αλαφροσημειόματα. 24.2.2012
Ιxνηλατώντας το
ιντερνετ βρέθηκα αντιμέτωπος με τα ερείπια της Μονής των Σισίων.Από το 1942 μέχρι το σήμερα πέρασαν 70
χρόνια που επισκέπτης μια βραδυά, είχα την φιλοξενία του ηγούμενου της Μονής
του πατρός Μουρελάτου.Ηταν και τότες το μοναστήρι μισοέρημο από προσωπικό- και
λίγο καταφρονημένο από τον κόσμο, καθ’ότι μια απότομη κατηφόρα σ’εφερνε εκεί, απομονωμένο μέσα στην αγριάδα των δέντρων και
των θάμνων , που μόνο οι φωτιές του καλοκαιριού τιθάσευαν ,κι αμέσως στα εκατό
περίπου μέτρα πιο κάτω μια πλατειά
θάλασσα κυματισμένη διαλαλούσε το σπάσιμο του κύματος της στους βράχους.Τα
κτίσματα παληά και τότες ,συντηρημένα εσωτερικά.. η εκκλησίτσα για προσκύνημα
και τα τριγύρω τεμάχια του εδάφους καλλιεργημένα, δίναν τους καρπούςκαι το λάδι
για την διατροφή των ενοικούντων ,η” και των ξένων πούφταναν εκεί. Ο ηγούμενος
είχε κρυμένο ενα Ιταλό στρατιώτη στον
οποίο προσέφερε προστασία, αφού καλλιεργούσε τα κηπάρια.Το βραδυνό στο σαλονάκι της Μονής
πέρασε συζητώντας τα του χωριού μας στο Ληξούρι. Φάγαμε πρόχειρα και φτωχικά
ψωμί εληές τυρί και την άλλη μέρα κατά
το χάραμα έφυγα φορτωμένος όσπρια ,τυριά και άλευρα προορισμένα για τον πατέρα
μου.Ο ηγούμενος πέθανε ύστερα από λίγα χρόνια ,εγώ βρέθηκα στρατευμένος στα
ορεινά της χώρας- και τα Σίσια στην ίδια θέση μέτραγαν της ερήμωσής τις εφτά
δεκαετίες που παρήλθον . Δεν βρέθηκαν ευεργέτες για αναστήλωση.Θύμησες που
μένουν ειν’αυτές.
επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα
Κεφαλονίτικα ανέκδοτα Συζητούν τρεις παπάδες, ένας από το Αγιο όρος, ένας από την Αθήνα και ένας Κεφαλονίτης για το πως κατανέμουν τα έσοδα των εκκλησιών τους. Λέει ο παπάς από το Αγιο όρος: «Εγώ Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα και όσα έρθουν κορώνα είναι του Θεού και τα δίνω για τις ανάγκες της εκκλησίας και όσα έρθουν γράμματα είναι δικά μου». Λέει ο Αθηναίος παπάς: «Και εγώ πετάω τα νομίσματα στον αέρα και όσα σταθούν όρθια είναι του Θεού και της εκκλησίας, όσα πέσουν στο πλάι (κορώνα ή γράμματα) είναι σαφώς δικά μου». Και στο τέλος ο Κεφαλονίτης ο παπάς: «Εγώ κύριοι συνάδελφοι κάνω το ίδιο που κάνετε και εσείς με πιο απλές διαδικασίες για να μη χάνουμε και χρόνο. Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα. Όσα θέλει τα κρατάει ο Θεός και όσα πέσουν κάτω είναι δικά μου!» Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που ξεμονάχιασαν, κάπου σ' ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ' αυτά τα μυστήρια με τα τζίνια. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι. «Έχετε ο
Comments