Μια διαφορετική γραφή. Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος
«Παράξενες μέρες. Μέρες που ενόσω το όνειρο, μιας αδελφωμένης ανθρωπότητας θα μπορούσε να ‘ναι πιο κοντά φαίνεται αποκαρδιωτικά μακρινό. Για να συνεχίσουμε να μοχθούμε «χρειαζόμαστε εμβόλιο κατά της απογοήτευσης.»[i]
Από παντού βομβαρδιζόμαστε από πολεμικά ανακοινωθέντα. Σε κάθε γωνιά του πλανήτη η βία πυροδοτείται. Κι εδώ, σε τούτη την γωνιά της γης, οι έλληνες προσπαθούμε να αποπερατώσουμε τα ολυμπιακά έργα, πασχίζουμε για την αναβίωση της ολυμπιακής εκεχειρίας και νομίζουμε ότι βρισκόμαστε σε ειρηνική περίοδο. Νομίζουμε ότι ασχολούμαστε με τα έργα της ειρήνης, όμως κάνουμε μεγάλο λάθος. Τον τελευταίο καιρό έχει ξεσπάσει ο «ιερός πόλεμος» μεταξύ Πατριαρχείου και Αρχιεπισκοπής. Δεν είναι βέβαια ένας πόλεμος πνιγμένος στο αίμα, είναι όμως ένας αλληλοσπαραγμός θρησκευτικός μεταξύ ομόπιστων για την επικράτηση στην εξουσία. Συμβαίνουμε μάρτυρες του γεγονότος ότι αφού εν τέλει η πολιτική ηγεσία κατάφερε να κρατήσει την χώρα μας στο περιθώριο της πολεμικής αναμπουμπούλας, οι πνευματικοί ηγέτες του ελληνισμού αποφάσισαν να κατατρώγονται ασύστολα κυνηγώντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο στην εξουσία. Δεν είμαι «άνθρωπος της εκκλησίας», πάντα με απωθούσε η εξουσιολαγνεία των ισχυρών, δυστυχώς αυτή την εικόνα με ποτίζει τόσα χρόνια η εκκλησία. Ένιωθα πως αυτή η χλιδή και η πολυτέλεια που υφαίνονται συχνά πυκνά με την εκκλησιαστική εξουσία είναι μακριά από κάθε είδους πνευματικότητα και αποπροσανατολίζει την ψυχή από το καλό και αγαθό. Παρόλα αυτά το σκηνικό της διχόνοιας με πειράζει. Με πειράζει διότι στην διδασκαλία του Ιησού βρίσκω ουσία εξέλιξης του ανθρώπου και με πειράζει να βλέπω τους εκπρόσωπους Tου να απομακρύνονται τόσο πολύ από τον Λόγο Του. Προσπαθώ λοιπόν να αντιπαλέψω, να βρω ακτίνες να φωτίσουν την ελπίδα μου για τον κόσμο. Με τα μάτια ορθάνοιχτα κοιτώ από πού, ποιος μπορεί να προσφέρει για το κοινό καλό και όχι να εξουσιάσει αρπακτικά. Ποιο στοιχείο θα οπλίσει την θέλησή μου με κουράγιο; Πως θα συνεχίσω να κρατώ το είναι μου δυνατό ενάντια στην παρακμή; Ψάχνω να βρω την αρετή όχι στα παχιά λόγια αλλά εκεί που εκφράζεται στην καθημερινότητα. Ψάχνω ανθρώπους που φέρουν φως από όπου κι αν προέρχονται ότι κι αν εκπροσωπούν. Το φως λοιπόν ήρθε με μια είδηση που διάβασα σε εφημερίδα στις αρχές της χρονιάς. Τότε που μια ομάδα ελλήνων στρατιωτών είχε εγκλωβιστεί σε έναν ναό που πυρπολήθηκε από αλβανούς στο Κοσσυφοπέδιο. Μάλιστα ήρθε από άνθρωπο της εκκλησίας, παρ΄ όλο που αυτή με ποτίζει με απογοήτευση. Ορθόδοξος, θρησκευτικός ηγέτης, συμπατριώτης μας είναι ένα από τα πιο αξιόλογα παραδείγματα ανθρώπων που η πράξη τους φωτίζει τις ελπίδες μας για έναν καλύτερο κόσμο. Πράξη ανθρώπου γενναίου που απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως και που μπορώ ανεπιφύλακτα να συστήσω στα παιδιά μου να του μοιάσουν. Λέει: «Η ειρήνη και η ασφάλεια για την οποία όλοι ομιλούν, θα εξασφαλιστεί με τη φροντίδα για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανάπτυξη των φτωχότερων κοινωνιών του πλανήτη.» [ii] και όλη του η ζωή είναι η μάχη να ‘ναι συνεπής σε αυτές τις λέξεις. Η είδηση λοιπόν που διάβασα έλεγε τα εξής: Ιδιαίτερη συγκίνηση έχει προκαλέσει η απόφαση του Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, Αναστάσιου, να προσφέρει το ποσό των 600.000 δολαρίων για την αναστήλωση στο Κοσσυφοπέδιο μίας εκκλησίας και ενός τζαμιού, ή την ανοικοδόμηση ενός νεανικού κέντρου. Στο μήνυμά του ο Αρχιεπίσκοπος τονίζει: «Η πυρπόληση εκκλησιών και τζαμιών δεν προωθεί τη δικαιοσύνη και την ειρήνη, ούτε ασφαλώς την πρόοδο. Αντίθετα, μας γυρίζει σε εποχές και πρακτικές που οδήγησαν τη Βαλκανική σε καθυστέρηση, σε διχασμούς και τραγωδίες. Όσοι μάλιστα εμπλέκουν τη θρησκεία στη βία, ουσιαστικά βιάζουν το πνεύμα της θρησκείας. Όσο δίκαιο και αν έχει κανείς, οφείλει να σεβασθεί την ιερότητα και τον ρόλο που έχουν οι ιεροί τόποι λατρείας. Αυτοί πρέπει να γίνονται κέντρα συμφιλιώσεως και ειρήνης και όχι εστίες συντηρήσεως εχθροτήτων. Μόνο με την ειρηνική συνύπαρξη των θρησκευτικών κοινοτήτων μπορεί να υπάρξει αληθινή κοινωνική πρόοδος. Αυτή την αρχή προσπαθούμε να σεβόμαστε χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Αλβανία: να συμβιώνουμε και να συνεργαζόμαστε αρμονικά. Η νηφαλιότητα της ανεξιθρησκείας και η τόλμη της αγάπης πρέπει να υπερνικήσουν το τυφλό μίσος που οδηγεί σε αλυσίδα συγκρούσεων. Κατά τον 21ο αιώνα, παντού, και κατ' εξοχή στην περιοχή των Βαλκανίων, καλούμεθα -ανεξάρτητα από την κοινότητα, εθνική ή θρησκευτική, στην οποία γεννηθήκαμε- να αγωνιστούμε για να συνυπάρξουμε ειρηνικά, με αλληλοσεβασμό και αλληλεγγύη.» Κλείνοντας το μήνυμά του, ο Αναστάσιος σημειώνει ότι «το ποσό αυτό συγκεντρώθηκε με κόπους για την ανοικοδόμηση του Καθεδρικού ναού στα Τίρανα…»Ήταν για μένα μια έμπρακτη απάντηση στο επεισόδιο της πυρπόλησης του ορθόδοξου ναού που υπερασπίστηκαν οι έλληνες στρατιώτες. Εντυπωσιάστηκα και αποφάσισα να μάθω για αυτόν τον άνθρωπο, να γνωρίσω την προέλευσή του, τον βίο του και το έργο του. Διαπίστωσα ψάχνοντας στο διαδίκτυο ότι μια τέτοια γενναία πράξη δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε μοναδική. Ένα πλήθος άλλων παρόμοιων πράξεων και ένα πλέγμα βαθιά ανθρώπινων συλλογισμών πλαισιώνει το έργο του. Θέλησα λοιπόν να κάνω μια μικρή συλλογή στοιχείων από την ζωή του, ενδεικτική για την ποιότητα που αναγνώρισα και να την μοιραστώ μαζί σας. Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος ξεκίνα την ζωή του στον Πειραιά με επτανησιακή καταγωγή, 4 Νοέμβρη του 1929.