«Οι Τούρκοι καθίστανται ανυπόφοροι...»
Με τα λόγια του τίτλου περιέγραφε σε επιστολή προς τη γυναίκα του, λαίδη Κώρζον, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος της διάσκεψης της Λωζάννης το κλίμα ασφυξίας που προκαλούσε η Τουρκία στους εκπροσώπους συνολικά έντεκα, πλην της ιδίας, κρατών που συμμετείχαν στις εργασίες των πολύμηνων διαπραγματεύσεων μεταξύ Νοεμβρίου 1923 - Ιουλίου 1924 για την αποκατάσταση της τάξης πραγμάτων που είχε κλονιστεί εξαιτίας της ελληνοτουρκικής διαμάχης μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αναδίφηση γεγονότων και προσώπων μέσα από πρωτογενείς πηγές, όπως είναι απομνημονεύματα και ημερολόγια πρωταγωνιστών με κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση των ισορροπιών που ακολούθησαν, τα διπλωματικά έγγραφα, ακόμα και τα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, οδηγούν όλα στο συμπέρασμα ότι πάγια τακτική και όπλα της τουρκικής διπλωματίας, που δεν άλλαξε παρά το πέρασμα του χρόνου, ήσαν ανέκαθεν οι εκβιαστικές μέθοδοι, η επιθετικότητα και η αδιαλλαξία, η αλαζονεία, οι υπεκφυγές, ακόμα και οι αποχωρήσεις από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με σκοπό την εκμαίευση λύσεων όταν τα πράγματα έδειχναν να οδηγούνται σε αδιέξοδο.
Η συνταγή επαναλαμβάνεται και σήμερα, καθότι απλή. Ας δούμε τι έγινε στη Λωζάννη σχεδόν έναν αιώνα πριν, μέσα από προσωπικές και υπηρεσιακές σημειώσεις του λόρδου Κώρζον:
«Διήλθομεν ημέρα ταραχώδη. Οι Τούρκοι καθίστανται ανυπόφοροι. Χθες επί του θέματος των μειονοτήτων ο Ισμέτ απήγγειλε λόγον άσχετον και αναιδή. Είπον ότι ούτε εγώ ούτε οι συνάδελφοί μου είμεθα διατεθειμένοι να μας μεταχειρίζωνται τοιουτοτρόπως. Αν τούτο συνεχίζετο θα ανεχωρούμεν εκ Λωζάννης και η Τουρκία θα έπρεπε να αναλάβη την ευθύνην απέναντι του κόσμου. Ευρίσκομαι εδώ πέραν των τριών εβδομάδων και ούτε εν σημείον έχει τελικώς ρυθμισθή. Η ημέρα παρέρχεται με συνεχείς έριδας. Εκάμαμεν κάθε δυνατήν παραχώρησιν, αλλά οι Τούρκοι μάχονται επί παντός σημείου ως εάν να ήσαν κατακτηταί του κόσμου». Στις 26 Δεκεμβρίου, ο ίδιος έγραφε: «Τηλεγραφήματα καταφθάνουν από παντού ενδεικτικά ότι το πείσμα των Τούρκων είναι σκόπιμον και ότι προετοιμάζονται δι’ επανάληψιν των εχθροπραξιών. Οι Τούρκοι γίνονται ημέραν με την ημέραν αναιδείς και ατίθασοι και αρχίζω να απελπίζωμαι». Με το ίδιο πνεύμα συνέτασσε και τα επίσημα τηλεγραφήματά του προς το Φόρεϊν Οφις. Ελεγε χαρακτηριστικά σε κάποιο από αυτά πως από συνομιλία του με τον Ισμέτ Πασά η εντύπωση που απεκόμισε ήταν ότι «ήτο ως να ωμιλούσε κανείς με την πυραμίδα του Χέοπος» εξαιτίας των διαρκών υπεκφυγών του συνομιλητή του.
Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά ασφυκτικό για όλους τους εθνικούς εκπροσώπους κλίμα κύλησαν οι εργασίες μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου, οπότε διεκόπησαν με πρωτοβουλία του Κώρζον, για να επαναληφθούν περί τα τέλη Απριλίου. Η απόφαση εκείνη του Βρετανού επικεφαλής εμπεριείχε μέγα κίνδυνο επανέναρξης των εχθροπραξιών και ο ίδιος το γνώριζε καλά αυτό, όπως σημείωνε σε ιδιόχειρες σημειώσεις του. Ηταν όμως τέτοια η οξύτητα που επήλθε μεταξύ αυτού, ως προέδρου της διάσκεψης, και του Ισμέτ Πασά και τόσο βαριά τα λόγια που αντήλλαξαν, ώστε η διακοπή εμφανιζόταν μονόδρομος. Εγραφε αηδιασμένος από τη συμπεριφορά του Ισμέτ ο Βρετανός πολιτικός: «Ως γνήσιος Τούρκος εσκέπτετο ότι θα ηδύνατο να με προλάβη προτού στρίψω την γωνίαν του δρόμου διά μίαν τελικήν διαπραγμάτευσιν ως προς την τιμήν του τάπητος», με αφορμή την αγωνία του δεύτερου να τηλεφωνήσει δύο φορές μέσα σε μία ώρα στο ξενοδοχείο όπου διέμενε η βρετανική αντιπροσωπεία, το Beau Rivage, για να διαπιστώσει ότι όντως ο λόρδος Κώρζον είχε εγκαταλείψει τη Λωζάννη, ώρα 9η εσπερινή με τρένο για το Λονδίνο.
Βρετανοί ιστορικοί αποδίδουν μεγάλο μέρος ευθύνης της τουρκικής αδιαλλαξίας προσωπικά στον Ινονού, εξαιτίας του μειονεκτικού πλέγματος που έτρεφε έναντι των Ευρωπαίων και της άγνοιας των θεμάτων,γεγονός που τον ανάγκαζε να υποβάλλει διαρκή αιτήματα διακοπής των εργασιών προκειμένου να λαμβάνει οδηγίες της Αγκυρας. Ο Ινονού είχε εξομολογηθεί στον υπεύθυνο του εξωτερικού δελτίου των Times Τέντι Χόντζκιν ότι έτρεφε θαυμασμό για δύο άνδρες: τον λόρδο Κώρζον και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οπως σημείωσε ο αείμνηστος Βύρων Θεοδωρόπουλος, «η προσπάθεια να γνωρίσομε την Τουρκία χρησιμεύει στο να αποφεύγομε εσφαλμένους χειρισμούς από επικίνδυνες κινήσεις της άλλης πλευράς σε βάρος της χώρας μας».
Η συνταγή επαναλαμβάνεται και σήμερα, καθότι απλή. Ας δούμε τι έγινε στη Λωζάννη σχεδόν έναν αιώνα πριν, μέσα από προσωπικές και υπηρεσιακές σημειώσεις του λόρδου Κώρζον:
«Διήλθομεν ημέρα ταραχώδη. Οι Τούρκοι καθίστανται ανυπόφοροι. Χθες επί του θέματος των μειονοτήτων ο Ισμέτ απήγγειλε λόγον άσχετον και αναιδή. Είπον ότι ούτε εγώ ούτε οι συνάδελφοί μου είμεθα διατεθειμένοι να μας μεταχειρίζωνται τοιουτοτρόπως. Αν τούτο συνεχίζετο θα ανεχωρούμεν εκ Λωζάννης και η Τουρκία θα έπρεπε να αναλάβη την ευθύνην απέναντι του κόσμου. Ευρίσκομαι εδώ πέραν των τριών εβδομάδων και ούτε εν σημείον έχει τελικώς ρυθμισθή. Η ημέρα παρέρχεται με συνεχείς έριδας. Εκάμαμεν κάθε δυνατήν παραχώρησιν, αλλά οι Τούρκοι μάχονται επί παντός σημείου ως εάν να ήσαν κατακτηταί του κόσμου». Στις 26 Δεκεμβρίου, ο ίδιος έγραφε: «Τηλεγραφήματα καταφθάνουν από παντού ενδεικτικά ότι το πείσμα των Τούρκων είναι σκόπιμον και ότι προετοιμάζονται δι’ επανάληψιν των εχθροπραξιών. Οι Τούρκοι γίνονται ημέραν με την ημέραν αναιδείς και ατίθασοι και αρχίζω να απελπίζωμαι». Με το ίδιο πνεύμα συνέτασσε και τα επίσημα τηλεγραφήματά του προς το Φόρεϊν Οφις. Ελεγε χαρακτηριστικά σε κάποιο από αυτά πως από συνομιλία του με τον Ισμέτ Πασά η εντύπωση που απεκόμισε ήταν ότι «ήτο ως να ωμιλούσε κανείς με την πυραμίδα του Χέοπος» εξαιτίας των διαρκών υπεκφυγών του συνομιλητή του.
Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά ασφυκτικό για όλους τους εθνικούς εκπροσώπους κλίμα κύλησαν οι εργασίες μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου, οπότε διεκόπησαν με πρωτοβουλία του Κώρζον, για να επαναληφθούν περί τα τέλη Απριλίου. Η απόφαση εκείνη του Βρετανού επικεφαλής εμπεριείχε μέγα κίνδυνο επανέναρξης των εχθροπραξιών και ο ίδιος το γνώριζε καλά αυτό, όπως σημείωνε σε ιδιόχειρες σημειώσεις του. Ηταν όμως τέτοια η οξύτητα που επήλθε μεταξύ αυτού, ως προέδρου της διάσκεψης, και του Ισμέτ Πασά και τόσο βαριά τα λόγια που αντήλλαξαν, ώστε η διακοπή εμφανιζόταν μονόδρομος. Εγραφε αηδιασμένος από τη συμπεριφορά του Ισμέτ ο Βρετανός πολιτικός: «Ως γνήσιος Τούρκος εσκέπτετο ότι θα ηδύνατο να με προλάβη προτού στρίψω την γωνίαν του δρόμου διά μίαν τελικήν διαπραγμάτευσιν ως προς την τιμήν του τάπητος», με αφορμή την αγωνία του δεύτερου να τηλεφωνήσει δύο φορές μέσα σε μία ώρα στο ξενοδοχείο όπου διέμενε η βρετανική αντιπροσωπεία, το Beau Rivage, για να διαπιστώσει ότι όντως ο λόρδος Κώρζον είχε εγκαταλείψει τη Λωζάννη, ώρα 9η εσπερινή με τρένο για το Λονδίνο.
Βρετανοί ιστορικοί αποδίδουν μεγάλο μέρος ευθύνης της τουρκικής αδιαλλαξίας προσωπικά στον Ινονού, εξαιτίας του μειονεκτικού πλέγματος που έτρεφε έναντι των Ευρωπαίων και της άγνοιας των θεμάτων,γεγονός που τον ανάγκαζε να υποβάλλει διαρκή αιτήματα διακοπής των εργασιών προκειμένου να λαμβάνει οδηγίες της Αγκυρας. Ο Ινονού είχε εξομολογηθεί στον υπεύθυνο του εξωτερικού δελτίου των Times Τέντι Χόντζκιν ότι έτρεφε θαυμασμό για δύο άνδρες: τον λόρδο Κώρζον και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οπως σημείωσε ο αείμνηστος Βύρων Θεοδωρόπουλος, «η προσπάθεια να γνωρίσομε την Τουρκία χρησιμεύει στο να αποφεύγομε εσφαλμένους χειρισμούς από επικίνδυνες κινήσεις της άλλης πλευράς σε βάρος της χώρας μας».
* Η κ. Φωτεινή Τομαή είναι πρεσβευτής - ιστορικός.
Comments