Βασ. Αναστασόπουλος
Η κακοστημένη «παράσταση» του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής
Από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, ωστόσο, έχουν περάσει περισσότεροι από τέσσερις μήνες. Μέσα σε αυτό το διάστημα, και πάντα σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διατηρήσει, πάνω - κάτω, την εκλογική του δύναμη, και έχει περάσει πρώτο κόμμα, εκμεταλλευόμενος τη φθορά της ΝΔ και τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας για τα προωθούμενα σκληρά μέτρα. Η Χρυσή Αυγή, από την άλλη, εμφανίζεται ενισχυμένη και επιχερεί την υπέρβαση, περνώντας τρίτη στην κούρσα της πρόθεσης ψήφου. Κανένα από τα δύο κόμματα, ωστόσο, δεν έχει καταφέρει εν τω μεταξύ να παρουσιάσει μια συγκροτημένη, ολοκληρωμένη πρόταση για τη διαχείριση της κρίσης ή για την επόμενη μέρα, με ή χωρίς ευρώ. Κανένα από τα δύο κόμματα δεν έχει θέσει επί τάπητος μια πλήρη πολιτική και οικονομική ατζέντα.
Εγκλωβισμένη στις συνιστώσες της, η Κουμουνδούρου παραμένει σταθερή στη θέση της περί ακύρωσης του Μνημονίου και διαγραφής του χρέους, ωστόσο εξακολουθεί να μην ξεκαθαρίζει εάν τάσσεται υπέρ ή κατά της παραμονής στο ευρώ και, ταυτόχρονα, έχει υιοθετήσει ηπιότερη στάση σε μια σειρά άλλων θεμάτων, «λειαίνοντας» τις άκρες, σε μια προφανή προσπάθεια να μετατραπεί από κόμμα αντιπολιτευόμενο, σε εν δυνάμει κυβερνητικό. Με την στάση της αυτή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ρισκάρει να χάσει, ίσως, κάποιους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της, για να κερδίσει ωστόσο τους απογοητευμένους οπαδούς άλλων κομμάτων, όπως π.χ. του ΠΑΣΟΚ. Η πρόσφατη σθεναρή αντίσταση της ΔΗΜΑΡ για τα εργασιακά, ωστόσο, αποτελεί «πονοκέφαλο» για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς διαπιστώνει ότι δεν... παίζει μπάλα μόνος του, στο πεδίο της προάσπισης των εργασιακών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, ο Φώτης Κουβέλης «την βγήκε» απο αριστερά στον Αλέξη Τσίπρα και ο τελευταίος καλείται να το διαχειριστεί αυτό.
Η Χρυσή Αυγή, από τη δική της πλευρά, είναι τουλάχιστον ξεκάθαρη ως προς αυτό: η ατζέντα της έχει στο επίκεντρο το μεταναστευτικό και τις θέσεις της επ' αυτού τις προωθεί με κάθε τρόπο, είτε εντός είτε εκτός Κοινοβουλίου. Δεν έχει όμως να προσφέρει τίποτε άλλο στην πολιτική ζωή και στον κοινωνικό διάλογο και δεν μπορεί η επωδός και η απάντηση σε όλα να είναι «φωτιά και τσεκούρι». Η πολιτική της «γύμνια» είναι προφανής, ωστόσο η φθορά του πολιτικού συστήματος, της δίνει την ευκαιρία, μολονότι είναι απότοκό του, να παρουσιαστεί ως κάτι νέο, στο οποίο ο απογοητευμένος Έλληνας μπορεί να ακουμπήσει -μόνο όμως αν είναι «καθαρός» και όχι... άπλυτος, όπως αρέσκονται οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής να αποκαλούν κάθε ιδεολογικά πολέμιό τους. Ο μαύρος Έλληνας Σοφοκλής Σχορτσανίτης, π.χ., ασφαλώς δεν χωράει στην αντίληψή τους περί της Άρειας φυλής, όπως φρόντισε πρόσφατα να ξεκαθαρίσει ο κ. Παναγιώταρος.
Το μόνο που προσφέρουν αυτή τη στιγμή, λοιπόν, ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσή Αυγή, είναι... νούμερα. Νούμερα τηλεθέασης, νούμερα κυκλοφορίας... «Πουλάει» η αντιπαράθεσή τους αυτή και, όποιος θέλει να πουλήσει, το εκμεταλλεύεται. Ποιος πιο σίγουρος τρόπος για καλές τηλεθεάσεις, από ένα πάνελ με καλεσμένους, π.χ., τον κ. Τατσόπουλο από τη μία και τον κ. Παναγιώταρο από την άλλη; Η επιλογή των ονομάτων δεν είναι τυχαία, καθώς τις τελευταίες εβδομάδες φροντίζουν και οι δύο προαναφερθέντες να ρίχνουν «λάδι στη φωτιά», τραβώντας το σχοινί της αντιπαράθεσης των κομμάτων τους στα άκρα. Μια αντιπαράθεση, που δεν σταματάει εκεί. Μια ματιά σε διάφορα φόρα ανά το Διαδίκτυο αρκεί, για να διαπιστώσει κανείς ότι οι μεν Χρυσαυγίτες ακονίζουν τα μαχαίρια τους για εμφύλιο, οι δε ΣΥΡΙΖΑίοι δηλώνουν έτοιμοι και τους περιμένουν. Σε μια χώρα, στην οποία η οικονομική κρίση ανέδειξε στο πλήρες της μέγεθος την πολιτική σήψη, η κοινωνική και ηθική κατάπτωση δεν ήταν δύσκολο να ακολουθήσει, αφήνοντας χώρο σε ακραίες αντιλήψεις να αναπτυχθούν. Και τα άκρα, όταν συγκρούονται, το κάνουν με αίμα.
Ο σύγχρονος πολιτικός λόγος, ωστόσο, θέλει προτάσεις, ιδέες και λύσεις. Δεν μπορεί να εξαντλείται στα «είσαι ομοφυλόφιλος και λαθρολάγνος» της μίας πλευράς ούτε στα «είσαι αμόρφωτος και φασίστας» της άλλης. Αύριο-μεθαύριο, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιθανό να κληθεί να κυβερνήσει. Αύριο-μεθαύριο, η Χρυσή Αυγή θα κληθεί να λειτουργήσει ως «κανονικό» κόμμα, να παρουσιάσει θέσεις και να πάψει να κοπανάει τα έδρανα ή να ανεβαίνει πάνω σε αυτά, για να κάνει σαματά.
Μπορούν, όταν κληθούν, να τα κάνουν αυτά; Ή η «παράστασή» τους είναι πιο κακοστημένη, ακόμα και από αυτήν που ανεβαίνει κάθε βράδυ στο «Χυτήριο»; ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Comments