Πρωτογονισμός και «εποικοδόμημα»
Πρωτογονισμός και «εποικοδόμημα»
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εβδομάδα γιορτής των Χριστουγέννων και μια «σφυγμομέτρηση» της κοινής γνώμης για το γεγονός της γιορτής θα πρόσφερε, σίγουρα, πλούσιο υλικό κοινωνιογνωσίας. Ποιο ποσοστό του πληθυσμού σώζει ακόμα ίχνη «υπαρξιακού προβληματισμού», έχει ερωτήματα που μπορεί να επιφέρουν ρωγμές στην απανθρωπία της ιστορικο-υλιστικής μονοτροπίας των καιρών μας, ποιο ποσοστό εξακολουθεί να ανέχεται τα στερεότυπα μιας κατεστημένης «γιορτινής» κενολογίας.
Αντιπαλεύοντας τον «τρόπο» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι κοινωνίες της «φιλελεύθερης οικονομίας» είχαν επιστρατεύσει ρομαντικά ρητορικά προσχήματα ιδεαλισμού. Εκρυβαν επιμελέστατα την κοινή καταγωγή καπιταλισμού και μαρξισμού από την ίδια μήτρα: τον Ιστορικό Υλισμό. Επινόησαν την ετικέτα της «χριστιανοδημοκρατίας» καλλιεργώντας με θαυμαστή αποτελεσματικότητα την ψευδαίσθηση ότι οι στυγνοί νόμοι της «ελευθερίας των αγορών» (νόμοι φυσικής επιλογής, επιβίωσης του ισχυροτέρου, άτεγκτης ανταγωνιστικότητας) μπορούν να συνταιριαστούν με έναν θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό, ατομοκεντρικής, «πνευματικά» αιτιολογημένης, ωφελιμοθηρίας.
Η παράσταση κράτησε ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τότε, στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι συγκυρίες ξεγύμνωσαν αποκαλυπτικά τα ιδεολογήματα που συντηρούσαν την ψευδαίσθηση της αντιπαλότητας: Αποκάλυψαν τους εμφανιζόμενους ως αντιπάλους, μαρξισμό και καπιταλισμό, σε σιαμαία συμφυΐα – δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του Ιστορικού Υλισμού. Τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατέρρευσαν, όχι γιατί απέρριπταν πια τον Ιστορικό Υλισμό, αλλά επειδή λαχταρούσαν περισσότερον Ιστορικό Υλισμό: Ηθελαν μπλου-τζηνς, καλλυντικά, πορνογραφία, «ελευθερία» ανεμπόδιστων ατομικών καταναλωτικών επιλογών.
Τότε και ο «υπαρκτός καπιταλισμός» απέβαλε επιτέλους τα προσωπεία: αρνήθηκε κάθε χαλινό στην κατάφαση των ενστικτωδών ενορμήσεων, των νόμων της ζούγκλας: Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ο συνδικαλισμός, οι διακηρύξεις των «δικαιωμάτων», η «τέταρτη εξουσία» της πληροφόρησης, απόμειναν ανυπόστατες σκιές, διακοσμητικό ντεκόρ στην απάνθρωπη, πλανητική εξουσία των κερδοσκόπων. Το νόμισμα αυτονομήθηκε από τις παραγωγικές και ανταλλακτικές ανθρώπινες σχέσεις, έγινε αφηρημένο «λογιστικό» χρήμα υπηρετικό ενός τερατώδους, ανίερου τζόγου με ανεξέλεγκτους παίκτες.
Οπως στα κομμουνιστικά καθεστώτα η «κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία» κατάργησε την πολιτική και την υποκατέστησε με αυθαίρετες τυραννικές δικτατορίες που η καθεμιά επέβαλε τη δική της «νομενκλατούρα», έτσι και η «φιλελεύθερη» οικονομία καταργεί σήμερα απροκάλυπτα την πολιτική, την υποκαθιστά με παντοδύναμα παντελώς ανεξέλεγκτα οικονομικά «διευθυντήρια». Ιδιωτικοί οίκοι αξιολογούν τις οικονομίες κρατών, βαθμολογούν τη δανειοληπτική τους αξιοπιστία – δηλαδή αποφασίζουν ποια κοινωνία θα ευνοηθεί να ευημερήσει, ποια θα βυθιστεί σε λιμό, σε απόγνωση. Με φρενήρη ρυθμό εκποιούνται κοινωνικές περιουσίες λαών, εισάγονται στο πλανητικό καζίνο του χρηματιστηριακού παιγνίου, με ευφημισμούς ιταμής αναίδειας: όπως, το να θεωρείται ο παλιμβαρβαρισμός των «ιδιωτικοποιήσεων» κορύφωμα «εκσυγχρονισμού» και «προόδου».