[iii] Στα πρώιμα ενδιαφέροντά του ήταν τα μαθηματικά και ως έφηβος νόμιζε ότι θα ακολουθήσει καριέρα επιστήμονα. Η εμπειρία του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου όμως τον επηρέασε βαθύτατα και ήταν οι αφορμές για να αναπροσανατολίσει την πορεία του. Το ερώτημα που γεννήθηκε μέσα του τότε ήταν: «που βρίσκεται η ελευθερία και η αγάπη; Πολλοί βρήκαν τον δρόμο τους στο κομμουνιστικό κίνημα αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ την ελευθερία και την αγάπη ως αποτέλεσμα του κομμουνιστικού κόμματος ή κανενός άλλου κόμματος.» Κατά την διάρκεια του πολέμου τα σχολεία ήταν κλειστά. Είχε την ευκαιρία να διαβάσει πολύ. Μάρξ, Φρόϋντ, Φόϋερμπαχ. Υπήρξε μια σημαντική στιγμή! «θυμάμαι σαν χτες γονατισμένος να ρωτώ: Υπάρχεις; Είναι αλήθεια ότι υπάρχει ο Θεός της Αγάπης; Δείξε την Αγάπη Σου. Δώσε μου ένα σημάδι. Όταν κάνεις τέτοια προσευχή η απάντηση έρχεται. Όχι με αγγέλους, αλλά συνειδητοποιείς ότι ο Θεός είναι εκεί, μπροστά σου και λέει, δεν ζητώ κάτι τι από εσένα αλλά εσένα ολόκληρο. Τότε αντιλαμβάνεσαι ότι σημαντικό είναι να δοθείς και όχι να δώσεις.»[iv] Έτσι ανέπτυξε μέσα του δυνατή πίστη ότι ο πόνος και η καταστροφή μπορούν να απαντηθούν μόνο μέσα από το μήνυμα της αιώνιας ειρήνης, της ειρήνης που προέρχεται από τον Ιησού Χριστό. Εισήχθη στην Θεολογική σχολή Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1951. [v] Νεαρός νιώθει μέσα του την αξία της υπηρεσίας του καλού και οι σκέψεις του τον οπλίζουν με τη δύναμη και την γενναιότητα να αντιπαρέλθεί μέσα από οποιεσδήποτε αντιξοότητες αφιερωμένος ολοκληρωτικά στον Ιησού Χριστό και τον Λόγο Του: «Θυμάμαι όταν τέλειωνα τη θητεία μου στο στρατό. Ήμουν ανθυπολοχαγός, ήμουν αρχηγός της Σχολής Διαβιβάσεων. Με είχαν βάλει σε στο ραδιόφωνο. 1954. Έπρεπε να τελειώσει η θητεία μου και να δω τι θα κάνω. Μεγάλη Τρίτη είχα βάρδια και δεν μπορούσα να βγω έξω. Με συγκίνησε ένα Ευαγγέλιο: ‘Αν ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην να αποθάνει, ούτος μόνος μένει. Αν δε αποθάνει, πολύ καρπόν φέρνει’. Πιστεύω ότι η χριστιανική ζωή έχει αυτό το μυστικό. Μια διάθεση προσφοράς χωρίς να σκέφτεσαι αν πετύχει ή δεν πετύχει και από κει και πέρα το αφήνεις στα χέρια του Θεού. Είσαι αυθεντικός όχι περιμένοντας αποτελέσματα, κάνοντας πλάνα, σχέδια, αλλά ζώντας αυτό το μυστήριο της πίστεως. Για μένα είναι ένα μυστήριο αγάπης.»[vi] Όταν αρχίζω πλέον και προβληματίζομαι για το τι είναι το χρέος, τι είναι να είναι κανείς Ορθόδοξος, με απασχολεί το θέμα ότι από την Ορθόδοξη εκκλησία λείπει το άνοιγμα το οποίο υπήρχε πάντοτε, το άνοιγμα προς τους άλλους. Προς αυτούς που δεν είχαν την ευλογία να ξέρουν αυτά που γνωρίζαμε εμείς.[vii] Τότε βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: «Καλά, θα πάνε οι άλλοι; Θα κάθεσαι εσύ στην Αθήνα και θα κάνεις διαλέξεις για να πάνε οι άλλοι; Έτσι λοιπόν λέω, Αναστάση, πρέπει να πας στην πρώτη γραμμή. … δεν είναι όμορφο να μιλάς για ορισμένες ιδέες οι οποίες δήθεν θα πρέπει να γίνουν από άλλους.»