Απέτυχε ο καπιταλισμός;

Απέτυχε ο καπιταλισμός;

Share
Μέχρι και έξι ημέρες πριν την κατάρρευση της Lehman Brothers πριν από πέντε χρόνια, ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poors διατήρησε την επενδυτική βαθμολογία της επιχείρησης στο «Α». Ο οίκος Moody’s περίμενε ακόμη περισσότερο, υποβαθμίζοντας τη Lehman μία εργάσιμη ημέρα πριν καταρρεύσει. Πώς μπόρεσαν αξιόπιστοι οίκοι αξιολόγησης -και οι τράπεζες επενδύσεων- να υποτιμήσουν τα πράγματα τόσο άσχημα; Οι οικονομολόγοι Roman Frydman και Michael D. Goldberg σχολιάζουν στο http://www.project-syndicate.org.
Νομοθέτες, τραπεζίτες και οι οίκοι αξιολόγησης φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κρίση. Όμως, η σχεδόν κατάρρευση δεν ήταν τόσο πολύ μια αποτυχία του καπιταλισμού, αλλά μια αποτυχία να κατανοήσουν τα σύγχρονα οικονομικά μοντέλα το ρόλο και τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών – και, γενικότερα, την αστάθεια – στις καπιταλιστικές οικονομίες. Αυτά τα μοντέλα παρείχαν την υποτιθέμενη επιστημονική προϋπόθεση για πολιτικές αποφάσεις και οικονομικές καινοτομίες που έκανε τη χειρότερη κρίση μετά τη Μεγάλη Ύφεση πολύ πιο πιθανή, αν όχι αναπόφευκτη. Μετά την κατάρρευση της Lehman, ο πρώην πρόεδρος της Federal Reserve, Άλαν Γκρίνσπαν, κατέθεσε ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου ότι είχε βρει «ένα ελάττωμα» στην ιδεολογία ότι η ιδιοτέλεια θα προστάτευε την κοινωνία από τις υπερβολές του χρηματοπιστωτικού συστήματος . Όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Αυτή η πεποίθηση μπορεί να εντοπιστεί στην επικρατούσα οικονομική θεωρία σχετικά με τις αιτίες της αστάθειας τιμών των περιουσιακών στοιχείων – μια θεωρία που υπολογίζει τον κίνδυνο και τις διακυμάνσεις των τιμών στις αγορές σαν το μέλλον να ακολουθείται μηχανικά από το παρελθόν. Τα μηχανικά μοντέλα των σύγχρονων οικονομολόγων υπαινίσσονται ότι οι ιδιώτες συμμετέχοντες στην αγορά δεν θα ωθήσουν τη στέγαση και άλλες τιμές περιουσιακών στοιχείων σε σαφώς υψηλά επίπεδα στην πορεία προς την κρίση. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω υπερβολικές διακυμάνσεις θεωρήθηκαν ως ένα σύμπτωμα παραλογισμού των συμμετεχόντων στην αγορά.
Αυτή η εσφαλμένη βασική υπόθεση – ότι οι αποφάσεις που υποκινούνται από το ιδιωτικό συμφέρον μπορεί επαρκώς να απεικονίζονται με μηχανικούς κανόνες – στήριξαν τη δημιουργία των σύνθετων χρηματοοικονομικών μέσων και νομιμοποίησαν, σε δήθεν επιστημονική βάση, το δικό τους μάρκετινγκ στα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αναδυόμενες οικονομίες με σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες χρηματοπιστωτικές αγορές διέφυγαν από πολλές από τις πιο σκανδαλώδεις συνέπειες αυτών των καινοτομιών.
Η εξάρτηση των σύγχρονων οικονομολόγων από μηχανικούς κανόνες για την κατανόηση – και επιρροή – οικονομικών αποτελεσμάτων εκτείνεται και στην μακροοικονομική πολιτική και συχνά οδηγεί σε μια αυθεντία, τον Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος θα είχε απορρίψει την προσέγγισή τους. Ο Κέινς είχε καταλάβει από νωρίς την πλάνη της εφαρμογής τέτοιων μηχανικών κανόνων. «Έχουμε εμπλακεί σε μια κολοσσιαία σύγχυση», προειδοποίησε, «έχοντας κάνει λάθος στον έλεγχο μιας λεπτής μηχανής, τη λειτουργία της οποίας δεν καταλαβαίνουμε».