Ισως για πρώτη φορά στα χρόνια μας, δυο χιλιετίες μετά Χριστόν, οι άνθρωποι να «γιορτάζουμε» Χριστούγεννα με ριζικά αντεστραμμένους, σε παγκόσμια κλίμακα, τους όρους κατανόησης της Γιορτής. Γιορτή, τώρα πια, είναι μια σύμβαση καθαρά χρηστική: συντηρούμε γραφικότητες συναισθηματικού χαρακτήρα, μόνο για την απόλαυση λίγης αργίας από τη βιοπάλη (αν η βιοπάλη δεν έχει ακυρωθεί από το μαρτύριο της ανεργίας) και με κυρίως στόχο «να κινηθεί η αγορά». Η Γιορτή αρχίζει και τελειώνει στον διάκοσμο –«δέντρο», δώρα, κάλαντα, τραπέζι ευωχίας, γιρλάντες στα μπαλκόνια και στις εξώθυρες– όλα συναρτήσεις του δείχτη καταναλωτικής ευχέρειας. Οι άνθρωποι μοιάζει να έχουμε παλινδρομήσει σε έναν απίστευτο πρωτογονισμό, δίχως καν ερωτήματα για «νόημα» (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης, του κόσμου, της Ιστορίας.
Η λέξη «απανθρωπία» κυριολεκτεί: Χάνεται «το κυρίως ανθρώπινον» –ο άνθρωπος προσπερνάει την όποια χαρά ή θλίψη, την επιτυχία ή την απόγνωση, τον έρωτα ή τη μοναξιά, τις προοπτικές της ζωής ή την εγγύτητα του θανάτου, χωρίς περιέργεια ή κριτήριο για την ποιότητα, την αλήθεια ή την ψευδαίσθηση. Προσπερνάει αδιάφορος το αίνιγμα του κάλλους –γιατί τα χρώματα, γιατί η ετερότητα, γιατί η ενεργούμενη μοναδικότητα στο βλέμμα, στο χαμόγελο, στη χειρονομία, στη ζεστασιά της φωνής. Τα μετράμε όλα σήμερα με μέτρο την ωφελιμότητα της χρήσης, όχι την έκπληξη (αλλά και το ρίσκο) της σχέσης. Είναι ο θρίαμβος του Ιστορικού Υλισμού, ο «μετά θάνατον» του μαρξισμού θρίαμβος.
Στην Ελλάδα έχουμε ιστορικο-υλιστικό πρωτογονισμό ακατέργαστον. Αλλά και ιδεαλιστικό «εποικοδόμημα» υπερτροφικό: Υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών στα σχολειά. Δύο Θεολογικές Σχολές, με τέσσερα Τμήματα, στα πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Τέσσερις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες. Κάθε Κυριακή τη λειτουργία με κήρυγμα από την κρατική τηλεόραση. Ραδιοφωνικούς σταθμούς της αρχιεπισκοπής και μητροπόλεων. Πλημμυρίδα θρησκευτικών εντύπων – κάθε μητρόπολη το περιοδικό της, αλλά και ενορίες, χώρια τα έντυπα των ποικιλώνυμων θρησκευτικών οργανώσεων. Και με όλον αυτόν τον κηρυγματικό καταιγισμό, η ελλαδική κοινωνία σήμερα είναι ανατριχιαστικά ακατήχητη. Αγνοεί ακόμα και τα στοιχειώδη της εγκυκλοπαιδικής ενημέρωσης.
Το αποδείχνουν οι πολιτικοί, όταν τολμάνε διαγγέλματα Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο. Το ίδιο και οι δημοσιογράφοι, δημοσιογραφούντες λόγιοι, ραδιοτηλεοπτικοί σχολιαστές, συγγραφείς και κορυφαίοι των Γραμμάτων που φιλοδοξούν αναμέτρηση με μεταφυσικά ερωτήματα. Το πιο αποκαρδιωτικό είναι το επίπεδο προφορικού και γραπτού λόγου των επισκόπων και ιεροκηρύκων – οι τρεις χρονολογικά τελευταίοι αρχιεπίσκοποι φόρτωσαν στο επισκοπικό σώμα τόσην αμάθεια, μικρόνοια και εξηλιθιωμένη στρέβλωση της εκκλησιαστικής μαρτυρίας που, πραγματικά, το φαινόμενο προκαλεί κατάθλιψη ή πανικό.
