Η τυραννία της μετριότητας
Η τυραννία της μετριότητας
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Τον Αρη Πορτοσάλτε τον γνωρίζω από τη δουλειά του, όπως και τον Σταμάτη Μαλέλη, τον Γιάννη Πρετεντέρη και την Ολγα Τρέμη. Δεν γνωρίζω αντιθέτως τους κριτές τους του Πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ. Δεν ξέρω τι σκέφτονται, αν σκέφτονται, δεν ξέρω αν μπορούν να γράψουν ή να σταθούν σε μια συζήτηση με αξιοπρέπεια. Το μόνο που ξέρω είναι ότι συμμετέχουν στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του επαγγελματικού σωματείου των δημοσιογράφων. Πάρα πολύ ωραία. Θέλω να πω ευθύς εξαρχής ότι δεν είμαι μέλος της ΕΣΗΕΑ. Και δεν έγινα μέλος διότι όταν επρόκειτο να θέσω υποψηφιότητα, έμαθα πως πρέπει να περάσω εξετάσεις. Οπως με πληροφόρησαν δε συνάδελφοί μου οι ερωτήσεις ήταν του τύπου «Πόσες είναι οι πρωτεύουσες της ΕΟΚ;». Διάβασα προχθές σε μια ανάρτηση της Νόνης Καραγιάννη στο φέισμπουκ πως εκείνη την είχαν ρωτήσει πόσες ακτίνες έχει ο ήλιος της Βεργίνας. Το θεώρησα ταπεινωτικό να υποστώ τη δοκιμασία, με όλον τον σεβασμό σε όσους συναδέλφους την υπέστησαν.
Δεν το έκανα από αλαζονεία. Ούτε επειδή θεώρησα πως τα πανεπιστημιακά μου διπλώματα ήταν εγγύηση για την επαγγελματική μου επάρκεια. Αυτό δεν το πίστεψα ποτέ. Εξάλλου, επειδή δεν εργάστηκα ποτέ στο Δημόσιο δεν χρειάστηκε ποτέ να τα επιδείξω. Σήμερα δε, σαράντα χρόνια μετά, το θεωρώ τουλάχιστον βλακώδες να αναφέρω στο βιογραφικό μου τις σπουδές μου. Αν δεν έχεις καταφέρει τίποτε στην ηλικία μου, τότε όσες σπουδές κι αν έχεις κάνει, αυτές αποδείχθηκαν άχρηστες. Αν κάτι έχεις καταφέρει, θα κριθείς από αυτό που κατάφερες και όχι από αυτό που σπούδασες κάποτε.
Αν και στα πρώτα βήματα της δημοσιογραφικής μου σταδιοδρομίας τότε, πίστευα ότι την επαγγελματική μου επάρκεια την είχε κρίνει ο διευθυντής της εφημερίδας στην οποία εργαζόμουν. Ηταν ο Παναγιώτης Λαμπρίας και η εφημερίδα ήταν «Η Μεσημβρινή». Θεωρούσα πως η κρίση ενός ανθρώπου που τον εκτιμούσα και τον σεβόμουν ήταν υπεραρκετή. Αμ δε. Δεν γνώριζα τον χρυσό κανόνα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, τη δοκιμασία της μετριότητας. Για να γίνεις αποδεκτός οφείλεις να περάσεις από τον έλεγχο των μετρίων, κοινώς να τους πείσεις ότι δεν κινδυνεύουν από σένα. Είναι κάτι σαν το φιλί του θανάτου. Αν σήμερα δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από τον βάλτο στον οποίον έχουμε βυθιστεί το χρωστάμε, εκτός των άλλων, και στον χρυσό αυτόν κανόνα.
