Διάσωση της καθεστηκυίας καταστάσεως ή ανατροπή της;
Μιλήσαμε ήδη για το τί είδους «νέο κόμμα» δεν θα θέλαμε. Ώρα να περιγράψουμε και το τί είδους κόμμα θα θέλαμε… Υπονοώντας, όμως, το πόσο απευκταίο θα ήταν να συμβούν τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που θα περιγράψουμε.
Πρώτον, ο κυρίως λόγος αποτυχίας και ανάγκης απόσυρσης των σημερινών κομμάτων είναι η ποιότητα του πολιτικού τους προσωπικού: ως εκ τούτου, ένα εγχείρημα «ανακύκλωσης» των προσώπων, έστω των τάχα μου «καλύτερων» προσώπων, θα ήταν ό,τι χειρότερο – και παντελώς θνησιγενές.
Δεύτερον, ο Κώστας Ροδινός ορθοτομεί τον λόγο της πολιτικής μας αληθείας όταν κανοναρχεί ότι πρώτα αποφασίζουμε (α) ποιά Ελλάδα θέλουμε, μετά (β) σε ποιά κατεύθυνση θέλουμε να την οδηγήσουμε και κατά τρίτον (γ) ποιοί μπορούν να αναλάβουν το τιτάνιο έργο – όχι ανάποδα! «Με άλλα λόγια, πρώτα επιλέγουμε το ταξίδι, μετά χαράσσουμε την διαδρομή και στη συνέχεια αναζητούμε όχημα και οδηγό που θα μας πάει στον προορισμό μας». Ας εξετάσουμε λοιπόν το πρόβλημα – και τη λύση του.
Αποτελεί λογικό σολοικισμό το να πιστεύουμε ότι η λύση στο αδιέξοδό μας μπορεί να προκύψει από τους τρέχοντες κομματικούς σχηματισμούς. Και αυτό δεν λέγεται για συναισθηματικά φορτισμένους λόγους, αλλά επί τη βάσει μιας θεμελιώδους διαπίστωσης: ότι τα σημερινά κόμματα δημιουργήθηκαν με άλλο σκοπό, στόχευαν σε άλλου τύπου διαχείριση, στελεχώνονταν με διαφορετικά κριτήρια και πολιτεύονταν με άλλες μεθόδους από τις σήμερα αναγκαίες.
Η αλήθεια της διαπίστωσης καθίσταται πασιφανής μόλις κάποιος παρατηρήσει την μετριότητα του στελεχιακού δυναμικού των κομμάτων. Τα στελέχη αυτά εδώ και δεκαετίες δεν επεδίωξαν, δεν εκπαιδεύτηκαν/ανδρώθηκαν και εν τέλει δεν μπορούν να διαχειριστούν συνθήκες σαν τις σημερινές. Η πολιτική-ως-βιοπορισμός λειτούργησε ως κλειστό σύστημα, η πρόσβαση στο οποίο βασιζόταν κυρίως σε ένα και μόνο κριτήριο, ήτοι αν ο υποψήφιος διαθέτει «δεξαμενή έτοιμων κουκιών». Η συνακόλουθη αποστολή του πολιτικού στελέχους ήταν κυρίως η μετεκλογική πελατειακή διαβουκόληση των ψηφοφόρων του, με την παραγωγή πολιτικής ως πάρεργο. Το ζήτημα είναι πως πέρα από την παρουσία ή την απουσία εγγενούς φιλοπατρίας ή επιμέρους ικανοτήτων, τα στελέχη που έχουν μάθει να λειτουργούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο εδώ και δεκαετίες απλώς αδυνατούν να λειτουργήσουν αλλιώς, να προσαρμοστούν σε συνθήκες εντελώς καινούργιες. Πολλές φορές, τα ενθάδε πολιτικά στελέχη δεν έχουν τα εφόδια για να κατανοήσουν καν τις συντεταγμένες των σημερινών πρωτοφανών, πολύπλοκων προβλημάτων, πόσω δε μάλλον για να πρωτοστατήσουν στην επίλυσή τους. Αλλά και πέραν τούτου, το πολιτικό-κομματικό σύστημα δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζει φοβικά το ενδεχόμενο να μπει καινούργιο κρασί στα παλιά ασκιά του, γιατί και το ίδιο ως σύνολο, ως οργανισμός, αδυνατεί να «σκεφτεί διαφορετικά». Η δε ύπαρξη των σημερινών κομμάτων όπως τα γνωρίζουμε είναι συνυφασμένη με ένα παχύ πλέγμα συμφερόντων και σχέσεων εξάρτησης και διαπλοκής (ανίερες συμμαχίες – δεσμεύσεις και αντίδωρα) που καθιστούν ανέφικτη την ριζοσπαστική και καινοτόμο μετεξέλιξή τους.
