλάει θετικά για τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, και υποστηρίζει ένθερμα την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.

Την Αγκυρα προβληματίζει επίσης το αυξημένο κύρος του κ. Βαρθολομαίου. Μόλις πριν από ενάμιση μήνα, κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, ο πρόεδρος Ομπάμα, ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν, η υπ. Εξωτερικών Κλίντον και οι ηγέτες Γερουσίας και Βουλής, είχαν επίσημες συναντήσεις μαζί του και παρέθεσαν σειρά δεξιώσεων προς τιμήν του, στις οποίες εξήραν την προσωπικότητά του και εκθείασαν τις προσπάθειές του υπέρ της ειρήνης, της θρησκευτικής ανοχής και της προστασίας του περιβάλλοντος. Ο Λευκός Οίκος τον περιέγραψε ως «ηγέτη παγκόσμιου βεληνεκούς», ενώ ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε αλληλέγγυος στον αγώνα του και τον διαβεβαίωσε ότι «είμαστε όλοι μαζί σας», διότι «υπήρξατε πάντα γενναίος, ποτέ από θέση ασφάλειας, και έχετε ακούραστα αντιμετωπίσει αυτούς που επιχειρούν να διαβρώσουν την ισχύ της Εκκλησίας».

Η ελληνοαμερικανική κοινότητα, η οποία θρησκευτικά υπάγεται απ’ ευθείας στο Φανάρι, παρενέβη προς τον Λευκό Οίκο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εκφράζοντας ανησυχία ακόμη και για την προσωπική ασφάλεια του κ. Βαρθολομαίου. Εκτός της εσωτερικής πτυχής, που αφορά την ανταπόκριση της κυβέρνησης στο αίτημα των Ελληνορθόδοξων Αμερικανών πολιτών και ψηφοφόρων, υπάρχει και η διπλωματική διάσταση. Η Ουάσιγκτον έχει κάθε λόγο να στηρίξει το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς η «εναλλακτική λύση» στην κορυφή της Ορθοδοξίας είναι το Πατριαρχείο Μόσχας.

Στην πολύπλοκη εξίσωση εμπλέκεται και η Ε.Ε. Η Αθήνα προειδοποίησε ότι η προστασία των θρησκευτικών ελευθεριών αποτελεί προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, θέση που υιοθετούν πλήρως η Κομισιόν, αλλά και όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ακόμη και αυτές που υποστηρίζουν ένθερμα την ένταξη της Τουρκίας στην Ενωση. Ταυτόχρονα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης άφησε να εννοηθεί ότι ίσως αναγκασθεί να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ενας επιπλέον λόγος που η τουρκική κυβέρνηση αντέδρασε έντονα ήταν ότι η προβολή της συνέντευξης συνέπεσε με την πρόσφατη απαγόρευση της λειτουργίας του φιλοκουρδικού κόμματος από το Συνταγματικό Δικαστήριο, η οποία επανέφερε στην επιφάνεια το καυτό θέμα της καταπάτησης των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Τουρκία, σε μια περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση Ερντογάν έχει επιχειρήσει ένα «άνοιγμα» προς τους Κούρδους.

Δύσκολη σχέση

Η νίκη του Ταγίπ Ερντογάν το 2002 είχε γεννήσει ελπίδες ότι η σχέση της επίσημης τουρκικής πολιτείας με το Φανάρι θα βελτιωνόταν, λόγω και της αυξημένης ευαισθησίας του συγκεκριμένου ηγέτη για τη θρησκεία. Υπήρξαν ενθαρρυντικές δηλώσεις, ακόμη και υποσχέσεις, αλλά μέχρι τώρα τα προβλήματα σε ό,τι αφορά την περιουσία του Πατριαρχείου, τη διαδικασία διαδοχής και τη Χάλκη, συνεχίζονται.

Φυσικά, το φαινόμενο δεν είναι πρόσφατο. Η σχέση του τουρκικού κράτους με το Φανάρι υπήρξε πάντα «δύσκολη». Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Πατριάρχη Αθηναγόρα (1948-1972), ο οποίος παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε για κατανόηση, και τη διεθνή αναγνώριση που απέκτησε το Φανάρι στη διάρκεια της πατριαρχίας του, είδε την ελληνική κοινότητα να υπομένει τους φόνους, τις λεηλασίες και τις καταστροφές του ’55, τις απελάσεις του ’64 και την απαγόρευση της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το ’71. Δύο χρόνια μετά τον θάνατό του σημειώθηκε και το τελευταίο κύμα μαζικής εξόδου Ελλήνων της Πόλης που ακολούθησε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Ο Γκιουλ για Πατριαρχείο, Χάλκη

Διαχρονικά η Αγκυρα δεν αναγνωρίζει την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου, ενώ διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις έχουν υπαινιχθεί ότι εργάζονται για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, χωρίς να υπάρξει αποτέλεσμα. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στον γράφοντα πριν από δυόμισι χρόνια, ο Αμπντουλάχ Γκιουλ είχε υποστηρίξει ότι «επετράπη στο Πατριαρχείο να παραμείνει στην Τουρκία μόνον για να παρέχει θρησκευτικές και πνευματικές υπηρεσίες στους ορθόδοξους και ελληνικής καταγωγής Τούρκους πολίτες της Κωνσταντινούπολης. Με άλλα λόγια, το να χαρακτηριστεί “οικουμενικό” το ελληνικό ορθόδοξο Πατριαρχείο του Φαναρίου αντιβαίνει στη Συνθήκη της Λωζάννης. Αφετέρου το Πατριαρχείο εκτελεί ελεύθερα και χωρίς εμπόδια τις θρησκευτικές του δραστηριότητες», ενώ για τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης είχε τονίσει ότι «διέκοψε τις εργασίες της το 1971 έπειτα από σχετική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που κάλυπτε όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Τουρκία. Με άλλα λόγια, η νομική απόφαση δεν στόχευε σ’ αυτή τη συγκεκριμένη σχολή... Αναζητούμε, ωστόσο, τρόπους για να υπερβούμε τα νομικά κωλύματα ώστε να διασφαλίσουμε την επαναλειτουργία της Σχολής μέσα στα όρια του Συντάγματός μας και του κοσμικού εκπαιδευτικού συστήματος».

kathimerini

Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc

«Η Ελλάδα αισθάνεται αποκλεισμένη»