Στο μυαλό του Αλέξη Τσίπρα
Στο μυαλό του Αλέξη Τσίπρα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Aναγκάστηκε να µεγαλώσει ξαφνικά και δηµοσίως -αν και όχι ακριβώς σε κοινή θέα- τη χρονιά που πέρασε, και µάλιστα εν µέσω ακραίων πολιτικοκοινωνικών συνθηκών, πολλές από τις οποίες οξύνθηκαν µε δική του ευθύνη. Πώς είναι άραγε αυτή η απότοµη ωρίµαση και η αντίστοιχη απώλεια φρεσκάδας και ελαφρυντικών; ∆ύσκολο να εικάσει κανείς τι µπορεί να έχει πια στο µυαλό του o Αλέξης Τσίπρας, αυτός ο αναπάντεχος κληρονόµος της κουλτούρας της µεταπολίτευσης (και της a priori ηθικής ανωτερότητας της Αριστεράς) αλλά και ο πρώτος Ελληνας πρωθυπουργός που προέρχεται από την απέραντη µικροαστική τάξη.
Κατά κανόνα πλέον, η περίπτωσή του εξετάζεται µε όρους διπολικής διαταραχής (ριζοσπάστης/ρεαλιστής, δηµαγωγός/διαχειριστής, kingmaker/dealbreaker που λένε οι Αµερικανοί κ.ο.κ.) και πρέπει να πάει κανείς πίσω, στη γενεαλογία του «φαινοµένου Τσίπρα», για να ξεφύγει από τη σηµερινή, «πλαδαρή» εικόνα ενός πολιτικού ηγέτη που φαίνεται να έχει αφεθεί σ’ ένα είδος υπαλληλικού κυνισµού, όσο κι αν επιχειρεί να εξορκίσει τέτοια συντηρητικά, «δεξιά» ένστικτα.
Οταν ανακοινώθηκε το όνοµα και δηµοσιεύτηκε µαζικά η φωτογραφία του 32χρονου (τον έκανες και νεότερο) υποψηφίου του Συνασπισµού για τον ∆ήµο της Αθήνας το καλοκαίρι του 2006, οι αντιδράσεις του κοινού είχαν να κάνουν κυρίως µε απορίες περί του αγνώστου παρελθόντος του φωτογενούς νεαρού, ο οποίος εξέπεµπε µια αφηρηµένη οικειότητα. «Ποιος είναι αυτός;» αλλά και «Σαν να τον ξέρω από κάπου». Για τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στην ηλικία του νυν πρωθυπουργού, ο Αλέξιος Παύλου Τσίπρας (άγαµος, όπως αναφέρεται στα στοιχεία ταυτότητάς του στο επίσηµο site του Κοινοβουλίου, κάτω από µια φωτογραφία που µοιάζει να προέρχεται από τα σχολικά του χρόνια) θύµιζε, και θυµίζει, παρά το βάρος και τις σκιές της εξουσίας, κάποιον που γνώρισες κάποτε σε κάποια κοινή παρέα.
Είχε και κάτι αθηναϊκό, τύπου κέντρο-απόκεντρο (Αµπελόκηποι, Παγκράτι, Κυψέλη) η παρουσία, η εκφορά και το στυλ του γενικά, ειδικά ο τρόπος που φαινόταν να επιστρατεύει, όχι πάντα κατά βούληση, ένα ασυγκράτητο ανθυποµειδίαµα ως αντίβαρο ενός ξύλινου, στρατευµένου λόγου. Κνίτη δεν τον έλεγες πάντως, ούτε και φρικιό, αλλά ούτε και φλώρο ακριβώς. Κάποιος µε έντονες αναφορές σε σενάρια δυστοπικής επιστηµονικής φαντασίας θα µπορούσε να πει ότι έµοιαζε σαν να τον είχαν κατασκευάσει σε ειδικό εργαστήριο πολιτικών ανδροειδών µε βασικό κριτήριο την αδυναµία ανίχνευσης σαφούς ιδεολογικού στίγµατος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όφειλες να παραδεχτείς ότι δεν έµοιαζε µε κανέναν από τους υπόλοιπους νεόκοπους πολιτικούς κατά µήκος του γνωστού κοµµατικού φάσµατος. Εµοιαζε µε έναν από µας, και ας µην τον είχαµε ξαναδεί ποτέ.
Φάνηκε όµως ακολούθως ότι µπορεί και να τον είχαµε δει, απλώς η εικόνα του έµεινε κλειδωµένη στο υποσυνείδητο για να απελευθερωθεί την κατάλληλη -για τον ίδιο- στιγµή. Τα ντοκουµέντα που γρήγορα ανασύρθηκαν από τις ανασκαφές τηλεοπτικών αρχείων και κατέληξαν στο youtube έδειχναν ότι ήταν πάντα κοντά µας µέσα από σποραδικές εµφανίσεις στην τηλεόραση, ως ένας µικρός Ζέλιγκ «των οργανωµένων κινηµάτων» που κινείτο στις παρυφές της πολιτικής επικαιρότητας από το «βρώµικο ’89» και µετά. Είναι πασίγνωστη πλέον η εικόνα του έφηβου Αλέξη των καταλήψεων και όχι ανακόλουθη µε την τωρινή του φυσιογνωµία.