Χρειάζονται διάλυση και επανίδρυση
Προϋπόθεση λοιπόν για οποιαδήποτε πραγματικά νέα σελίδα είναι η δημιουργία ενός νέου πολιτικού υποκειμένου, όχι απλώς ενός νέου κόμματος αλλά ενός κόμματος νέου τύπου.
Οι νέες οικονομικές συνθήκες έχουν δημιουργήσει ένα καινούργιο, ιδιαίτερο και ακόμα διαμορφούμενο πολιτικό τοπίο. Κατά περίεργο τρόπο, όσο «σφίγγει» η οικονομική πλευρά της κρίσης τόσο αντιλαμβανόμαστε πως το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο από τους ίδιους τους αριθμούς της οικονομίας. Τις συντεταγμένες της οικονομίας λίγο πολύ τις ξέρουμε και ακόμα λιγώτερο τις ελέγχουμε, ως εκ τούτου το παρόν άρθρο θα ασχοληθεί κυρίως με τα πέραν της οικονομίας, με τα θεσμικά και πολιτικά ζητήματα σχετικά με το κόμμα νέου τύπου που χρειαζόμαστε. Ο τρόπος της οικονομικής διαχείρισης προκύπτει από τις αρχές, τους στόχους, την συγκρότηση και το προσωπικό ενός νέου κόμματος.
Δεδομένου του κατ’ εξοχήν πασοκικού χαρακτήρα («πράσινα» ή «γαλάζια» πασοκικού) της μεταπολιτευτικής πολιτικής διαχείρισης και του αριστερού προσήμου αυτής της περιόδου, η προσφορώτερη παράταξη για να γεννήσει κάτι τέτοιο είναι η ευρισκόμενη δεξιώτερα του κέντρου (συμπεριλαμβανομένου και του Κέντρου, όχι όμως με την έννοια του νεφελώδους «μεσαίου χώρου»). Το γεγονός ότι το κόμμα που σήμερα επαγγέλλεται την κυρίως εκπροσώπηση αυτής της παράταξης είναι κλινικά νεκρό (η ολιγότητα π.χ. των υποψηφιοτήτων για τη θέση του Γραμματέα αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας τον ισχυρισμό) διευκολύνει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, αφού η φύση απεχθάνεται το κενό. (Να σημειώσουμε εδώ ότι αρνούμαστε να προσεγγίσουμε τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» ως ανεξάρτητο κόμμα, θεωρώντας τους κατ’ ουσίαν εσωκομματικό αντισαμαρικό συνδικαλισμό και αποτύπωση της δραχμικής συνιστώσας της παράταξης).
Εδώ, ο σημερινός πρωθυπουργός έχει μιαν ιστορική ευκαιρία: ακολουθώντας τα βήματα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος διέλυσε τον «Ελληνικό Συναγερμό» για να δημιουργήσει την ΕΡΕ και κατόπιν δημιούργησε την Νέα Δημοκρατία από τις στάχτες της ΕΡΕ, να διαλύσει το σάπιο, νεκρό κόμμα του και να σαλπίσει τη γέννηση του καινούργιου, ενός κόμματος χτισμένου με άλλες προϋποθέσεις τις οποίες θα επιχειρήσουμε νε περιγράψουμε σε λίγο. Η αποστράτευση του παλαιού πολιτικού προσωπικού είναι δεδομένη, αναπόφευκτη, αλλά ο κ. Σαμαράς έχει ακόμα σήμερα μια δυνατότητα επιλογής (ένα προνόμιο) που οι άλλοι δεν έχουν: μπορεί (ναι, ακόμα σήμερα) να επιλέξει εκείνος αν θα ανήκει στο «παλιό» πολιτικό σύστημα ή στο «νέο»- και αν κάνει την δεύτερη επιλογή, έχει την ακόμα συναρπαστικότερη δυνατότητα να συνδιαμορφώσει το αυριανό πολιτικό τοπίο. Η εναλλακτική επιλογή είναι μεσοπρόθεσμα η οριστική αποστράτευση, στην καλύτερη (και λιγώτερο πιθανή) περίπτωση η ειρηνική αποστράτευση. Οι διεργασίες δημιουργίας ενός πολιτικού υποκειμένου και κομματικού φορέα που να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες θα λάβουν νομοτελειακά ούτως ή άλλως χώρα, είτε παρουσία είτε ερήμην των σημερινών πολιτικών ανδρών, μα αν ο κ. Σαμαράς αποδείξει -ακόμα και τώρα στο παρά πέντε- ότι μπορεί να πυροδοτήσει τις διαδικασίες για μια νέα μεταπολίτευση, θα κερδίσουμε πολύτιμο χρόνο, ταλαιπωρία, παράπλευρες απώλειες παντός είδους και άλλα τινά διόλου ευκαταφρόνητα. Οπότε, η εκούσια αυτοδιάλυση ενός σημερινού κόμματος εξουσίας για να καρπίσει στο χώμα της το καινούργιο θα ήταν το πιο ελπιδοφόρο από τα ενδεχόμενα.