Ομως σώζεται, ακόμα, η έμπρακτη μαρτυρία της λατρείας: Η αποκαλυπτική δραματουργία, η ιλιγγιώδης ποίηση της υμνολογίας. Ο έρωτας που χωράει στη γλώσσα. Ο «τρόπος» εισόδου στη ρεαλιστική χαρά της Γιορτής.
Αντιπαλεύοντας τον «τρόπο» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι κοινωνίες της «φιλελεύθερης οικονομίας» είχαν επιστρατεύσει ρομαντικά ρητορικά προσχήματα ιδεαλισμού. Εκρυβαν επιμελέστατα την κοινή καταγωγή καπιταλισμού και μαρξισμού από την ίδια μήτρα: τον Ιστορικό Υλισμό. Επινόησαν την ετικέτα της «χριστιανοδημοκρατίας» καλλιεργώντας με θαυμαστή αποτελεσματικότητα την ψευδαίσθηση ότι οι στυγνοί νόμοι της «ελευθερίας των αγορών» (νόμοι φυσικής επιλογής, επιβίωσης του ισχυροτέρου, άτεγκτης ανταγωνιστικότητας) μπορούν να συνταιριαστούν με έναν θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό, ατομοκεντρικής, «πνευματικά» αιτιολογημένης, ωφελιμοθηρίας.
Η παράσταση κράτησε ώς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τότε, στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι συγκυρίες ξεγύμνωσαν αποκαλυπτικά τα ιδεολογήματα που συντηρούσαν την ψευδαίσθηση της αντιπαλότητας: Αποκάλυψαν τους εμφανιζόμενους ως αντιπάλους, μαρξισμό και καπιταλισμό, σε σιαμαία συμφυΐα – δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του Ιστορικού Υλισμού. Τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατέρρευσαν, όχι γιατί απέρριπταν πια τον Ιστορικό Υλισμό, αλλά επειδή λαχταρούσαν περισσότερον Ιστορικό Υλισμό: Ηθελαν μπλου-τζηνς, καλλυντικά, πορνογραφία, «ελευθερία» ανεμπόδιστων ατομικών καταναλωτικών επιλογών.
Τότε και ο «υπαρκτός καπιταλισμός» απέβαλε επιτέλους τα προσωπεία: αρνήθηκε κάθε χαλινό στην κατάφαση των ενστικτωδών ενορμήσεων, των νόμων της ζούγκλας: Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ο συνδικαλισμός, οι διακηρύξεις των «δικαιωμάτων», η «τέταρτη εξουσία» της πληροφόρησης, απόμειναν ανυπόστατες σκιές, διακοσμητικό ντεκόρ στην απάνθρωπη, πλανητική εξουσία των κερδοσκόπων. Το νόμισμα αυτονομήθηκε από τις παραγωγικές και ανταλλακτικές ανθρώπινες σχέσεις, έγινε αφηρημένο «λογιστικό» χρήμα υπηρετικό ενός τερατώδους, ανίερου τζόγου με ανεξέλεγκτους παίκτες.
Οπως στα κομμουνιστικά καθεστώτα η «κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία» κατάργησε την πολιτική και την υποκατέστησε με αυθαίρετες τυραννικές δικτατορίες που η καθεμιά επέβαλε τη δική της «νομενκλατούρα», έτσι και η «φιλελεύθερη» οικονομία καταργεί σήμερα απροκάλυπτα την πολιτική, την υποκαθιστά με παντοδύναμα παντελώς ανεξέλεγκτα οικονομικά «διευθυντήρια». Ιδιωτικοί οίκοι αξιολογούν τις οικονομίες κρατών, βαθμολογούν τη δανειοληπτική τους αξιοπιστία – δηλαδή αποφασίζουν ποια κοινωνία θα ευνοηθεί να ευημερήσει, ποια θα βυθιστεί σε λιμό, σε απόγνωση. Με φρενήρη ρυθμό εκποιούνται κοινωνικές περιουσίες λαών, εισάγονται στο πλανητικό καζίνο του χρηματιστηριακού παιγνίου, με ευφημισμούς ιταμής αναίδειας: όπως, το να θεωρείται ο παλιμβαρβαρισμός των «ιδιωτικοποιήσεων» κορύφωμα «εκσυγχρονισμού» και «προόδου».
