οι θησαυροί της γλώσσας μας.
Μια κορώνα στο προσεισμικό θέατρο "ο Κέφαλος"
εκτύπωση
Το κείμενο είναι ένα απόσπασμα μισοκαμένου ανυπόγραφου χειρόγραφου που βρέθηκε στά χαλάσματα του "Κέφαλου", μετά την καταστροφή του, τον Σεπτέμβρη του 1943. Το βρήκε και το μετέγραψε ο Αγγελο-διονύσης Δεμπόνος.
Εκειό το μανίφικο τριόμφο τση μιλανέζικης όπερας είναι που έβαλε τη στερνή τη μπόλα !!! Μία μπόλα τερμινάλε και, περ ντιπιού, φέρμα, στη βίτα τεατράλε τση Χώρας! Μία λίνια που βάστηξε πενήντα χρόνους ολάκερους, με το συμπάθειο, έσπασε τάλε κουάλε τα αψιωμένα σπαράγγια! Από όντες, καναπεί ο "Κέφαλος", η γκλοριόζα σένα του Αργοστολιού, διαπλάτωσε, το 1858, τη μεγάλη μπασιά του, να σπιτώσει τσι πουλιό φαμόζες κομπανίες του μπελ κάντο που, με τσι άριες, σκουπάρανε μονοτάρως καρδιές και παλάτσα και χαμώγια και αυλές! Ξεμπουκάδες ακουρμαινόντανε, ολοχρονίς να πετουρίζουνε σε σάλες, σε στράτες, στα καντούνια και σ' όλες τση Χώρας τσι αγκωνές, να αρταίνουνε τση ζήσης τη μιζέρια!!!
Απένα που η κομίσια, παραμονή Χριστούγεννα, στα 1905, βάρτηκε να αγιουτάρει του δήμαρχου το μπαγιόκο, αγκαζάρανε τον Ενρίτση, ο σόλιτος ιμπρεσάριος που ‘χε απομείνει ολόρτος, να πεταχτεί απέναντι, να μοντάρει μία κομπανία τση προκοπής. Τόμου το ρεντίκολο τεατράλε τση χρονιάς που επέρασε, όντες το σουριξίδι και τα μπάστα εβουήξανε στα επουράνια, έπρεπε να απολησμονηθεί και να πάει στον αγύριστο.
Ητανε αβίζο πενσάλε να αλεγράρει το νιονιό το αθρώπινο, να ξεδώσουν οι πικραμένες ψυχούλες και να ξεθωριάσει το κορότο πούμπλικο, που η μαγαρισμένη η βλογιά αντάμα με τον κολεά τση, το φονιά τον τύφο, είχανε φωλιάσει σ' τσι καρδιές, τόμου μανταλώσανε με καδινάτσους σίγουρους και παλάτσα και σπιτόπουλα, απένα που, Νοέμβρη μήνα, ο κόσμος, ασπετάδος, ανίμενε το αρίβο άλλης κομπανίας ιταλιάνικης!!!
Μας ήρτε Θέατρο λαμπρό, ογλήγορα και ανώρως
η πριμαντόνα ευλογιά και τύφος ο τενόρος!
Ο Ενρίτσης σέριος, κοσπέτο δε μπάκο, δίχως μινούντσιες, με μπατινάδο το μουστάκι, σκαπάρησε δελέγκου. Αμπαντονάρησε Νάπολες και Πάρμες με τσι γαλιάντρες τσου, όθενε εψαρεύανε τσι κομπανίες τση κακομοιριάς, και ανηφόρησε όσομε το Μιλάνο, όθε εστέλιασε μία κομπανία μανίφικα! Ένα μοσκοβολιστό μποκέ από μπελέτσες αφρόεσες και φωνές ντελικάτες στο ιντόνο τσου, ντα βέρο, αρσενικές και θηλυκές, που χρόνια είχε να ακουρμαστεί ο "Κέφαλος", ο τσαμένος.