Στη «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», ο Κέινς ζήτησε να υπάρχει η λογική που έλειπε για να στηριχθεί η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική ώστε να βγουν οι προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες από τη Μεγάλη Ύφεση. Όμως, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διάδοχοί του, ανέπτυξαν μια πολύ πιο φιλόδοξη ατζέντα. Αντί να επιδιώξουν μέτρα για την αντιμετώπιση των υπερβολικών διακυμάνσεων της οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βαθιά συρρίκνωση της δεκαετίας του 1930, οι λεγόμενες πολιτικές σταθεροποίησης επικεντρώθηκαν σε μέτρα που αποσκοπούσαν στο να διατηρηθεί η πλήρης απασχόληση. Τα «νεοκεϋνσιανά» μοντέλα που διέπουν τις πολιτικές αυτές υπέθεσαν ότι η «πραγματική» δυναμική μιας οικονομίας – και κατά συνέπεια το λεγόμενο παραγωγικό κενό που η επεκτατική πολιτική υποτίθεται ότι συμπληρώνει για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης – μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια.
Αλλά, για να το θέσουμε ωμά, η πεποίθηση ότι ένας οικονομολόγος μπορεί πλήρως να προσδιορίζει εκ των προτέρων πόσο συγκεντρωτικά εξελίσσονται τα αποτελέσματα – και επομένως το δυνητικό επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας – με την πάροδο του χρόνου, είναι ψεύτικη. Οι προβλέψεις που συνεπάγεται το μακρο- οικονομετρικό μοντέλο της Fed όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τις επιπτώσεις του οικονομικού ερεθίσματος για την ανεργία το 2008, που έχουν εμφανώς πέσει πολύ έξω, είναι ένα παράδειγμα.
Παρόλα αυτά, η επικρατούσα τάση του οικονομολογικού επαγγέλματος επιμένει ότι τέτοια μηχανιστικά μοντέλα διατηρούν την ισχύ τους. Ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «ένας πρόχειρος υπολογισμός» βάσει του «μακροοικονομικού εγχειριδίου» δείχνει ότι τα 800 δις δολάρια των αμερικανικών δημοσιονομικών κινήτρων για το 2009 θα πρέπει να είναι τρεις φορές περισσότερα.
Σαφώς, χρειαζόμαστε ένα νέο εγχειρίδιο. Το ερώτημα δεν είναι αν τα φορολογικά κίνητρα βοήθησαν, ή αν ένα μεγαλύτερο κίνητρο θα βοηθήσει περισσότερο, αλλά αν οι πολιτικοί πρέπει να στηριχθούν σε οποιοδήποτε μοντέλο υποθέτει ότι το μέλλον προκύπτει μηχανικά από το παρελθόν. Για παράδειγμα, η κατάρρευση στην αγορά ακινήτων που άφησε εκατομμύρια αμερικανούς ιδιοκτήτες «πνιγμένους» δεν αποτελεί μέρος των μοντέλων του εγχειριδίου, αλλά έκανε τους ακριβείς υπολογισμούς των δημοσιονομικών κινήτρων που βασίζονται σε αυτήν αδύνατες. Ο κόσμος θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα καχύποπτος με τους ισχυρισμούς ότι τέτοιου είδους μοντέλα παρέχουν κάποια επιστημονική βάση για την οικονομική πολιτική.
Αλλά το να αποκηρύξουν αυτό που ο Φρίντριχ φον Χάγιεκ ονόμασε «επίφαση ακριβούς γνώσης» των οικονομολόγων δεν σημαίνει να εγκαταλείψουν το ενδεχόμενο ότι η οικονομική θεωρία μπορεί να ενημερώσει τη χάραξη πολιτικής. Πράγματι, η αναγνώριση της διαρκώς ατελούς γνώσης των οικονομολόγων, των πολιτικών και των συμμετεχόντων στην αγορά έχει σημαντικές επιπτώσεις για την κατανόηση της οικονομικής αστάθειας και του ρόλου του κράτους στην άμβλυνση του.
