Τα βαρίδια του χθες |
Tου Αλεξη Παπαχελα |
Είναι πάντοτε εύκολο να έχεις κάθετες απόψεις όταν είσαι... έξω από τον χορό. Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε γράψει πολλά και αυστηρά πράγματα για τους διορισμούς που έχει κάνει η κυβέρνηση σε ορισμένα πόστα. Την ώρα της μεγάλης κρίσης περιμέναμε όλοι πως θα διορίζονταν άνθρωποι με εμπειρία, γνώση της αγοράς και πάντως όχι παλαιοκομματικές φιγούρες και πολιτευτές β΄ διαλογής. Κατόπιν, όμως, άκουσα και την άλλη πλευρά και προβληματίσθηκα. Μου έκανε μάλιστα τεράστια εντύπωση πως οι τωρινοί «άνθρωποι του Μαξίμου» μιλούσαν ακριβώς όπως μιλούσαν οι προκάτοχοί τους επί Σημίτη και Καραμανλή. Θυμάμαι τον μακαρίτη Νίκο Θέμελη όταν μου διηγούνταν κάποτε την εμπειρία του στην επιλογή προσώπων για ορισμένες σημαντικές θέσεις: «Μας έλεγε ο πρόεδρος, ψάξτε να βρείτε τους καλύτερους που διαθέτουν η αγορά και η χώρα γι’ αυτές τις θέσεις. Τους ψάχναμε ρωτώντας δεξιά-αριστερά και καταλήγαμε σε μια λίστα υποψηφίων, η οποία αποτελούσε ένα πραγματικό ελληνικό dream team. Μετά άρχιζαν τα τηλέφωνα και οι αρνήσεις: “Σας παρακαλώ μη με μπλέκετε, δεν θέλω να ανακατευτώ, έχω τη δουλειά μου”. Οταν τα βρίσκαμε δύσκολα, κανονίζαμε να δει και ο πρόεδρος τους 2-3 καλύτερους υποψήφιους. Τους έκανε λόγο περί πατριωτικού καθήκοντος, προσφοράς στον τόπο κ.λπ. κ.λπ. Η απάντηση ήταν πάλι η ίδια: “Πρόεδρε, να πηδήξω από τον όγδοο αν μου ζητήσετε, αλλά σας παρακαλώ δεν θέλω να μπλέξω, δεν το θέλει η οικογένειά μου, μη με πιέζετε”». Και συνέχιζε ο Θέμελης: «Ετσι καταλήγαμε στο τέλος κάθε λίστας με τα ρετάλια, τους πολιτευτές, τους ανθρώπους που δύσκολα θα έβρισκαν δουλειά στον ιδιωτικό τομέα. Ηταν μια διαρκής απογοήτευση». Παρόμοιες συζητήσεις και συναντήσεις έγιναν πολλές τον τελευταίο καιρό. Με τη διαφορά πως ο νυν πρωθυπουργός σηκώνει το τηλέφωνο, προτείνει και επιμένει ο ίδιος. Δεν πιάνουν, ωστόσο, οι εκκλήσεις περί πατριωτισμού ούτε το επιχείρημα πως «ζούμε τη μεγαλύτερη κρίση της χώρας τα τελευταία 40 χρόνια». Εχουμε πρόβλημα, όμως, ως χώρα αν οι άριστοι και οι ικανότεροι αρνούνται, ακόμη και τη δύσκολη ώρα, να αναλάβουν θέσεις δημόσιας ευθύνης. Kαμία χώρα δεν μπορεί να πάει μπροστά και να λύσει δομικά, περίπλοκα ζητήματα χωρίς να βασισθεί σε ό,τι καλύτερο διαθέτει. Την ίδια στιγμή καταλαβαίνω απολύτως τους ενδοιασμούς όσων προτιμούν να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους μακριά από τα φώτα της -άρρωστης- δημοσιότητας. Οποιος αποφασίζει να πάρει το ρίσκο και να «μπλέξει» έχει απέναντί του: - Μερίδα των μέσων ενημέρωσης που είναι έτοιμα να τον «ξεσκίσουν», ακόμη και αν δεν έχει κάνει ποτέ τίποτα κακό και δεν έχει τίποτα να κρύψει. - Εισαγγελείς που τραβάνε διώξεις με το παραμικρό, βασιζόμενοι στις απίστευτες ασάφειες και στα κενά των νόμων. - Εναν στρατό κομματικών και παρακομματικών «μαμουνιών» που είναι έτοιμα να κατασπαράξουν όποιον σοβαρό και... κανονικό άνθρωπο τους παίρνει λίγη από την εξουσία τους. - Εξευτελιστικούς μισθούς, προϊόντα του απερίγραπτου λαϊκισμού του πολιτικού συστήματος. - Ζητήματα φυσικής ασφάλειας. Ετσι όμως δεν γίνεται η δουλειά. Πρέπει να βρούμε και να συμφωνήσουμε σε ένα πλαίσιο με το οποίο θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ικανούς, έντιμους και άξιους ανθρώπους να μπλέξουν για το καλό της πατρίδας με το ευρύτερο Δημόσιο. Aλλιώς η χώρα θα κυβερνάται από τα βαρίδια του χθες, με τα οποία αποκλείεται να δει καλύτερο αύριο... kathimerini |
επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα
Κεφαλονίτικα ανέκδοτα Συζητούν τρεις παπάδες, ένας από το Αγιο όρος, ένας από την Αθήνα και ένας Κεφαλονίτης για το πως κατανέμουν τα έσοδα των εκκλησιών τους. Λέει ο παπάς από το Αγιο όρος: «Εγώ Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα και όσα έρθουν κορώνα είναι του Θεού και τα δίνω για τις ανάγκες της εκκλησίας και όσα έρθουν γράμματα είναι δικά μου». Λέει ο Αθηναίος παπάς: «Και εγώ πετάω τα νομίσματα στον αέρα και όσα σταθούν όρθια είναι του Θεού και της εκκλησίας, όσα πέσουν στο πλάι (κορώνα ή γράμματα) είναι σαφώς δικά μου». Και στο τέλος ο Κεφαλονίτης ο παπάς: «Εγώ κύριοι συνάδελφοι κάνω το ίδιο που κάνετε και εσείς με πιο απλές διαδικασίες για να μη χάνουμε και χρόνο. Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα. Όσα θέλει τα κρατάει ο Θεός και όσα πέσουν κάτω είναι δικά μου!» Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που ξεμονάχιασαν, κάπου σ' ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ' αυτά τα μυστήρια με τα τζίνια. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι. «Έχετε ο
Comments