Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πειρασμός ενός κακού εκλογικού νόμου ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ*
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πειρασμός ενός κακού εκλογικού νόμου
ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ*
Aυτές τις μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από την εκλογική νίκη του κ. Τσίπρα και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δείχνει να έχει χάσει τον ρυθμό της. Δεν αναφέρομαι τόσο στην αναπάντεχη εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ., που έδωσε στην αντιπολίτευση, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, έναν αέρα ανανέωσης. Υπαινίσσομαι την όλο και συχνότερη προσφυγή σε δοκιμασμένες παλαιοκομματικές μεθόδους από τη σημερινή κυβέρνηση, όπως ο διορισμός «ημετέρων» ή οι σκοτεινές τροπολογίες για άδηλα οφέλη.
Ετσι, πολύ ταχύτερα από όσο αρχικά αναμενόταν, η κυβερνώσα Αριστερά δείχνει ότι δεν διαφέρει ουσιωδώς από τους προκατόχους της: μπροστά στη δεινή πραγματικότητα της οικονομίας και την αμείλικτη λογική των αριθμών, καταφεύγει στις ίδιες μεθόδους. Ελπίζει ότι έτσι θα περιορίσει τις απώλειες. Η μεγάλη διαφορά με το παρελθόν είναι η κραυγαλέα ανικανότητα των περισσότερων υπουργών, η οποία, σε συνδυασμό με τις ιδεοληψίες ορισμένων από αυτούς, οδηγεί στη διγλωσσία και τις ισχνές επιδόσεις, περίπου σε όλους τους τομείς.
Το προσεχές θύμα
Πολύ φοβούμαι ότι η εκλογική μεταρρύθμιση θα είναι το προσεχές θύμα της κυβέρνησης στον βωμό του κομματικού οφέλους. Επιβεβαιώνοντας μια παλαιά παράδοση, η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα επιδιώξει αν όχι να προσαρμόσει τον εκλογικό νόμο στις στενές επιδιώξεις της, τουλάχιστον να καθυστερήσει με αυτόν, όσο μπορεί περισσότερο, την επάνοδο των αντιπάλων της στην κυβέρνηση.
Είναι άφθονα τα παραδείγματα από το παρελθόν, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Κορυφαίο, η καθιέρωση της απλής αναλογικής από το ΠΑΣΟΚ, την άνοιξη του 1989. Χρειάσθηκε τότε να νικήσει τρεις φορές η Ν.Δ. σε ισάριθμες εκλογές, για να σχηματίσει κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1990. Θα ζηλώσει άραγε ο κ. Παν. Κουρουμπλής τη δόξα του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα; Στο κάτω κάτω της γραφής, και οι δυο προέρχονται από την ίδια κομματική μήτρα.
Είναι άφθονα τα παραδείγματα από το παρελθόν, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Κορυφαίο, η καθιέρωση της απλής αναλογικής από το ΠΑΣΟΚ, την άνοιξη του 1989. Χρειάσθηκε τότε να νικήσει τρεις φορές η Ν.Δ. σε ισάριθμες εκλογές, για να σχηματίσει κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1990. Θα ζηλώσει άραγε ο κ. Παν. Κουρουμπλής τη δόξα του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα; Στο κάτω κάτω της γραφής, και οι δυο προέρχονται από την ίδια κομματική μήτρα.
Ομως, ας αφήσουμε προς το παρόν τις υποθέσεις και ας δούμε το ζήτημα με την ψυχραιμία που επιβάλλει η σοβαρότητά του.
Πιστεύω ότι η σημερινή πλειοψηφία, ακόμη και να το ήθελε, δεν είναι σε θέση να προτείνει μιαν αποτελεσματική εναλλακτική λύση στον σταυρό προτίμησης, δηλαδή τη ρίζα του κακού των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς στον τόπο μας. Η λίστα δεν αποτελεί αντίδοτο γιατί, όπως αποδείχθηκε, ενισχύει ακόμη περισσότερο τον αυταρχισμό των κομματικών ηγεσιών. Η μόνη σοβαρή εναλλακτική λύση είναι η καθιέρωση ενός μεικτού τρόπου εκλογής των βουλευτών σε μονοεδρικές περιφέρειες (με πλειοψηφικό) και σε πολυεδρικές (με απλή αναλογική), σύμφωνα με το προσχέδιο της Επιτροπής Ραγκούση (2009), το οποίο πρόσφατα βελτίωσε το Ποτάμι. Πάντως, ένα πρώτο βήμα θα συνιστούσε η κατάτμηση των πολύ μεγάλων εκλογικών περιφερειών (ιδίως της Β΄ Αθηνών), κάτι το οποίο ο κ. Κουρουμπλής δεν φαίνεται να αποκλείει.
Αρκεί η χάραξη των περιφερειών που θα προκύψουν από την κατάτμηση να μην υπηρετεί κομματικές σκοπιμότητες (κάτι που θα μπορούσε να εξασφαλισθεί με την ανάθεση της εκπόνησης σχετικής μελέτης σε επιτροπή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων).