[viii] «Στα 33 μου, Χριστούγεννα πήγα στο μοναστήρι της Πάτμου. Ήταν μια περίοδος οπού βιώνεις την απόλυτη σιωπή και απομόνωση. Με απασχολούσε το ζήτημα σχετικά με το ιεραποστολικό έργο. Το ερώτημα μου ήταν, τι θα γίνει με τους κινδύνους που έχω να αντιμετωπίσω; Ήρθε η ανταπόκριση: Δεν είναι ο θεός αρκετός για σένα; Αν ο Θεός δεν σου φτάνει, τότε σε ποιο Θεό πιστεύεις; Αν ο Θεός σου αρκεί τότε πήγαινε!»[ix] Φτάνει στην Αφρική: «24 Μαΐου 1964. Το πρωί χειροτονούμαι, το βράδυ φεύγω για την Αφρική. Η πρώτη μου λειτουργία έγινε εκεί.»[x]Στην Ουγκάντα, εκεί ένιωσε ότι ήταν ο προορισμός του και πως η ζωή του επιτέλους είχε αρχίσει.[xi] -Όταν πήγατε στην Αφρική τι είχε προτεραιότητα για σας; Ρωτά ο δημοσιογράφος της ΝΕΤ Θεοδωράκης-Να είμαι συνεπής σε αυτό που πίστευα. Απαντά ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος. -… έχετε πει ότι: «Ενδεχομένως κάποιος που αυτοπροσδιορίζεται ως άθεος να είναι πολύ πιο κοντά στον Θεό από εμένα που φαίνομαι να είμαι εκπρόσωπός του». Στην Αφρική που πήγατε, ήσασταν απέναντι σε άθεους…-Όχι, όχι. Η Αφρική ήθελα να σας πω, είναι αδικημένη από πολλές πλευρές. Ευτυχώς όμως σε ένα πράγμα δεν είναι αδικημένη. Κανείς δεν της απαγόρευσε ποτέ, όπως έγινε στην Αλβανία, να πιστεύει, και αν θέλετε να τραγουδάει και να χορεύει για τον Θεό… Οι πρώτες έρευνές μου οι επιστημονικές ήταν για την Αφρικανική θρησκευτικότητα, η οποία πολλές φορές ονομάζεται "πρωτόγονη" από ορισμένους. Εγώ έχω αλλάξει τον όρο και τη λέω "πρωτογενή". Ο άνθρωπος που ζει σε συνθήκες τέτοιες δε σημαίνει ότι είναι πρωτόγονος, εμείς τον βλέπουμε έτσι. Το σύστημα σκέψεως, γλώσσας, επικοινωνίας, είναι πάρα πολύ σημαντικό και πάρα πολύ σύνθετο. Είναι απλώς πρωτογενές. Όμως παρόλο που ονειρεύτηκε την Αφρική για καινούρια του πατρίδα, το όνειρο κόπηκε. Ήταν σε ένα συνέδριο στην Γενεύη όταν η μαλάρια του έδωσε το δεύτερο καθοριστικό χτύπημα. Σώθηκε, όμως η υγεία του είχε υποστεί τόσο μεγάλη βλάβη που δεν ήταν δυνατόν να επιστρέψει. «Ήταν σαν να πεθαίνω. Είχα γίνει Ιερέας ειδικά και μόνο για να υπηρετήσω στην Αφρική. Αλλιώς θα είχα ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα.»[xii] Οι φίλοι προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι θα μπορούσε μέσα από την διδασκαλία να εμπνέει άλλους για ιεραποστολικό έργο. Αλλά για αυτόν ήταν ξεκάθαρο ότι κανείς λέει πρέπει να το πράττει επίσης. Μόνο που στην περίπτωσή του δεν είχε άλλη επιλογή: «Έπρεπε να επιστρέψω στο πανεπιστήμιο.»[xiii] Διατέλεσε καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ρασοφόρος με έναν ιδιαίτερο τρόπο διδάσκει ιστορία των θρησκειών: Δίνει βάση στις Αφρικανικές λατρείες και άλλες ζώσες θρησκείες με ιδιαίτερη έμφαση στο Ισλάμ. «…Ήταν το 1975 όταν για πρώτη φορά υποχρεώσαμε τους δικούς μας φοιτητές να μαθαίνουν για το Ισλάμ, κατά έναν προφητικό τρόπο θα έλεγα. Αυτός λοιπόν ο διάλογος με τις άλλες θρησκείες και πιο συγκεκριμένα με το Ισλάμ που έχει μπει στο προσκήνιο αυτό τον καιρό, παραμένει ένα πολύ κρίσιμο θέμα και αυτά τα χρόνια.»