Στην περίπτωση βέβαια της απόφασης του Πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ ενέχεται και το χαμηλό επίπεδο του πολιτικού πολιτισμού μας. Και το είδος της ευήθειας που χαρακτηρίζει τη δημοκρατία μας, στην οποία, οι θεσμοί που έχουμε οργανώσει υποτίθεται για να την προστατεύουν, στρέφονται εναντίον της. Το σωματείο των δημοσιογράφων υπάρχει για να προστατεύει, εκτός από τα επαγγελματικά τους συμφέροντα και το γενικό πλαίσιο που τους επιτρέπει να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Κι αυτό το γενικό πλαίσιο λέγεται ελευθεροτυπία, κοινώς δικαίωμα ελεύθερης γνώμης και έκφρασής της. Οταν το ίδιο το σωματείο κρίνει –ασχέτως αν καταδικάζει ή αθωώνει– μέλη του για τις απόψεις τους, τότε αναιρεί το ίδιο τον ρόλο του. Και για να παραλλάξω τη διάσημη ρήση του Μαρξ, του μεγάλου Γκράουτσο, δεν θα ήθελα ποτέ να γίνω μέλος σε ένα σωματείο που δέχεται μέλη σαν κι αυτά του Πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ.
Υπάρχει βέβαια και η ψυχολογική παράμετρος. Το καλοκαίρι έγινε ένα δημοψήφισμα με παραπλανητικό δίλημμα στο οποίο σάρωσε η γραμμή των Συριζανέλ. Και τα μέλη του Πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ έκριναν ότι αν συνταχθούν με όσους ψήφισαν «Οχι» και την κυβερνητική προπαγάνδα που υποστηρίζει ότι ο αδούλωτος λαός δεν δέχθηκε την «τρομοκρατία» όσων τον καλούσαν να ψηφίσει «Ναι», θα δείξουν πόσο κοντά στο λαϊκό αίσθημα είναι. Αρα θα αποδείξουν πως είναι κι αυτοί δημοσιογράφοι. Ο Πορτοσάλτε που εκτίθεται κάθε πρωί και τον ακούν κάτι χιλιάδες ακροατές δεν καταλαβαίνει από «λαό». Παραγνωρίζοντας το απλούν: ο δημοσιογράφος δεν κρίνεται από το επαγγελματικό του σωματείο αλλά από το κοινό του.
«Η πολλή κατανάλωση ΕΣΗΕΑ βλάπτει την ελευθεροτυπία». Μέλος της μπορεί να γίνει όποιος πληροί τα τυπικά προσόντα και ξέρει πόσες ακτίνες έχει ο ήλιος της Βεργίνας. Κι ας μην έχει γράψει ένα άρθρο της προκοπής στη ζωή του, κι ας έχει φάει τα χρόνια του στο γραφείο Τύπου κάποιου δημόσιου οργανισμού. Διότι θα αντιμετωπίζαμε εντελώς διαφορετικά την όλη υπόθεση αν μέλη του Πειθαρχικού ήταν ο Στ. Ζούλας, ή οι μακαρίτες Λαμπρίας, Καραπαναγιώτης, Μπακογιάννης και Χρυσοστομίδης. Ομως μέλη του είναι οι θεματοφύλακες της μετριότητας, οι οποίοι προσπαθούν, σαν τους αμόρφωτους χωροφύλακες της νεότητός μας, να ελέγξουν την ελεύθερη κυκλοφορία της γνώμης.
Η τυραννία της μετριότητας αφορά το πολίτευμα που λέγεται δημοκρατία, αλλά και τη συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Μια κοινωνία που έχει χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Και η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς σχέσεις εμπιστοσύνης. Μεταμορφώνεται σε τυραννία. Μια κοινωνία που δεν μπορεί να απαιτήσει πια τίποτε από τον εαυτό της. Σέρνεται κατά συνέπεια πίσω από τον σκελετό της δημοκρατίας, την τυπολατρία ενός θεσμικού πλαισίου αποχυμωμένου, κοινώς τυραννικού. Απ’ αυτήν την άποψη θα μπορούσε κανείς να πει ότι όπως η Ελλάδα έχει την κυβέρνηση που της αξίζει, έτσι έχει και την ΕΣΗΕΑ και τη ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ που της αξίζει. Γι’ αυτό και ανανεώθηκε η θητεία του κ. Φωτόπουλου – αυτόν δυστυχώς σε αντίθεση με τα μέλη του Πειθαρχικού τον ξέρουμε.
Και το κερασάκι: η ΕΣΗΕΑ παραχώρησε αίθουσά της για την παρουσία του λογοτεχνικού έργου του κ. Ξηρού. Για να τιμήσει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών.
Comments