Η κομπανία αριβάρησε στη Χώρα απούντο! Γόμου οι μέρες πονηρές και νουμεράδες, εσφίγγανε για Σαρακοστή και κανένας τσου δεν άντεχε του δεσπότη τσι στραβομουτσούνες και τη φάουσα.
Σαββατόβραδο, Γενάρη 28, που έδωκε την πρώτη πρεζέντα τση με την "Εμπρέα", το παλαμάκι και τα μπράβο εξεφτίσανε τα ταμούζα του "Κέφαλου"! Φίσκα πάρκα και πλατεία, τζεντίλοι και μαρκάτοι με τσι νοικοκυρές και τσι θυγατέρες τσου ορνάδες σα μαντόνες και αψηλά στο υπερώο το σουσουράδο πόπολο, ούλοι τσου βουλημένοι να πιτιμήσουνε κορότα και μορτόρια, ομπροστά στη τζόγια και τη μπελέτσα πρεζεντάδες στων οματιών τσου τσι λάουρες. Τόμου και οι αρτίστες πρίμα ρόλα μα και τα όργανα τση ορκέστρας, αριβάδα όξουθε, ακομπανιάρανε τσι άριες και τα ρετσιτατίβα, με τέτοια μαεστρία που τα ντα κάπο δεν είχανε αποτελειωμό. Κι όσο για το κόρο, άκου μιράκολο, το αγιουτάρησε ο Κάρμενος με τσου μαρτέζους του.
Άκου τραγούδι δυνατό να μη σε πιάνει νύστα,
Ηνα γλέπεις και τον Κάρμενο που κάνει τον κορίστα!
Την Κυριακή που ο Φλεβάρης είχε δώδεκα, έπρεπε, κατά το ρίτο τεατράλε, να αποκόψει και η κομπανία να σκαπάρει. Τόμου ξημέρωνε Καθαρή Δευτέρα και σ' ετούτο κανένας δεν εκούταε να παραστήσει τον παραβάτη.
Περ φόρτσα όμως τση παράδοσης, αφού ρεποσάρανε νιά χιά, να ανασάνει η κομπανία, φόρσε για τσι πρόβες κάτι μανίφικου, Κυριακή 20 του Φλεβάρη, στα 1906, ανέβασε "Μεφιστόφελε", αρκινώντας μπρουτύτερα από το συνήθειο, για να προλάβουνε να νετάρουνε αμπονόρα. Τόμου μακρύ το λιμπρέτο, ατέλειωτες οι σένες αντάμα με τα ντα κάπο ετρώανε τσι ώρες όσομε τα μεσάνυχτα!!!
Με τσι στερνές κορώνες τση Μαργαρίτας και του Πικατάρατου, που γκλοριόζος διαφέντευε τα απάνου και τα κάτου, έπεσε το σεπάριο του φινάλε και τότενες ο "Κέφαλος" εταρακουνήθηκε λες από σεισμό, και το παλαμάκι με τα μπράβο, αριβάρησε σαν τρεματούρα όσομε τον πολυέλαιο, που κρεμότανε από τη μαΐστρα τση σοφίτας!
Έλαχε να πέσει και η σεράτα τση πρίμας που την επεράσανε, σονάροντας, με τη λεντίκα τση κάτου από ένα άρκο τριαμφάλε, στημένο ξαπόστα όξου από το θέατρο, χώρια τα πιτσούνια που αμολύσανέ στη σάλα την ώρα με τα παλαμάκια και τα φιόρα αριβάδα αγκαζέ από το Τζάντε! Όσο για τζογιέλα τση γιομόσανε, τση κουτσούνας, μια βαντιέρα. Τρεζόρο ολάκερο!!!
Ετούτο εστάθηκε το φινάλε τση μιλανέζικης κομπανίας!
