Πού να βρεις λογική σ’ αυτόν τον τόπο;
Tου Στέφανου Κασιμάτη                                                                   kathimerini
Θέλεις να έχης τις σκέψεις μου για τα πολιτικά μας πράγματα; Τα βρίσκω αποκαρδιωτικά. Τόσο αποκαρδιωτικά, που μου κάνει κακό και να τα κρίνω ακόμα. Οπως σου είπα άλλοτε, ο τόπος μας πάσχει από αθεράπευτη πολιτική ανεπάρκεια. Θα με καταλάβαινες ίσως καλύτερα αν ήξερες πόσο απλά είναι αυτά τα προβλήματα που τα καθιστούμε πολύπλοκα από ηλιθιότητα και κακή πίστι. Και είναι τόσο αληθινό αυτό, που φτάνει κανείς να πη ότι, αφού δεν μπορούμε να κάνωμε καλύτερη πολιτική, ο μόνος τρόπος για να σωθή ο τόπος είναι να μην κάνωμε καμμιά πολιτική. Αλλά μήπως χρειάζεται κι άλλη απόδειξι από το σημερινό μας κατάντημα; Η ηγεσία μας έχασε σε τέτοια έκτασι το αίσθημα του καθήκοντος, ώστε να θεωρήται επικίνδυνη για το μέλλον του τόπου, ενώ ο λαός μας, ένας λαός που αντιμετώπισε πάντοτε με νοσηρό συναισθηματισμό τα πολιτικά του προβλήματα, κατατρύχεται ήδη από ψυχώσεις. Είμαι βέβαιος πως ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά -τι παρεξήγησις αλήθεια στον τόπο μας και μ’ αυτούς τους όρους- θα ήθελαν να είναι εκεί που βρίσκονται, αν μπορούσαν να καθορίσουν λογικά τη θέσι τους. Αλλά πού να την βρης τη λογική στον ευλογημένο αυτόν τόπο; ΄Η κι αν την βρης καμμιά φορά, θα την βρής χωρίς το γενναίο εκείνο αίσθημα που την καθιστά δημιουργική...
Το παραπάνω κείμενο θα έπρεπε κανονικά να το έχω θέσει εντός εισαγωγικών, διότι το απέσπασα από ένα βιβλίο που διάβασα τελευταία. Τα παρέλειψα όμως σκοπίμως, διότι η παρουσία τους θα προϊδέαζε τον αναγνώστη και ίσως μετρίαζε την έκπληξη, αφού η διάγνωση της πολιτικής κατάστασης που διατυπώνεται σε αυτό ισχύει και σήμερα απολύτως. Το κείμενο προέρχεται από επιστολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή –του κανονικού Καραμανλή– προς φίλο του και γράφτηκε το καλοκαίρι του 1945. Την εντόπισα στο «Κωνσταντίνος Καραμανλής 1907-1998 - Μία πολιτική βιογραφία» του ακαδημαϊκού Κ. Σβολόπουλου, που εκδόθηκε φέτος από τον «Ικαρο».
Η επιστολή που παραθέτει ο Σβολόπουλος στο βιβλίο του είναι εξόχως ενδιαφέρουσα και επίκαιρη. (Αλλά αν την μετέφερα εδώ ολόκληρη δεν θα έμενε χώρος για τίποτε άλλο και, ως πάσχων από το σύνδρομο του προτεστάντη, θα ένιωθα ότι πέρασα τις «εξετάσεις» της κυριακάτικης στήλης αντιγράφοντας...) Ο τότε 39 ετών υποψήφιος του Λαϊκού Κόμματος στηλιτεύει, π.χ., την κοντόφθαλμη αντίληψη του κόμματός του, να επιδιώκει την εκλογική νίκη ως αυτοσκοπό. Αντίληψη, η οποία χαρακτηρίζει όλα τα κόμματα, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2004 ώς σήμερα: «Δεν είναι αρκετό να κερδίσωμε τις εκλογές. Πρέπει να τις κερδίσωμε κατά τρόπον ώστε να γίνουμε ικανοί να αντιμετωπίσωμε τη μετεκλογική περίοδο που θάναι ίσως δυσκολώτερη από τη σημερινή», γράφει.
Θεωρεί, επίσης, ως προϋπόθεση «υγιούς εξελίξεως της πολιτικής ζωής» την ανασύνταξη της δικής του παράταξης, με τον διττό σκοπό, αφενός μεν, «να αφαιρεθεί από το πεζοδρόμιο το μονοπώλιο του νέου και προοδευτικού», αφετέρου δε, ο κόσμος να μην υποχρεώνεται να επιλέξει «με τον τρόπο που παίρνει το καθαρτικό του». (Εμένα κάτι μου θυμίζει αυτό, εν όψει των εκλογών του Ιουνίου...) Απαισιόδοξος στην ανάλυσή του για τα αίτια της κακοδαιμονίας του τόπου, πιστεύει ότι «το κακό βρίσκεται στην αδυναμία του λαού μας να συνταχθή πολιτικά. Αδυναμία που τον παρακολουθεί σ’ όλη την μακραίωνη ιστορία του». Την εξηγεί παρακάτω: «Ο Ελληνισμός έζησε πάντα μέσα στο πρόσκαιρο και το υπερβολικό. Μπορεί να κάμη θαύματα για μια στιγμή, μα δεν μπορεί να κάμη καμμιά προσπάθεια διαρκείας· αλλά η πολιτική είναι κατ’ εξοχήν προσπάθεια διαρκείας. Ο λαός μας, που είναι νοήμων λαός και συνεπώς ικανός να βρη το ορθό, είναι ανίκανος να το πραγματοποιήση από ψυχική αδυναμία. Κανένας μας δεν συγχωρεί στον εαυτό του το να γίνη αφορμή να προαχθή κάποιος άλλος. Και κοντά σ’ αυτό υπάρχει και η πατροπαράδοτη φτώχεια μας που οδηγεί στον πολιτικό ωφελιμισμό».
Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε - με μία βασική διαφορά όμως, που κάνει την αποδοχή της πραγματικότητας δυσκολότερη για εμάς σήμερα: Γλιτώσαμε από τη φτώχεια μας, πράγματι. Αλλά όχι μόνον. Γίναμε και πλούσιοι, χωρίς να ενδιαφερθούμε ποτέ να μάθουμε πόθεν έρχονταν οι μισθολογικές αυξήσεις, οι γενναίες συντάξεις στα πενήντα και τα εφάπαξ. Οπως -για να πούμε και ένα αστείο- η κυρία Τσοχατζοπούλου δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει την προέλευση, λ.χ., των 2.626,75 ευρώ που πλήρωνε για τα κρόσσια των καναπέδων της! Της έφθανε απλώς ότι της τα παρείχε ο άνδρας τον οποίο ερωτεύθηκε. Παρομοίως και εμείς. Ερωτευθήκαμε τον άθλιο Παπανδρέου, που μας έμαθε να ζούμε το σήμερα με δανεικά και μας διέφθειρε η ευκολία με την οποία απολαύσαμε την πολυτέλεια. Και τώρα; Τώρα, με πόνο και θυσίες πρέπει να γίνουμε ξανά μια αληθινά παραγωγική οικονομία. Επειδή, όμως, μερικούς μήνες αφότου έγραφε τις σκέψεις του ο Καραμανλής στον δικηγόρο Γεώργιο Αβτζή άρχιζε ο τρίτος γύρος του Εμφυλίου (1946 - 1949), ελπίζω οι ομοιότητες του τότε με το σήμερα να μην επεκτείνονται και σε αυτό...
Αλέξης και Ευρώπη
Ως γενική αρχή, είναι σωστό να έχει κανείς τη θετική προσέγγιση στα πράγματα και να αναζητεί οφέλη στις αναποδιές, ακόμη και στις γκάφες για τις οποίες έχει ολόκληρη την ευθύνη. Εφόσον όμως η διαδικασία έχει και δημόσιο χαρακτήρα -όπως λ.χ. στην πολιτική, όπου κάτι είσαι υποχρεωμένος να πεις- οφείλει να έχει επίσης συναίσθηση των ορίων πέρα από τα οποία ξεκινά η γελοιοποίηση. Φέρ’ ειπείν, η δικαιολογία που ψελλίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το ευρωπαϊκό φιάσκο του Αλέξη («άνοιξε μια συζήτηση που προηγουμένως ήταν αδιανόητη»...) μου θυμίζει μια περιπέτεια ενός ήρωα των κόμικς, του Gros Degeulasse. Για όσους δεν τον γνωρίζουν, να πω ότι ο περί ου ο λόγος ήταν το δημιούργημα του Γάλλου Ζαν-Μαρκ Ρεζέρ (1941 - 1983), το έργο του οποίου ξεχώριζε για τον ανατρεπτικό κυνισμό του. Ο Degeulasse, λοιπόν, είναι ένας άθλιος χονδρός και βρώμικος τύπος, ο οποίος κυκλοφορεί πάντα με ένα τσιγάρο στο στόμα, φορώντας μόνο ένα λερωμένο και ξεχειλωμένο βρακί και, σε κάθε περιπέτειά του, περιπαίζει τα κοινωνικά ταμπού. Στη συγκεκριμένη περιπέτεια που έχω στο νου μου, ο Degeulasse παίρνει στο κατόπι μια κομψή κυρία που επιστρέφει στο σπίτι της. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, της ψιθυρίζει τα πιο αισχρά ερωτόλογα. Η κυρία τρομοκρατείται τελείως, αλλά από τον φόβο της δεν τολμά να αρθρώσει κουβέντα. Μόνο όταν φθάνει στο σπίτι της και προτού κλείσει πίσω της την πόρτα ξεσπάει ουρλιάζοντας και τον βρίζει. Τότε ο Degeulasse μάς χαρίζει το πιο γλυκό του χαμόγελο και λέει: «Αλλη μια γυναίκα που θα της μείνω αξέχαστος». Κάπως έτσι και ο Αλέξης με την Ευρώπη: Ανοιξε μια συζήτηση που προηγουμένως εθεωρείτο αδιανόητη και, πάντως, θα τους μείνει αξέχαστος...

Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc

«Η Ελλάδα αισθάνεται αποκλεισμένη»