[xiv] Τον Νοέμβριο του 1973 εμπλέκεται στην υποστήριξη των φοιτητών που έχουν καταλάβει την νομική: «Κατά την κορυφαία μέρα των γεγονότων της Νομικής Σχολής, ήρθε στο Φαρμακείο μας, ο Βοηθός Επίσκοπος Ανδρούσης Αναστάσιος με 4 τσάντες γεμάτες τρόφιμα και φάρμακα και ζήτησε, “...δυο παιδιά να με βοηθήσουν στη μεταφορά και την παράδοσή τους στους Φοιτητές της Νομικής”. Ο Δεσπότης φορούσε τα ράσα του κι έναν απλό σιδερένιο Σταυρό. Πήραμε τα πράγματα και κατευθυνθήκαμε προς την αποκλεισμένη από Αστυνομικούς Νομική Σχολή. Κάποια στιγμή, πέσαμε σε Αστυνομικό μπλόκο. “Στοπ! Δεν πρόκειται να περάσετε πιο μέσα”, μας φώναξαν». «Ο Βοηθός Επίσκοπος Ανδρούσης όμως, δεν σταμάτησε. Προχώρησε προς το μέρος τους, και τους είπε: “Εκεί μέσα υπάρχουν νέα παιδιά, αδέλφια σας, που αγωνίζονται για την Ελευθερία και το Μέλλον της Πατρίδας μας. Θέλω να τους παραδώσω αυτά τα φάρμακα και τα τρόφιμα. Είμαι Κληρικός και είναι καθήκον μου να το κάνω”. Τότε, κάποιοι από τους Αστυνομικούς που είχαν κρύψει τα διακριτικά και τους ατομικούς αριθμούς τους, άρχισαν να τον τραβούν από τα ράσα και τον χτυπούσαν επανειλημμένα με βάρβαρο τρόπο στον τοίχο. Αυτός τους ξέφυγε, και με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε στην είσοδο της Νομικής, όπου παρέδωσε στους ξεσηκωμένους Φοιτητές, τις δύο τσάντες που κρατούσε ο ίδιος...»[xv] Η πλήρης αποκατάσταση της υγείας του τελικά του επιτρέπει να επιστρέψει στην Αφρική το 1981. Μια περίπου δεκαετία μετά σκεφτόταν ότι θα μπορούσε πλέον να επιστρέψει στο πανεπιστήμιο της Αθήνας όπου θα αφιέρωνε τον εαυτό του στην διδασκαλία και το γράψιμο. Όμως παρα όσα σχεδίαζε, η ζωή του τον έφερε αλλού. Ούτε Αθήνα ούτε Αφρική, αλλά στην Αλβανία. Απεσταλμένος από το πατριαρχείο σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες μέσα σε δώδεκα χρόνια, έχοντας στα πρώτα βήματα να αντιμετωπίσει το έμπρακτο μίσος του καθεστώτος, που το θυμίζουν οι σφαίρες που μένουν ακόμη καρφωμένες στα τζάμια του γραφείου του, καταφέρνει να στήσει ξανά την ορθόδοξη εκκλησία στα πόδια της. Σε αυτήν τη χώρα, που κάποτε προσπάθησε να τον διώξει ακόμα και με ειδική συνταγματική ρύθμιση. Στις δυσκολίες στέκεται με σθένος διατηρεί το κέντρο βάρους σταθερά στις πεποιθήσεις του: «13 χρόνια τώρα στην Αλβανία, εμείς συνεχίζουμε έναν διάλογο όχι επιστημονικής υφής αλλά περισσότερο έναν διάλογο ζωής, προσπαθώντας ακριβώς να δώσουμε ένα δείγμα ότι μπορούν να συνυπάρξουν θρησκευτικές κοινότητες όχι απλώς με ανοχή, αλλά με μια αδελφική συνεργασία.» [xvi]Πέρα από το δύσκολο εκκλησιαστικό έργο που έχει να επιτελέσει, οργανώνει συνδέσμους γυναικών, νεολαίας και διανοουμένων. Προωθεί πρωτοποριακά προγράμματα όπως