Αν το μέτρο αυτό συνδυαζόταν με την περαιτέρω απεξάρτηση από τη Βουλή της Επιτροπής Ελέγχου των εκλογικών δαπανών κομμάτων και υποψηφίων, ώστε να μη συμπίπτουν σε ένα και το αυτό όργανο ελέγχοντες και ελεγχόμενοι, θα συντελούνταν ένα σημαντικό βήμα προς την εξυγίανση της ισχύουσας νομοθεσίας.
Ομως, εν όψει της επιταχυνόμενης φθοράς της, ο μεγάλος πειρασμός της σημερινής πλειοψηφίας θα είναι να καθιερώσει την απλούστερη δυνατή αναλογική, ελπίζοντας ότι αυτό θα την καταστήσει ρυθμιστή των εξελίξεων και μετά τις εκλογές, ακόμη και αν η δύναμή της συρρικνωθεί. Πώς θα μπορούσε να το επιτύχει;
Πρώτον, μειώνοντας (ή και καταργώντας) το όριο του 3%, ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος στη Βουλή του προνομιακού εταίρου του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή των ΑΝΕΛ, που βρίσκονται στις σφυγμομετρήσεις μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Και δεύτερον, μειώνοντας (ή και καταργώντας) το μπόνους των 50 βουλευτών για τον νικητή, ώστε η Ν.Δ., ως πρώτο κόμμα, να απέχει όσο το δυνατόν περισσότερο από τον μαγικό αριθμό των 151 βουλευτών. Και τούτο, στο όνομα ενός αναλογικότερου εκλογικού συστήματος, το οποίο, είναι αλήθεια, ανέκαθεν διεκδικούσε η Αριστερά.
Η είσοδος στη Βουλή εκπροσώπων ενός μειονοτικού κόμματος από τη Θράκη θα ήταν η προφανής παρενέργεια του πρώτου από τα ως άνω μέτρα. Ειδικά στους ΑΝΕΛ θα θέσει το δίλημμα αν το κομματικό προηγείται του «εθνικού» συμφέροντος. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η ιδέα για μείωση του 3% δεν θα περάσει εύκολα.
Η μείωση του μπόνους
Απεναντίας, η μείωση του μπόνους (που, ούτως ή άλλως, με τον νόμο Σκανδαλίδη-Νικολακόπουλου ανερχόταν αρχικά σε 40 βουλευτές), είναι πολύ πιθανόν να επιχειρηθεί, σε συνάρτηση, ενδεχομένως, με το ποσοστό που θα πετύχει το πρώτο κόμμα (όπως προτείνει το Ποτάμι), ή με τη διαφορά του από το δεύτερο (όπως το έχει προτείνει ο Γ. Σωτηρέλης).
Θα πρόκειται ασφαλώς για θετικό βήμα, που ικανοποιεί το αίτημα για δικαιότερο εκλογικό σύστημα. Αρκεί να μην καταργήσει εντελώς την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, η οποία συνιστά πάγιο χαρακτηριστικό της εκλογικής μας νομοθεσίας από το 1958, όταν πρωτοκαθιερώθηκε η «ενισχυμένη αναλογική». Πρόκειται για μια παράμετρο που δεν θα πρέπει να αγνοηθεί, αφού στη χώρα μας δύσκολα η κοινή γνώμη θα ανεχόταν αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Πορτογαλία, να μη συμμετέχει δηλαδή στην κυβέρνηση το πρώτο κόμμα.
Διαθέτοντας συνολικά 102 βουλευτές, Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι (75, 16 και 11 αντιστοίχως) δεν μπορούν ασφαλώς να αποτρέψουν την ψήφιση ενός κακού εκλογικού νόμου. Mπορούν όμως να εμποδίσουν την εφαρμογή του στις αμέσως επόμενες εκλογές, αφού γι’ αυτό ο σχετικός νόμος χρειάζεται να ψηφισθεί από 200 βουλευτές. Πρόκειται για σημαντικό διαπραγματευτικό όπλο, που θα ήταν κρίμα να μην εκμεταλλευθούν.
Σε κάθε περίπτωση θα ήθελα να θυμίσω, κλείνοντας, την καταληκτήρια αποστροφή του κ. Τσίπρα στις προγραμματικές δηλώσεις του πέρυσι τον Φεβρουάριο: «Είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας». Εκτοτε (για να μην αναφερθώ στην προβληματική ρύθμιση για τις αποδεικτικές απαγορεύσεις που έχει προκαλέσει σάλο) αν σταθεί κανείς στη βροχή των άσχετων τροπολογιών σε νομοθετήματα «κουρελούδες» και στις δεκάδες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου για πάσης φύσεως ζητήματα (μπροστά στις οποίες ο κ. Σαμαράς μοιάζει με αθώα παιδίσκη) δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι ο πρωθυπουργός έχει βάλει πολύ νερό στο κρασί του. Ας μην προσθέσει στη θλιβερή σειρά των εκτροπών του τελευταίου διαστήματος και έναν κακό εκλογικό νόμο.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Comments