«Εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940» από το κορίτσι με το φανελάκι
«Εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940» από το κορίτσι με το φανελάκι
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Ο πατέρας σφίγγει στην αγκαλιά του την κορούλα του. Χακί, κράνος, το παγούρι κρέμεται απ’ τη ζώνη». Από το λεύκωμα του Κούλη Ζαμπαθά που στον καιρό του πολέμου υπηρετούσε στην προεδρία της κυβερνήσεως. Οι ειδήσεις από το μέτωπο συνοδεύονται από φωτογραφίες. Αυτές.
Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940. Πολύ πρωί ο πατέρας ξύπνησε το κοριτσάκι και τον γιο του. «Σηκωθείτε παιδιά, θα πάμε –παύση– εκδρομή». «Και το σχολείο; Είναι Δευτέρα, μπαμπά». «Δεν έχει σήμερα σχολείο»...
Πρώτα ήχησαν οι καμπάνες, χαρμόσυνα, γοργά, σαν να ’ταν Κυριακή γιορτή. Φωνές και τραγούδια κάτω στον δρόμο. Απ’ τα ορθάνοιχτα παράθυρα η γειτονιά τούς χαιρετούσε. Βιαστικά έβγαιναν οι πρώτες σημαίες.
Το κοριτσάκι με το άσπρο βαμβακερό φανελάκι δεν ήξερε· να χαρεί ή μήπως κάτι άλλο συνέβαινε; Η μητέρα τούς έντυσε βιαστικά με τα καθημερινά τους, τους τραβούσε με δύναμη τα μανίκια, μετά είδαμε πως από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα. Ούτε κι ο αδελφός χαιρόταν που δεν θα πήγαινε σχολείο και θα ’παιζε στους δρόμους μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς. Σε ποιον δρόμο; Κόσμος πολύς πήγαινε, σαν ποτάμι – προς την ίδια κατεύθυνση. Οταν μπήκαμε στη ΝΑΣ, το ταξί του θείου Νίκου –που όντας ανύπαντρος, με τη μάνα του, τη γιαγιά μας Καλλιόπη, να μένει μαζί μας, με την κόρη της Βέτα, τη μικρότερη αδελφή Μαίρη, τον ήρωα γαμπρό Γιώργο, κι εμάς, «τα κουτσούβελα», όπως μας έλεγε, χαϊδευτικά, ο θείος Νίκος– τότε μόνο ακούσαμε από το ραδιόφωνο την αιτία του ξεσηκωμού. «Είχε κηρυχθεί πόλεμος!». «Ο,τι και να ’ταν αυτό, για καλό δεν ήταν» σκέφθηκε το κοριτσάκι. Είχαν βγει πια από την Αθήνα, κοντά στον Χολαργό θα πρέπει να ’χαν φτάσει, όταν ακούστηκαν οι σειρήνες. Κάποιος καλός φίλος του θείου Νίκου μάς φώναξε μέσα και μας έκανε το τραπέζι. Μια κατακόκκινη ντομάτα απ’ το περβόλι του σε κάθε πιάτο, μια φέτα σταρένιο ψωμί, ένα ποτήρι κρασί οι μεγάλοι, χωρίς τσουγκρίσματα. Ούτε κουβέντες ούτε «μην τρως με τα χέρια, σου ’κοψα την ντομάτα». Ο νους τους στο ραδιόφωνο που έπαιζε τώρα δυνατή μουσική, «εμβατήρια» τα είπαν... Βόμβες δεν έπεσαν στην Αθήνα, «μας έσωσε ο Παρθενώνας» έλεγαν μετά οι γραμματιζούμενοι. Νύχτα γυρίσαμε σπίτι μας, άδοξα, αλλά η Ελλάδα είχε ήδη δοξαστεί. Το «ΟΧΙ» του Μεταξά, το τσαρούχι του Τσολιά, τα παλικαράκια που ξεχείλισαν τα τρένα από την πρώτη κιόλας ημέρα της κήρυξης του πολέμου και ντύθηκαν στο χακί, έγιναν αυτό που είπε αργότερα ο Τσώρτσιλ «Οι ήρωες πολέμησαν σαν Ελληνες»...