Μήτε κι ο πουλιό μαγκούφης, εκειό το μομέντο του εβίβα, δεν ανίμενε πως απείκαζε τη στερνή πρεζέντσα ιταλιάνικης κομπανίας στον "Κέφαλο". Τόμου μήτε ο δεσπότης μοζοντούριασε, με το αφρόντο του κοπαδιού του, ούτε και κανένας κουτουπώθηκε πως σαρακοστιάτικα οι γαλιάντρες κορτάρανε με τσου τζιτζιφιόγκους τση Χώρας, μολεύοντας τσι άγιες μέρες.
Τόμου τη χρονιά που ακλούθησε ο σκαραφόνος ο δήμαρχος, μουλαρομένος με την κομίσια για την τσιφουτιά τση, κόβει τη σπέζα και δίχως αγιούτο τση δημαρχίας ούλα πήανε αμόντε. Φτωχά ντούνκουε τα όβολα που εδίνανε οι παρκίστες και δε δικάανε μήτε για σάλιο. Και την παραλή χρονιά, το 1908, ντα κάπο η φούγια και το κοντράστο με τσου παρκίστες και την κομίσια τσου, άφηκε το Θέατρο αναύλωτο.
Από ετούτηνε τη μισάνοιχτη μπασιά που ανίμενε ιταλιάνους, μπουκάρησε δίχως ριφόρτσο, για πρώτη βολά στον αιώνα τον άπαντα, Γενάρης του 1908, κομπανία γκρέκα, παναπεί θίασος ελληνικός, των Κοτοπούλης-Μυράτ. Δίχως κάντο και όργανα, στάθηκε ολότελα στράνα παράσταση για τα γούστα. Τα παιδιά τση Χώρας τηνε κοντραστάρανε και αφήκανε τσου θεατρίνους να παραστένουνε ομπροστά σε μισογιομάτα πάρκα και αδειανές πολτρόνες. Το μπέλ κάντο, το ιμορτάλε, είχε ανικήσει την πρόζα ακόμα κι έτσι. Με το απσέντε του!!!
Οι χρονιές που ακλουθάνε είναι να τσι κλαίς κι όχι να θεατρίζεσαι!..
Είναι να ακουρμαίνεσαι την Ερόικα να σονάρει και μάρτσιες φούνεμπρες και όχι όπερες με πρίμες και τενόρους. Πόλεμος ... και ντα κάπο πόλεμος. Όσομε που εξεσμπουράρησε και το μεγάλο ρεντίκολο που εμακέλευε την Ευρώπη ολάκερη, όθε εμπερδουκλώθηκε και η μαγκούφα η Ιταλία και εκλείσανε, ντα βέρο, ολότελα οι πόρτες τση! Από τότενες και για πάντα η μπασιά δεν ξαναδιαπλάτωσε σε κομπανία ιταλιάνικη, με πρίμες και τενόρους, όσομε που απολησμονηθήκανε, αντάμα με τσι άριες και τα κάντα τσου.
Φόρσε ο Πικατάρατος τριομφάδος, ετότενες, με τον Μεφιστόφελε, να εφυλάκωσε στην τσάκα του και την ψυχή του μαγκούφη του "Κέφαλου"! Τόμου πεκάτο μορτάλε να μαγαρίσεις τσιάγιες μέρες με σοναμέντα και αργολαβίες, κόντρα τίρο και κόντρα βία.
Φόρσε και να' ναι αλλοιώτικα και όλα ετούτα ελάχανε μονάχα ένα κάζο ατσιντέντε σ' τσι τούμπουλες του χρόνου και τίποτσι πορσίτερο! Ένα αφρόντο πασάδο, που απολησμονήθηκε!!!
Όσομε να σημάνει η καμπάνα τση Ανάστασης, να λεφτερωθεί η Πλάση και ο "Κέφαλος" ομάδι, από όλους τσου Σκατόφωλους και του Βελζεβούληδες τση Οικουμένης που τηνε πιλατεύουνε από τσι μέρες τση Δημιουργίας.