το Διαγνωστικό Ιατρικό Κέντρο με 24 ειδικότητες στα Τίρανα, τρία πολυϊατρεία σε άλλες πόλεις, Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης με έξι ειδικότητες, 12 νηπιαγωγεία σε διάφορες πόλεις. Φροντίζει για την κατασκευή δρόμων, υδραγωγείων, γεφυρών, την επισκευή δημόσιων σχολείων. Αλλά και αναπτύσσει άλλες δραστηριότητες σε τομείς υγείας, παιδείας, κοινωνικής πρόνοιας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας. Το 1999 στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου οργάνωσε ανθρωπιστικό πρόγραμμα σε διάφορες αλβανικές πόλεις, το οποίο παρείχε βοήθεια σε περίπου 30.000 πρόσφυγες. Κατά την ένταση Ελλάδας – Αλβανίας συνέβαλε στην εκτόνωση και στην προσέγγιση των δύο χωρών. Με τις πρωτοβουλίες αυτές δόθηκε εργασία σε χιλιάδες ανθρώπους, δημιουργήθηκαν σοβαρά έργα κοινωνικής υποδομής και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας αναδείχθηκε σε πολυδύναμο πνευματικό και αναπτυξιακό παράγοντα της γειτονικής χώρας. [xvii] Σε συνέντευξή στην ΝΕΤ φιλοξενούμενος του δημοσιογράφου Σ. Θεοδωράκη, Θα ερωτηθεί: -… ποιο είναι το σημαντικότερο έργο για σας, στην Αλβανία; -Το ότι 11 χρόνια κάθομαι μ' έναν πονεμένο λαό που αναζητάει κάτι καλύτερο. Όλα τα άλλα είναι απλώς εκφράσεις της αγάπης αυτής. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να μένει κανείς με τους ανθρώπους που υποφέρουν, που αναζητούν, που χάνουν την ελπίδα, που πρέπει να την ξαναβρούν….-Να μένει κανείς με τους Ορθοδόξους, που υποφέρουν…-Όχι, θα σας έλεγα με όλους τους ανθρώπους. Εμείς δεν κάνουμε τέτοιες διακρίσεις. Το σημαντικό για έναν λαό ο οποίος έχει ταλαιπωρηθεί τόσα χρόνια και η Αλβανία έχει τη μεγαλύτερη οδύνη περάσει. Πέρασε έναν αθροιστικό διωγμό, ο οποίος κράτησε από το '67 μέχρι το '90 σε απόλυτη μορφή. Το να μένεις λοιπόν κοντά στους ανθρώπους εκείνους που έχουν στερηθεί, για μένα το πιο πολύτιμο, τη δυνατότητα της ελευθερίας, να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν, αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό… Από την ίδια συνέντευξη είναι και οι παρακάτω φράσεις. Κοινό χαρακτηριστικό τους για μένα είναι ότι σκέψη και πράξη πλέκονται άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους. Η κάθε του σκέψη οδηγούμενη από την καρδιά, και την αγάπη για τον άνθρωπο, με τα χέρια γίνεται πράξη. Διαβάστε με τα μάτια της ψυχής και επιτρέψτε της να απολαύσει. …Το '99 με το Κόσσοβο ήταν πολύ δύσκολη ώρα. Διότι καταλαβαίνετε ότι έρχονται χιλιάδες Μουσουλμάνοι Αλβανοί, έρχονται στην Αλβανία, σε μια ταχύτητα που δεν προλαβαίνεις να αντιδράσεις. Η πιο συνετή αντίδραση θα ήταν: καθίστε στη γωνιά σας να περάσει η καταιγίδα. Επίσης με το νότο όλοι άρχισαν να λένε: τώρα χάθηκε ο νότος. Μια στιγμή.