Κάθε χρόνο, στην επέτειο του «ΟΧΙ», λέω «εφέτος δεν θα γράψω». Τα ίδια και τα ίδια κάθε χρόνο, προσωπικές συγκεχυμένες μνήμες και εικόνες... Κι όμως, να που γράφω κι εφέτος πάλι, 75η επέτειο του πολέμου στην Αλβανία, κι ο λόγος είναι, ότι το οφείλω στο κοριτσάκι με το φανελάκι που είδε, άκουσε κι έζησε πολλά. Κατοχή, το «Πεινάω» στους δρόμους, τα καροτσάκια που τα ’σπρωχναν παιδιά στην ηλικία του παιχνιδιού, και μετέφεραν πρώτα τρόφιμα, μετά λαχανίδες και κουραμάνες, αργότερα γέροντες και αρρώστους και στο τέλος άψυχα κορμιά που ’χαν ξεψυχήσει στον δρόμο από την πείνα... Η γιαγιά Καλλιόπη, αντί για ελεημοσύνη, έδινε από το πορτάκι της κουζίνας μας μια κουταλιά λάδι σ’ όσους χτυπούσαν κι έλεγαν «δώστε κάτι να φάω». «Αυτό θα σου κάνει πιότερο καλό», τους έλεγε. Θα τους γλίτωνε από την αβιταμίνωση... Μετά θολές οι αναμνήσεις αν και μεγάλωνε, οι εικόνες από το τέλος της Κατοχής, η χαρά της απελευθέρωσης, ο αδελφός πήγαινε γυμνάσιο και φορούσε πανταλόνια ούτε κοντά ούτε μακριά, «γκολφ» τα λέγανε, η θεία Μαίρη έπλεκε, της είχε μείνει συνήθεια από τα κασκόλ που έπλεκε για τους φαντάρους, γιαγιά και μητέρα και πάλι στο μαγείρεμα, το κοριτσάκι διάβαζε «Διάπλαση των Παίδων», ένας τόμος στη γιορτή της από τον πατερούλη της... Αυτά δεν κράτησαν πολύ, γιατί ήρθε ο Δεκέμβρης και τα Δεκεμβριανά. Στα παράθυρά μας στο Παγκράτι, βάλαμε τα στρώματα των κρεβατιών, για τις σφαίρες. Τέρμα το μάθημα του πιάνου, αφότου έπεσε όλμος στο ντουβάρι του σαλονιού κι άνοιξε τρύπα, και μέσα έπαιζε η θεία Μαίρη... Ο ήρωας μπαμπάς περνούσε από τα οδοφράγματα και έφερνε πίσω ψωμί, λάδι, ζάχαρη, «Ενα Γεώργιο και μία Ελισάβετ» κόστισαν, έγραφε στο σμυρναίικο τεφτέρι του – εννοούσε μία χρυσή λίρα για τα απαραίτητα που έπαιρνε από τη μαύρη αγορά. Διαβάζαμε τα μαθήματά μας στο μπάνιο, που ήταν πιο χοντροί οι τοίχοι, για τον φόβο των όλμων. Μπάνιο κοντά στην ξυλόσομπα, στο χολ που είχε κάτω πλακάκια, για να μην κρυώνουμε. Και τα βράδια, γύρω από το τραπέζι, μετά το λιτό φαγητό κουβεντολόι σιγανό, κι απέξω σφύριζαν οι σφαίρες... Το κοριτσάκι που μεγάλωσε, πέρασε χρόνια ξενοιασιάς, σε σύγκριση με όσα θυμόταν – τα καταφύγια, τις βόμβες, τις αερομαχίες, τις ξύλινες σόλες που χτυπούσαν την άσφαλτο της οδού Πρατίνου στο Παγκράτι. Δημοτικό, γυμνάσιο στο Κολλέγιο Θηλέων, τα αγγλικά, Πανεπιστήμιο, Νομικά, και μετά – η αποκάλυψη στην οδό Σωκράτους 57! Η δημοσιογραφία, το μεγάλο σχολειό απ’ όπου δεν αποφοιτάς ποτέ. Τουλάχιστον το κοριτσάκι εκείνου του πρωινού της 28ης Οκτωβρίου 1940. Κι ας πέρασε πολλά, κι ας έμειναν, εκείνη και ο αδελφός μόνοι, να τα θυμούνται κάθε χρόνο. Ξέρει πως ήταν ένα σπουδαίο πρωινό εκείνο που έζησε – και μαζί της όλη η Ελλάδα...
ΥΓ. Η ΝΑΣ, το ταξί, πήγε στον πόλεμο με τον θείο Νίκο, που γύρισε. Η ΝΑΣ ανατινάχτηκε...
ΤΗΛΕΦΟΣ
ΤΗΛΕΦΟΣ
Comments