Oταν η ελευθεροτυπία απειλείται και «έσωθεν»
Oταν η ελευθεροτυπία απειλείται και «έσωθεν»
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η καταδίκη προ ημερών επτά γνωστών δημοσιογράφων από την ΕΣΗΕΑ, δηλαδή από το επαγγελματικό σωματείο τους, γιατί τάχθηκαν υπέρ του «ναι» στο περσινό δημοψήφισμα, θέτει μείζονα ερωτήματα για την κατάσταση της ελευθεροτυπίας στη χώρα μας. Διότι, εξ όσων γνωρίζω, είναι η πρώτη φορά που η ΕΣΗΕΑ τιμωρεί μέλη της καθαρά για τις πολιτικές τους απόψεις.
Πρόκειται για ένα ακόμη επικίνδυνο βήμα στον κατήφορο που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια η ΕΣΗΕΑ εναντίον όσων από τα μέλη της δεν συμμερίζονται τις ιδεολογικοπολιτικές θέσεις της. Για παράδειγμα, η επίπληξη που είχε επιβληθεί προ τριετίας στον Πάσχο Μανδραβέλη για την κριτική που άσκησε σε απεργία της ΕΡΤ, ήταν για παραβίαση της υποχρέωσης «επαγγελματικής αλληλεγγύης». Το ίδιο και η οριστική διαγραφή του Σίμου Κεδίκογλου, γιατί ως κυβερνητικός εκπρόσωπος είχε «καλύψει» το 2013 το κλείσιμο της ΕΡΤ. Αλλά και ο Αρης Πορτοσάλτε είχε καταδικασθεί για τον ίδιο λόγο το 2014, επειδή είχε κάνει ραδιοφωνική εκπομπή σε ώρα που η ΕΣΗΕΑ είχε κηρύξει στάση εργασίας. Αντίθετα, τιμωρώντας δημοσιογράφους την περασμένη Τετάρτη επειδή πήραν θέση –με πείσμα έστω– υπέρ της μιας πλευράς στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, τα πειθαρχικά όργανα της ΕΣΗΕΑ δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να τηρήσουν ούτε καν τα προσχήματα.
Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, οι κρίσιμες αποφάσεις δεν είναι προσιτές, ούτε καν από τους ίδιους τους θιγόμενους. Με βεβαιότητα πάντως πιθανολογώ ότι οι εγκαλούμενοι καταδικάσθηκαν για παραβίαση κάποιας από τις υποχρεώσεις που θέτουν στα μέλη της ΕΣΗΕΑ τα άρθρα 1 και 3 των «Αρχών Δεοντολογίας» της. Το μεν πρώτο από αυτά, με μιαν επικίνδυνη για την ελευθεροτυπία διατύπωση, χαρακτηρίζει την πληροφόρηση «κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας». Το δε άρθρο 3, αφού διακηρύσσει το αυτονόητο, ότι δηλαδή η ισηγορία και η πολυφωνία είναι το «οξυγόνο της δημοκρατίας», προειδοποιεί ότι οι αρχές αυτές απειλούνται όχι μόνον από τον μονοπωλιακό έλεγχο των ΜΜΕ από το κράτος, αλλά και από «τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας [των τελευταίων] σε γιγαντιαίες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, που αντιμετωπίζουν την κοινή γνώμη σαν καταναλωτή και προσπαθούν να χειραγωγήσουν το φρόνημα, τις συνήθειες και την εν γένει συμπεριφορά τους».
Στην ίδια λοιπόν μοίρα κράτος και εκδοτικά συγκροτήματα. Και αυτό σε μια χώρα η οποία, στην πολύ πρόσφατη ιστορία της, έζησε στο πετσί της τι θα πει κρατική λογοκρισία. (Αλήθεια, μήπως θα πρέπει να θυμίσει κανείς στους νεότερους τι ακριβώς έκανε στην οδό Ζαλοκώστα ο συνταγματάρχης Βρυώνης, το 1967-69;) Οι προχθεσινές καταδίκες δίνουν ένα μικρό μόνο δείγμα των παραλογισμών στους οποίους μπορεί να οδηγήσουν τέτοιου είδους διακηρύξεις. Ας όψονται οι έμπειροι δημοσιογράφοι της παλαιότερης γενιάς οι οποίοι, παρά τις επίμονες προειδοποιήσεις πολλών από μας, θεσμοθέτησαν το 1998 αυτές τις μεγαλοστομίες, με ασύγγνωστη επιπολαιότητα, ενδίδοντας στα ιδεολογικά στερεότυπα των νιάτων τους.
