αφιέρωμα στην ΡΟΔΑΜΆΝΘΗ ΜΟΣΧΟΝΑ
Αφιερωμα στην Ροδαμάνθη Μοσχονά
Ναί αυτό ήτανε ,μιά θύμηση στη Μάννα ,αυτή την Υπέροχη μάννα που θυσιάζει την δική της ζωή για το ανάστημα των παιδιών της. Είναι σαν να λέμε ,η μοίρα της επεφύλαξε τον ρόλο, να φυλάει Θερμοπύλες. .Πιστή στα καθιερωμένα μιας παληάς πουριτανικής ζωής, η φαμίλια της την πάντρεψε νωρίς, γιατί ο Αντώνης ο Κόντες ειχε άλλες τέσσαρες για παντρειά. Kai δεν είναι καθόλου αστείο που τα κατάφερε μια χαρά, χάρις στη σοφία που κυριαρχούσε στο νού του.Η Ροδαμάνθη ήθελε την διάπρεψή της μέσα στο χωριό και για τον σκοπό αυτόνε προέτρεψε τον πατέρα μου να γίνει παπάς.’Ετσι στελίαστηκε μια νέα οικογένεια που μέριμνά της είχε την υπηρέτηση του θεού και τον πολλαπλασιασμό της. Η Μάννα ήτανε γιομάτη καλωσυνη και με μας όλους , μα και με τίς φιλενάδες της στο χωριό .Τίς κυριακές στην εκκλησιά συναντούσε τις φιλίες της κι’ έφερνε μερικές στο σπίτι για καφφέ. Βέβαια στο κουβεντολόι απάνω γινότανε επισκόπηση και ανταλλαγή σ’όλα του χωριού τα κοινωνικά.Σιγά-σιγά με τον χρόνο μεγάλωνε,τάιζε και διάβαζε τα παιδιά της που πηγαίνανε σχολειό ,μα πάντα ήτανε ανήσυχη για το μέλλον. Φαίνεται πως το στενό περιβάλλον δεν ικανοποιούσε τις προσδοκίες της. Ετσι κάποια μέρα ,με προμηνύματα πολέμου στον ορίζοντα μετακομίσαμε εις Αργοστόλιον ,όπου μια νέα φάση ζωής άρχιζε να διαφαίνεται .. Ο Πατέρας σκλάβος της δουλειάς, της εκκλησιάς και του Θεού ,ανθρωπος υπερσυντηρητικός σε όλα του ,αληθινός και αυστηρός με τον εαυτό του, δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις, με τις οποίες συμφωνούσε πάντα η μάννα Εφτασε ο πόλεμος που με την κατοχή του νησιού αλλαξε την ζωή μας δραματικά. Η μάννα υπέφερε ,γιατί στην ανέχεια και την πείνα δεν ήτανε μαθημένη ,και που πάντα φύλαγε στις τσεπες της κάτι για τα παιδιά της ,λίγη προσφορά,σταφίδα η και βερύκοκα .Πάντα και πάντα το θυμούμαι σαν και την έβλεπες κάτι είχε να δώσει. Μια υπέροχη υπαρξη ανιδιοτελούς προσφοράς .Ετρεξε σε φυλακές να μου φέρει φαί και ρούχα ,ανέβηκε τα σκαλοπάτια της κομαντατούρ για να ιδεί πως είμαι ,ράγισε η καρδιά της από τον πόνο σαν ήμουνα στις φυλακές τούτο δε μου το επανελάμβανε συχνά
και σαν οι συνθηκες κι’ο χρόνος επέτρεψαν να βρίσκομαι στην πόλη, από την ξενητειά φερμένος ήτανε γιομάτη χαρά, γιατί τα απογιόματα πάντα βρισκόμουνα στο πατρικό,απ’ όπου τ’αδελφια μου περνούσανε για ενα γειά. Κάποια μέρα του καλοκαιριού του 1986πέθανε αφού 4 χρόνια πριν είχε φύγει ο πατέρας, μα θυμούμαι καλά κοντά στο τέλος μούχε πεί «Παιδί μου Μεμά είναι καιρός να φύγω,μα δεν θέλω να πεθάνω. Η Ροδαμάνθη εφυγε μα δεν πέθανε ποτέ. Μς . Τορόντο 23/5/2005.-