Σημείωση. θα επιθυμούσα τον σχολιασμό του κειμένου.Λορνιόν lornion.blogspot.com
εκτύπωση
Το κείμενο είναι ένα απόσπασμα μισοκαμένου ανυπόγραφου χειρόγραφου που βρέθηκε στά χαλάσματα του "Κέφαλου", μετά την καταστροφή του, τον Σεπτέμβρη του 1943. Το βρήκε και το μετέγραψε ο Αγγελο-διονύσης Δεμπόνος.
Εκειό το μανίφικο τριόμφο τση μιλανέζικης όπερας είναι που έβαλε τη στερνή τη μπόλα !!! Μία μπόλα τερμινάλε και, περ ντιπιού, φέρμα, στη βίτα τεατράλε τση Χώρας! Μία λίνια που βάστηξε πενήντα χρόνους ολάκερους, με το συμπάθειο, έσπασε τάλε κουάλε τα αψιωμένα σπαράγγια! Από όντες, καναπεί ο "Κέφαλος", η γκλοριόζα σένα του Αργοστολιού, διαπλάτωσε, το 1858, τη μεγάλη μπασιά του, να σπιτώσει τσι πουλιό φαμόζες κομπανίες του μπελ κάντο που, με τσι άριες, σκουπάρανε μονοτάρως καρδιές και παλάτσα και χαμώγια και αυλές! Ξεμπουκάδες ακουρμαινόντανε, ολοχρονίς να πετουρίζουνε σε σάλες, σε στράτες, στα καντούνια και σ' όλες τση Χώρας τσι αγκωνές, να αρταίνουνε τση ζήσης τη μιζέρια!!!
Απένα που η κομίσια, παραμονή Χριστούγεννα, στα 1905, βάρτηκε να αγιουτάρει του δήμαρχου το μπαγιόκο, αγκαζάρανε τον Ενρίτση, ο σόλιτος ιμπρεσάριος που ‘χε απομείνει ολόρτος, να πεταχτεί απέναντι, να μοντάρει μία κομπανία τση προκοπής. Τόμου το ρεντίκολο τεατράλε τση χρονιάς που επέρασε, όντες το σουριξίδι και τα μπάστα εβουήξανε στα επουράνια, έπρεπε να απολησμονηθεί και να πάει στον αγύριστο.
Ητανε αβίζο πενσάλε να αλεγράρει το νιονιό το αθρώπινο, να ξεδώσουν οι πικραμένες ψυχούλες και να ξεθωριάσει το κορότο πούμπλικο, που η μαγαρισμένη η βλογιά αντάμα με τον κολεά τση, το φονιά τον τύφο, είχανε φωλιάσει σ' τσι καρδιές, τόμου μανταλώσανε με καδινάτσους σίγουρους και παλάτσα και σπιτόπουλα, απένα που, Νοέμβρη μήνα, ο κόσμος, ασπετάδος, ανίμενε το αρίβο άλλης κομπανίας ιταλιάνικης!!!
Μας ήρτε Θέατρο λαμπρό, ογλήγορα και ανώρως
η πριμαντόνα ευλογιά και τύφος ο τενόρος!
Ο Ενρίτσης σέριος, κοσπέτο δε μπάκο, δίχως μινούντσιες, με μπατινάδο το μουστάκι, σκαπάρησε δελέγκου. Αμπαντονάρησε Νάπολες και Πάρμες με τσι γαλιάντρες τσου, όθενε εψαρεύανε τσι κομπανίες τση κακομοιριάς, και ανηφόρησε όσομε το Μιλάνο, όθε εστέλιασε μία κομπανία μανίφικα! Ένα μοσκοβολιστό μποκέ από μπελέτσες αφρόεσες και φωνές ντελικάτες στο ιντόνο τσου, ντα βέρο, αρσενικές και θηλυκές, που χρόνια είχε να ακουρμαστεί ο "Κέφαλος", ο τσαμένος.