Οι τελευταίες καταδίκες δημοσιογράφων από συναδέλφους τους αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν συνδυασθούν με την ανοιχτή πλέον προσπάθεια της σημερινής κυβέρνησης να επηρεάσει και, στο μέτρο του δυνατού, να χειραγωγήσει τον Τύπο και τα μέσα ενημέρωσης. Αναφέρομαι βέβαια στην εξαφάνιση του ΕΣΡ (και των άλλων ανεξάρτητων αρχών), στην προκλητική μεταφορά της κρισιμότερης αρμοδιότητας του τελευταίου –της αδειοδοτικής– στον αρμόδιο υπουργό, και στους διεξαγόμενους ελέγχους των οικονομικών των επιχειρήσεων Τύπου και μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι δύσκολα κρύβουν την προσπάθεια για πολιτικό πειθαναγκασμό των τελευταίων. Και όλα αυτά με φόντο τους τις πιέσεις που ασκούνται όλο και πιο ανοιχτά σε δικαστικούς λειτουργούς. Εχει, με άλλα λόγια, κανείς την αίσθηση ότι απειλούνται θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου από τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση μετά το 1974.
Το επικίνδυνο είναι ότι η προσπάθεια αυτή δεν σκοπεύει απλώς σε άμεσα πολιτικά οφέλη, όπως π.χ. ο διορισμός «ημετέρων». Αποβλέπει βαθύτερα στην εμπέδωση μιας αντιευρωπαϊκής ιδεολογίας, στην υπηρεσία ενός θολού εθνοπατριωτικού οράματος. Μιας ιδεολογίας που, εν ονόματι του «αντιμνημονιακού» αγώνα, δύσκολα κρύβει την απέχθειά της προς τους θεσμούς, τη δυτική κοινοβουλευτική παράδοση και εν τέλει τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Να ’ναι άραγε τυχαίο ότι κορυφαίος υπουργός της σημερινής κυβέρνησης είχε χαρακτηρίσει προ ετών «σκιαμαχία» την αντιπαράθεση με την Εκκλησία για τη διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες; Και ότι, μετά το ναυάγιο της Επιτροπής που είχε συστήσει το 2013 για τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συνταγματολόγοι που τον συμπαθούν έχουν παντελώς σιωπήσει;
Δεν είναι βέβαια της στιγμής να αναδειχθεί η μεγάλη αυτή αντινομία του ΣΥΡΙΖΑ, που θέλει παρά ταύτα να εμφανίζεται ως «κανονικό» κοινοβουλευτικό κόμμα. Μια αντινομία που η σύμπλευση με τους ΑΝΕΛ έχει οδηγήσει σε καταστάσεις οριακές για τη συνταγματική ομαλότητα. Στη σημερινή συγκυρία, είναι βέβαια δύσκολο να επιβληθούν ανοιχτές δικτατορίες στην Ευρώπη. Είναι αντίθετα πολύ ευκολότερο για τους κρατούντες να επιβάλλουν τη θέλησή τους, απλώς αποδυναμώνοντας όσους θεσμούς τους ενοχλούν, τηρώντας δηλαδή κάποια προσχήματα. Πούτιν και Ερντογάν έχουν αναδειχθεί σε μετρ του είδους.
Σε αυτή την προσπάθεια, η χειραγώγηση του Τύπου και των μέσων ενημέρωσης αποκτά καίρια σημασία. Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ πρόσφατα με την περίπτωση της Ουγγαρίας του Βίκτορ Ορμπαν. Πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι η κατάργηση της ανεξαρτησίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και η υπαγωγή των λειτουργών της στον ασφυκτικό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Δεύτερο βήμα είναι η άσκηση έμμεσων πιέσεων στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, μέσω της επιλεκτικής κατανομής της κρατικής διαφήμισης (η σημασία της οποίας είναι μεγάλη σε περιόδους ύφεσης, όταν η διαφημιστική πίτα μοιραία συρρικνώνεται) και των κάθε είδους οικονομικών και φορολογικών ελέγχων. Την ίδια τακτική φαίνεται να ακολουθεί από το περασμένο φθινόπωρο και η Πολωνία του Γιάροσλαβ Καζίνσκι.
Δεν ξέρω αν ο κ. Αλέξης Τσίπρας τρέφει παρόμοιες φιλοδοξίες. Οι προσδοκίες που καλλιέργησε στους φίλους του πριν από την τελευταία προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται. Απεναντίας, είναι βέβαιο ότι η παιδεία και οι εμπειρίες πολλών από τους συντρόφους του, εντός και εκτός κυβερνήσεως, σε συνδυασμό με τον ιστορικά αφελή και πολιτικά αυτοκτονικό βολονταρισμό τους, ευνοούν τέτοιου είδους εγχειρήματα.
Είναι κρίμα που οι υποστηρικτές τέτοιων απόψεων βρίσκουν συμμάχους στην ΕΣΗΕΑ, δηλαδή τον συνδικαλιστικό φορέα που, κανονικά, θα έπρεπε να είναι το προπύργιο της ελευθεροφροσύνης και της ελευθεροτυπίας.
* Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Comments