Η δική μας τοποθέτηση ήταν διαφορετική. Δεν ήταν σχέδιο που λέτε. Εγώ προσπαθώ να υπακούσω σε αυτό που πιστεύω, το παράδοξο, θέλημα του Θεού. Αυτό το τολμηρό πράγμα που υπάρχει στο Ευαγγέλιο: "Ξένος είμαι και περιεβάλλετέ με". Λοιπόν είπα στους ανθρώπους: "Εμείς αυτή την ώρα της κρίσεως, ας σταθούμε κοντά σε αυτούς που υποφέρουν. Ποιοι υποφέρουν; Οι πρόσφυγες. Ας σταθούμε κοντά τους".Λεφτά δεν είχαμε. Είμαστε πολύ πλούσιοι, όπως σας είπα, σε φίλους. Κάναμε έκκληση. Και ξέρετε, μια έκκληση που έγινε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, 12.000.000 δολάρια συγκεντρώθηκαν. Όχι για μας, είπαμε: "Θέλουμε τα χρήματα για να βοηθήσουμε". Ήρθαν. Κι έτσι μπορέσαμε και βοηθήσαμε 33.000 ανθρώπους. Με κατασκηνώσεις, με άμεση βοήθεια, με κινητοποίηση ανθρώπων. Εγώ έτρεχα με τα ελικόπτερα και είχα πάει και στην Πρεμετή και στο Αργυρόκαστρο και στους Αγίους Σαράντα, μοιράζοντας δέματα. Για να σπάσω το φόβο. Μη φοβόσαστε. Οι πρόσφυγες δεν πρόκειται να μείνουν όταν είναι τόσο κοντά. Λοιπόν, εμείς εκείνη την ώρα δώσαμε ένα παρόν, θα σας έλεγα. Δεν κάναμε ούτε φιλανθρωπική δραστηριότητα, ούτε τίποτα. Είπαμε: είμαστε κοντά σας με σεβασμό και αγάπη…Τέλος νομίζω ότι αυτός ο άνθρωπος έχει εντοπίσει το γεγονός ότι οι λέξεις έχουν εσκεμμένα χάσει το νόημά τους. Ενώ ο ρόλος τους ήταν να προσπαθούν να περιγράψουν την αλήθεια σήμερα χρησιμοποιούνται με σκοπό να μας βυθίσουν στην λήθη: …Να σας πω εγώ κάτι πολύ τολμηρό, το οποίο ανέφερα πρόσφατα, όταν μίλησα στην Κρήτη στους φοιτητές. Ήταν ακριβώς το θέμα "Τι είναι πόλεμος, τι είναι τρομοκρατία". Εγώ πιστεύω ότι επειδή μιλήσατε για τη διεθνή υποκρισία, υπάρχει μια διεθνής υποκρισία. Ιδίως δε ύστερα από το Σεπτέμβριο εκείνο τον περιβόητο, που πάει να γίνει σα να είναι καινούργια ημερομηνία, όπως λέμε προ Χριστού και μετά Χριστόν, πολλοί λένε προ και μετά. Μου φαίνονται υπερβολές… για μένα είναι μεγάλη αυτή η σύγχυση και η υποκρισία, η χρήση των όρων: τι είναι πόλεμος, τι είναι τρομοκρατία. Όταν λοιπόν μία ομάδα τανκ περνάει σε μια φτωχογειτονιά και σκοτώνει τα παιδιά τα οποία κοιμούνται, αυτό είναι πόλεμος. Κι όταν μία φοιτήτρια, στην απόγνωσή της ή στη συνέπειά της, μια νέα κοπέλα που μπορεί να ζήσει όπως θα ήθελε να ζήσει, παίρνει μια βόμβα κι ένα κοράνιο, αυτό είναι τρομοκρατία. Ε, δεν μπορεί να είναι έτσι τα πράγματα. …Δηλαδή για κάποιους, όταν βομβαρδιζόταν το Βελιγράδι, ήταν τρομοκρατία ενός κράτους. Όταν βομβαρδιζόταν η Τσετσενία, παιδιά στην Τσετσενία, υπήρχε σιωπή. Δηλαδή γενικά, είμαστε μονόφθαλμοι στην πολιτική μας, κι όχι μόνο οι της εκκλησίας, ή μόνο της θρησκείας. … Δεν είναι μόνο οι θρησκευόμενοι άνθρωποι που σ' αυτό το πράγμα έχουν αυτή την άποψη... βρέθηκαν τόσοι Εβραίοι διανοούμενοι που διαμαρτυρήθηκαν γι' αυτά, αυτό είναι σημαντικό. Μακάρι να βρει τρόπο και για αυτές του τις σκέψεις να δράσει. Θα τον παρατηρώ με αγάπη και θαυμασμό και θα προτείνω στα παιδιά μου να του μοιάσουν. Γιατί έτσι νομίζω ότι μπορούν πραγματικά να είναι ελεύθερα.
Comments