Η κομπανία αριβάρησε στη Χώρα απούντο! Γόμου οι μέρες πονηρές και νουμεράδες, εσφίγγανε για Σαρακοστή και κανένας τσου δεν άντεχε του δεσπότη τσι στραβομουτσούνες και τη φάουσα.
Σαββατόβραδο, Γενάρη 28, που έδωκε την πρώτη πρεζέντα τση με την "Εμπρέα", το παλαμάκι και τα μπράβο εξεφτίσανε τα ταμούζα του "Κέφαλου"! Φίσκα πάρκα και πλατεία, τζεντίλοι και μαρκάτοι με τσι νοικοκυρές και τσι θυγατέρες τσου ορνάδες σα μαντόνες και αψηλά στο υπερώο το σουσουράδο πόπολο, ούλοι τσου βουλημένοι να πιτιμήσουνε κορότα και μορτόρια, ομπροστά στη τζόγια και τη μπελέτσα πρεζεντάδες στων οματιών τσου τσι λάουρες. Τόμου και οι αρτίστες πρίμα ρόλα μα και τα όργανα τση ορκέστρας, αριβάδα όξουθε, ακομπανιάρανε τσι άριες και τα ρετσιτατίβα, με τέτοια μαεστρία που τα ντα κάπο δεν είχανε αποτελειωμό. Κι όσο για το κόρο, άκου μιράκολο, το αγιουτάρησε ο Κάρμενος με τσου μαρτέζους του.
Άκου τραγούδι δυνατό να μη σε πιάνει νύστα,
Ηνα γλέπεις και τον Κάρμενο που κάνει τον κορίστα!
Την Κυριακή που ο Φλεβάρης είχε δώδεκα, έπρεπε, κατά το ρίτο τεατράλε, να αποκόψει και η κομπανία να σκαπάρει. Τόμου ξημέρωνε Καθαρή Δευτέρα και σ' ετούτο κανένας δεν εκούταε να παραστήσει τον παραβάτη.
Περ φόρτσα όμως τση παράδοσης, αφού ρεποσάρανε νιά χιά, να ανασάνει η κομπανία, φόρσε για τσι πρόβες κάτι μανίφικου, Κυριακή 20 του Φλεβάρη, στα 1906, ανέβασε "Μεφιστόφελε", αρκινώντας μπρουτύτερα από το συνήθειο, για να προλάβουνε να νετάρουνε αμπονόρα. Τόμου μακρύ το λιμπρέτο, ατέλειωτες οι σένες αντάμα με τα ντα κάπο ετρώανε τσι ώρες όσομε τα μεσάνυχτα!!!
Με τσι στερνές κορώνες τση Μαργαρίτας και του Πικατάρατου, που γκλοριόζος διαφέντευε τα απάνου και τα κάτου, έπεσε το σεπάριο του φινάλε και τότενες ο "Κέφαλος" εταρακουνήθηκε λες από σεισμό, και το παλαμάκι με τα μπράβο, αριβάρησε σαν τρεματούρα όσομε τον πολυέλαιο, που κρεμότανε από τη μαΐστρα τση σοφίτας!
Έλαχε να πέσει και η σεράτα τση πρίμας που την επεράσανε, σονάροντας, με τη λεντίκα τση κάτου από ένα άρκο τριαμφάλε, στημένο ξαπόστα όξου από το θέατρο, χώρια τα πιτσούνια που αμολύσανέ στη σάλα την ώρα με τα παλαμάκια και τα φιόρα αριβάδα αγκαζέ από το Τζάντε! Όσο για τζογιέλα τση γιομόσανε, τση κουτσούνας, μια βαντιέρα. Τρεζόρο ολάκερο!!!
Ετούτο εστάθηκε το φινάλε τση μιλανέζικης κομπανίας!