Ενα από τα λιγότερο προβεβληµένα ίσως βιντεάκια του νεαρού, άγνωστου Αλέξη Τσίπρα είναι ίσως όµως και το πιο ενδιαφέρον σηµειολογικά, αλλά και το πιο χρήσιµο σε κάθε απόπειρα ψυχογραφήµατος του πιο ραγδαία ανερχόµενου πολιτικού στη σύγχρονη ιστορία. Πρόκειται για την εµφάνισή του το 1995 (τριτοετής; µάλλον) σ’ ένα βραχύβιο νεανικό τηλεοπτικό µαγκαζίνο υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου της φοιτητικής παράταξης του Εγκέλαδου, η οποία υπάρχει ακόµα και φέρει το διαχρονικό επαναστατικό motto «Omnia Sunt Communia» (τα πάντα είναι κοινά).
Στο απόσπασµα που διασώζεται, ο µελλοντικός ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ δεν πολιτικολογεί (γενικά δεν µιλάει πολύ) ούτε παρασύρεται σε κάποιου είδους ριζοσπαστική ρητορική, προδίδοντας την προέλευσή του µόνο όταν κάνει αορίστως λόγο για «συλλογικότητες» στα πανεπιστήµια. Αυτό που έχει πιο πολύ ενδιαφέρον είναι η χαλαρή µέχρι κατατονίας εκφορά του λόγου (σχεδόν κάθε πρόταση καταλήγει σ’ ένα «ας ’ουµ’») και η εµφάνισή του. Ο Τσίπρας στα 21 δεν έµοιαζε στον σηµερινό όσο ο Τσίπρας στα 16. Φοράει πουκάµισο µε µπεζ γιλέκο, το µαλλί είναι εµφανώς πιο µακρύ από το χαρακτηριστικό του (κοντά πλάγια - πίσω, ελαφρύ τσουλούφι πάνω), αλλά η πιο συγκλονιστική διαφορά είναι τα µούσια που έχουν αντικαταστήσει τη φαβορίτα. Η ιδέα µπορεί να ήταν κάτι από Τσε, αλλά το µούσι είναι περιποιηµένο (neat που λένε) και το µάγουλο από πάνω φρεσκοξυρισµένο, συνδυασµός που παραπέµπει πιο πολύ σε ΠΑΣΟΚικό grooming α λα Γ. Γεννηµατά παρά σε αριστερίστικο radical chic.
Μπορεί να συµπεράνει κανείς πάντως ότι αυτό το «µπάσταρδο» λουκ δεν κράτησε πολύ και µερικά χρόνια µετά, ως µέλος της αποστολής του Συνασπισµού στη διάσκεψη των G8 το 2001 στη Γένοβα -όπου συντελέστηκε η κορύφωση του ευρωπαϊκού κινήµατος αντιπαγκοσµιοποίησης, πριν οι ακραίες συνθήκες του 21ου αιώνα επαναπροσδιορίσουν τη µορφή δράσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς- διακρίνεται χωρίς µούσι να δέχεται επίθεση µε µάνικες από την ιταλική αστυνοµία στο λιµάνι της Ανκόνα. ∆ύο χρόνια αργότερα θα ολοκλήρωνε τη µεταπτυχιακή εργασία του στο Πολυτεχνείο µε τίτλο «Οι ευέλικτες µορφές απασχόλησης και η έντασή τους στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα. Εστίαση στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάµατος». Ξεκάθαρο το ιδεολογικό πρόσηµο του θέµατος, αλλά και «προφητικό» εκ των υστέρων, όχι µόνο επειδή έκανε λόγο για µία από τις µεγάλες κοινωνικές µάστιγες της εποχής µας (την ευκαιριακή, επισφαλή εργασία), αλλά και για τη λέξη «ένταση» σε σχέση µε την Ε.Ε. και την Ελλάδα.
Σχεδόν αµέσως µετά ξεκινά η καταγεγραµµένη πορεία του στο πολιτικό προσκήνιο και η περιπετειώδης ανάδυσή του στην κορυφή της εξουσίας µέσα από τη δίνη της κρίσης. Ενας χρόνος έχει περάσει µόλις από την πρώτη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές, και όµως µοιάζει πολύ παραπάνω, σαν να είχε αποκτήσει προ πολλού νοµοτελειακό χαρακτήρα η κατάληψη του πρωθυπουργικού θώκου από κάποιον σαν τον Αλέξη Τσίπρα. Μένει να φανεί αν βρέθηκε εκεί για να µείνει ή αν ήταν αυτό η αναγκαία κορύφωση ενός συλλογικού αγχωτικού ονείρου. Οπως είχε πει και ο Νίτσε, είναι υπεύθυνος κανείς για όλα εκτός από τα όνειρά του.
Comments