Ναί αυτό ήτανε ,μιά θύμηση στη Μάννα ,αυτή την Υπέροχη μάννα που θυσιάζει την δική της ζωή για το ανάστημα των παιδιών της. Είναι σαν να λέμε ,η μοίρα της επεφύλαξε τον ρόλο, να φυλάει Θερμοπύλες. .Πιστή στα καθιερωμένα μιας παληάς πουριτανικής ζωής, η φαμίλια της την πάντρεψε νωρίς, γιατί ο Αντώνης ο Κόντες ειχε άλλες τέσσαρες για παντρειά. Kai δεν είναι καθόλου αστείο που τα κατάφερε μια χαρά, χάρις στη σοφία που κυριαρχούσε στο νού του.Η Ροδαμάνθη ήθελε την διάπρεψή της μέσα στο χωριό και για τον σκοπό αυτόνε προέτρεψε τον πατέρα μου να γίνει παπάς.’Ετσι στελίαστηκε μια νέα οικογένεια που μέριμνά της είχε την υπηρέτηση του θεού και τον πολλαπλασιασμό της. Η Μάννα ήτανε γιομάτη καλωσυνη και με μας όλους , μα και με τίς φιλενάδες της στο χωριό .Τίς κυριακές στην εκκλησιά συναντούσε τις φιλίες της κι’ έφερνε μερικές στο σπίτι για καφφέ. Βέβαια στο κουβεντολόι απάνω γινότανε επισκόπηση και ανταλλαγή σ’όλα του χωριού τα κοινωνικά.Σιγά-σιγά με τον χρόνο μεγάλωνε,τάιζε και διάβαζε τα παιδιά της που πηγαίνανε σχολειό ,μα πάντα ήτανε ανήσυχη για το μέλλον. Φαίνεται πως το στενό περιβάλλον δεν ικανοποιούσε τις προσδοκίες της. Ετσι κάποια μέρα ,με προμηνύματα πολέμου στον ορίζοντα μετακομίσαμε εις Αργοστόλιον ,όπου μια νέα φάση ζωής άρχιζε να διαφαίνεται .. Ο Πατέρας σκλάβος της δουλειάς, της εκκλησιάς και του Θεού ,ανθρωπος υπερσυντηρητικός σε όλα του ,αληθινός και αυστηρός με τον εαυτό του, δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις, με τις οποίες συμφωνούσε πάντα η μάννα Εφτασε ο πόλεμος που με την κατοχή του νησιού αλλαξε την ζωή μας δραματικά. Η μάννα υπέφερε ,γιατί στην ανέχεια και την πείνα δεν ήτανε μαθημένη ,και που πάντα φύλαγε στις τσεπες της κάτι για τα παιδιά της ,λίγη προσφορά,σταφίδα η και βερύκοκα .Πάντα και πάντα το θυμούμαι σαν και την έβλεπες κάτι είχε να δώσει. Μια υπέροχη υπαρξη ανιδιοτελούς προσφοράς .Ετρεξε σε φυλακές να μου φέρει φαί και ρούχα ,ανέβηκε τα σκαλοπάτια της κομαντατούρ για να ιδεί πως είμαι ,ράγισε η καρδιά της από τον πόνο σαν ήμουνα στις φυλακές τούτο δε μου το επανελάμβανε συχνά
και σαν οι συνθηκες κι’ο χρόνος επέτρεψαν να βρίσκομαι στην πόλη, από την ξενητειά φερμένος ήτανε γιομάτη χαρά, γιατί τα απογιόματα πάντα βρισκόμουνα στο πατρικό,απ’ όπου τ’αδελφια μου περνούσανε για ενα γειά. Κάποια μέρα του καλοκαιριού του 1986πέθανε αφού 4 χρόνια πριν είχε φύγει ο πατέρας, μα θυμούμαι καλά κοντά στο τέλος μούχε πεί «Παιδί μου Μεμά είναι καιρός να φύγω,μα δεν θέλω να πεθάνω. Η Ροδαμάνθη εφυγε μα δεν πέθανε ποτέ. Μς . Τορόντο 23/5/2005.-
Comments