Οι διακυμάνσεις στις τιμές αγοράς δεν οφείλονται στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά είναι παράλογοι, αλλά στο ότι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την διαρκώς ατελή γνώση τους για τη μελλοντική ροή των κερδών από εναλλακτικά επενδυτικά σχέδια. Η αστάθεια της αγοράς είναι συνεπώς αναπόσπαστη με το πώς οι καπιταλιστικές οικονομίες διαθέτουν τις αποταμιεύσεις τους. Δεδομένου αυτού, οι πολιτικοί θα πρέπει να παρεμβαίνουν όχι επειδή έχουν μεγαλύτερη γνώση για τις αξίες του ενεργητικού (στην πραγματικότητα κανείς δεν έχει), αλλά επειδή οι συμμετέχοντες στην αγορά που επιδιώκουν το κέρδος δεν εσωτερικεύουν το τεράστιο κοινωνικό κόστος που συνδέεται με τις υπερβολικά ανοδικές και πτωτικές τάσεις στις τιμές.
Είναι αυτές οι τόσο υπερβολικές διακυμάνσεις, και όχι οι αποκλίσεις από κάποια ευφάνταστη «πραγματική» αξία – είτε των περιουσιακών στοιχείων ή του ποσοστού της ανεργίας – που ο Κέινς πίστευε πως οι πολιτικοί πρέπει να επιδιώξουν να αμβλύνουν. Σε αντίθεση με τους διαδόχους τους, ο Κέινς και ο Χάγιεκ κατανόησαν ότι αυτή η ημιμάθεια και η μη συνηθισμένη αλλαγή σημαίνουν ότι οι νόμοι, μαζί με τις μεταβλητές που τους διέπουν, κερδίζουν και χάνουν την καταλληλότητά τους σε περιόδους που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει.
Αυτή η άποψη φαίνεται να έχει επιστρέψει στην πολιτική, στην πατρίδα του Κέινς. Όπως το έθεσε ο Μέρβιν Κινγκ, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, «η κατανόηση της οικονομίας είναι ατελής και συνεχώς εξελισσόμενη…. Το να περιγράψουμε τη νομισματική πολιτική με όρους ενός σταθερού κανόνα που προέρχεται από ένα γνωστό μοντέλο της οικονομίας, είναι σα να αγνοούμε αυτή τη διαδικασία μάθησης». Ο διάδοχός του, Μαρκ Κάρνεϊ, έχει έρθει για να ενσαρκώσει την άποψη αυτή, αποφεύγοντας σταθερούς πολιτικούς κανόνες υπέρ της περιορισμένης διακριτικής ευχέρειας που συνεπάγεται η διακύμανση των βασικών δεικτών. Αντί να προσπαθεί να πετύχει ακριβείς αριθμητικούς στόχους, είτε για τον πληθωρισμό ή για την ανεργία, αυτού του είδους η πολιτική προσπαθεί να αμβλύνει  τις υπερβολικές διακυμάνσεις. Έτσι, ανταποκρίνεται στα πραγματικά προβλήματα, και όχι στις θεωρίες και τους κανόνες (που τα προβλήματα αυτά μπορεί να έχουν καταστήσεις ανούσιους). Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς για τις αιτίες της κρίσης του 2008 – και σοβαροί όσον αφορά την αποφυγή της επανάληψής της – θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι η οικονομική ανάλυση δεν μπορεί να μας σώσει, ώστε να επωφεληθούμε από όσα μπορεί να κάνει.
This entry was posted in Αντιθέσεις. Bookmark the permalink.   ANTINEWS

Comments

lornion said…
ΚΡΊΣΗ ΕΊΝΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΡΆΣΕΙ ΑΝΕΞΆΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΊΠΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΑΦΊΣΕΙ. ΑΚΑΤΑΛΑΒΙΣΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΌ ΝΟΥ ΕΊΝΑΙ Η ΑΝΕΠΆΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΊ ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΣΧΟΛΟΥΜΈΝΩΝ, ΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΊΩΞΗ ΤΟΥ ΜΕΓΆΛΟΥ ΚΈΡΔΟΥΣ ΔΙΑΙΩΝΊΖΟΥΝ ΤΗΝ ΚΡΊΣΗ, ΜΗ ΣΚΕΠΤΌΜΕΝΟΙ ΤΙς ΣΥΝΈΠΕΙΕΣ ΑΥΤΉΣ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ .

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc

«Η Ελλάδα αισθάνεται αποκλεισμένη»