Ισως για πρώτη φορά στα χρόνια μας, δυο χιλιετίες μετά Χριστόν, οι άνθρωποι να «γιορτάζουμε» Χριστούγεννα με ριζικά αντεστραμμένους, σε παγκόσμια κλίμακα, τους όρους κατανόησης της Γιορτής. Γιορτή, τώρα πια, είναι μια σύμβαση καθαρά χρηστική: συντηρούμε γραφικότητες συναισθηματικού χαρακτήρα, μόνο για την απόλαυση λίγης αργίας από τη βιοπάλη (αν η βιοπάλη δεν έχει ακυρωθεί από το μαρτύριο της ανεργίας) και με κυρίως στόχο «να κινηθεί η αγορά». Η Γιορτή αρχίζει και τελειώνει στον διάκοσμο –«δέντρο», δώρα, κάλαντα, τραπέζι ευωχίας, γιρλάντες στα μπαλκόνια και στις εξώθυρες– όλα συναρτήσεις του δείχτη καταναλωτικής ευχέρειας. Οι άνθρωποι μοιάζει να έχουμε παλινδρομήσει σε έναν απίστευτο πρωτογονισμό, δίχως καν ερωτήματα για «νόημα» (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης, του κόσμου, της Ιστορίας.
Η λέξη «απανθρωπία» κυριολεκτεί: Χάνεται «το κυρίως ανθρώπινον» –ο άνθρωπος προσπερνάει την όποια χαρά ή θλίψη, την επιτυχία ή την απόγνωση, τον έρωτα ή τη μοναξιά, τις προοπτικές της ζωής ή την εγγύτητα του θανάτου, χωρίς περιέργεια ή κριτήριο για την ποιότητα, την αλήθεια ή την ψευδαίσθηση. Προσπερνάει αδιάφορος το αίνιγμα του κάλλους –γιατί τα χρώματα, γιατί η ετερότητα, γιατί η ενεργούμενη μοναδικότητα στο βλέμμα, στο χαμόγελο, στη χειρονομία, στη ζεστασιά της φωνής. Τα μετράμε όλα σήμερα με μέτρο την ωφελιμότητα της χρήσης, όχι την έκπληξη (αλλά και το ρίσκο) της σχέσης. Είναι ο θρίαμβος του Ιστορικού Υλισμού, ο «μετά θάνατον» του μαρξισμού θρίαμβος.
Στην Ελλάδα έχουμε ιστορικο-υλιστικό πρωτογονισμό ακατέργαστον. Αλλά και ιδεαλιστικό «εποικοδόμημα» υπερτροφικό: Υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών στα σχολειά. Δύο Θεολογικές Σχολές, με τέσσερα Τμήματα, στα πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Τέσσερις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες. Κάθε Κυριακή τη λειτουργία με κήρυγμα από την κρατική τηλεόραση. Ραδιοφωνικούς σταθμούς της αρχιεπισκοπής και μητροπόλεων. Πλημμυρίδα θρησκευτικών εντύπων – κάθε μητρόπολη το περιοδικό της, αλλά και ενορίες, χώρια τα έντυπα των ποικιλώνυμων θρησκευτικών οργανώσεων. Και με όλον αυτόν τον κηρυγματικό καταιγισμό, η ελλαδική κοινωνία σήμερα είναι ανατριχιαστικά ακατήχητη. Αγνοεί ακόμα και τα στοιχειώδη της εγκυκλοπαιδικής ενημέρωσης.
Το αποδείχνουν οι πολιτικοί, όταν τολμάνε διαγγέλματα Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο. Το ίδιο και οι δημοσιογράφοι, δημοσιογραφούντες λόγιοι, ραδιοτηλεοπτικοί σχολιαστές, συγγραφείς και κορυφαίοι των Γραμμάτων που φιλοδοξούν αναμέτρηση με μεταφυσικά ερωτήματα. Το πιο αποκαρδιωτικό είναι το επίπεδο προφορικού και γραπτού λόγου των επισκόπων και ιεροκηρύκων – οι τρεις χρονολογικά τελευταίοι αρχιεπίσκοποι φόρτωσαν στο επισκοπικό σώμα τόσην αμάθεια, μικρόνοια και εξηλιθιωμένη στρέβλωση της εκκλησιαστικής μαρτυρίας που, πραγματικά, το φαινόμενο προκαλεί κατάθλιψη ή πανικό.
Ομως σώζεται, ακόμα, η έμπρακτη μαρτυρία της λατρείας: Η αποκαλυπτική δραματουργία, η ιλιγγιώδης ποίηση της υμνολογίας. Ο έρωτας που χωράει στη γλώσσα. Ο «τρόπος» εισόδου στη ρεαλιστική χαρά της Γιορτής.
Comments