Μήτε κι ο πουλιό μαγκούφης, εκειό το μομέντο του εβίβα, δεν ανίμενε πως απείκαζε τη στερνή πρεζέντσα ιταλιάνικης κομπανίας στον "Κέφαλο". Τόμου μήτε ο δεσπότης μοζοντούριασε, με το αφρόντο του κοπαδιού του, ούτε και κανένας κουτουπώθηκε πως σαρακοστιάτικα οι γαλιάντρες κορτάρανε με τσου τζιτζιφιόγκους τση Χώρας, μολεύοντας τσι άγιες μέρες.
Τόμου τη χρονιά που ακλούθησε ο σκαραφόνος ο δήμαρχος, μουλαρομένος με την κομίσια για την τσιφουτιά τση, κόβει τη σπέζα και δίχως αγιούτο τση δημαρχίας ούλα πήανε αμόντε. Φτωχά ντούνκουε τα όβολα που εδίνανε οι παρκίστες και δε δικάανε μήτε για σάλιο. Και την παραλή χρονιά, το 1908, ντα κάπο η φούγια και το κοντράστο με τσου παρκίστες και την κομίσια τσου, άφηκε το Θέατρο αναύλωτο.
Από ετούτηνε τη μισάνοιχτη μπασιά που ανίμενε ιταλιάνους, μπουκάρησε δίχως ριφόρτσο, για πρώτη βολά στον αιώνα τον άπαντα, Γενάρης του 1908, κομπανία γκρέκα, παναπεί θίασος ελληνικός, των Κοτοπούλης-Μυράτ. Δίχως κάντο και όργανα, στάθηκε ολότελα στράνα παράσταση για τα γούστα. Τα παιδιά τση Χώρας τηνε κοντραστάρανε και αφήκανε τσου θεατρίνους να παραστένουνε ομπροστά σε μισογιομάτα πάρκα και αδειανές πολτρόνες. Το μπέλ κάντο, το ιμορτάλε, είχε ανικήσει την πρόζα ακόμα κι έτσι. Με το απσέντε του!!!
Οι χρονιές που ακλουθάνε είναι να τσι κλαίς κι όχι να θεατρίζεσαι!..
Είναι να ακουρμαίνεσαι την Ερόικα να σονάρει και μάρτσιες φούνεμπρες και όχι όπερες με πρίμες και τενόρους. Πόλεμος ... και ντα κάπο πόλεμος. Όσομε που εξεσμπουράρησε και το μεγάλο ρεντίκολο που εμακέλευε την Ευρώπη ολάκερη, όθε εμπερδουκλώθηκε και η μαγκούφα η Ιταλία και εκλείσανε, ντα βέρο, ολότελα οι πόρτες τση! Από τότενες και για πάντα η μπασιά δεν ξαναδιαπλάτωσε σε κομπανία ιταλιάνικη, με πρίμες και τενόρους, όσομε που απολησμονηθήκανε, αντάμα με τσι άριες και τα κάντα τσου.
Φόρσε ο Πικατάρατος τριομφάδος, ετότενες, με τον Μεφιστόφελε, να εφυλάκωσε στην τσάκα του και την ψυχή του μαγκούφη του "Κέφαλου"! Τόμου πεκάτο μορτάλε να μαγαρίσεις τσιάγιες μέρες με σοναμέντα και αργολαβίες, κόντρα τίρο και κόντρα βία.
Φόρσε και να' ναι αλλοιώτικα και όλα ετούτα ελάχανε μονάχα ένα κάζο ατσιντέντε σ' τσι τούμπουλες του χρόνου και τίποτσι πορσίτερο! Ένα αφρόντο πασάδο, που απολησμονήθηκε!!!
Όσομε να σημάνει η καμπάνα τση Ανάστασης, να λεφτερωθεί η Πλάση και ο "Κέφαλος" ομάδι, από όλους τσου Σκατόφωλους και του Βελζεβούληδες τση Οικουμένης που τηνε πιλατεύουνε από τσι μέρες τση Δημιουργίας.
Σημείωση. θα επιθυμούσα τον σχολιασμό του κειμένου.Λορνιόν lornion.blogspot.com
Comments