Αντιστρέφοντας καθ’ όλον ή κατά μέρος τα χαρακτηριστικά των μέχρι σήμερα κομμάτων (εξουσίας), το νέο κόμμα δεν μπορεί παρά να είναι:
(α) Προγραμματικό:
Η σύγκλιση των δυνάμεων που θα δημιουργήσουν έναν αυτοτελή πόλο με αξιώσεις διακυβέρνησης και πολιτικής ηγεμονίας (ένα «πλειοψηφικό ρεύμα» που λέγαμε) οφείλει να γίνει επί τη βάσει της πολύ συγκεκριμένης συμφωνίας για το δέον γενέσθαι. Για το δέον γενέσθαι πολιτικά, θεσμικά, οικονομικά, πολιτισμικά. Για πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, το «όραμα» δεν θα είναι συγκεχυμένο ακριβώς για να συμφωνούν όλοι («Αλλαγή», «καλύτερες μέρες», «περήφανη Ελλάδα το 2021») αλλά εξαιρετικά συγκεκριμένο, απευθυνόμενο σε πολίτες που ξέρουν τί θέλουν και ξέρουν τί δεν θέλουν (ακόμα κι αν δεν είναι έτσι η κατάσταση, ώστε να τους συμπαρασύρει να… μάθουν.) Επειδή όποιος κάηκε από τον χυλό φυσά και το γιαούρτι, τα «παχιά λόγια» μάλλον δεν πείθουν κανέναν πλέον. Όποιος προτείνει ανερυθρίαστα ή υπορρήτως να είναι το πρόταγμα/όραμα θολό και συγκεχυμένο ώστε να «ψαρεύει» περισσότερους, πραγματικά ψαρεύει σε θολά νερά. Αντιθέτως όμως, η μετ’ακριβείας έκθεση του τί ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε στην χώρα και γιατί σαρκώνει την στρατηγική της ειλικρίνειας.
(β) Ριζοσπαστικό:
Αν το νέο κόμμα δεν προτάσσει την έμπρακτη ρήξη με τις λογικές και τα πεπραγμένα του παρελθόντος, η δημιουργία του δεν έχει κανένα νόημα. Έμπρακτη σημαίνει προγραμματική, και με την ανθρώπινη ποιότητα πολιτικών στελεχών που να μπορεί να την εγγυηθεί. Εδώ, ριζοσπαστισμός είναι η ανατροπή της μέχρι σήμερα ισορροπίας που αναλύσαμε αλλού («Αντί για Νέα Μεταπολίτευση… εκ νέου Μεταπολίτευση») ως διάκριση «κερδισμένων» και «χαμένων» της Μεταπολίτευσης. Ένα πραγματικά νέο κόμμα θα αποστασιοποιείται ρητά από τα συμφέροντα των μέχρι σήμερα «κερδισμένων» και θα δομεί τις προϋποθέσεις για την αποκατάσταση των «χαμένων» (αξιοκρατία, ευνομία, ισονομία).
(γ) Φιλευρωπαϊκό-Αστικό:
Δεν γνωρίζω αν η Ελλάδα «ανήκει στη Δύση», πάντως σίγουρα εντάσσεται στρατηγικά στην Δύση. Η συμπόρευσή της με την ιστορική πρωτοπορία, με την πραγματικότητα της ενωμένης Ευρώπης –με όλα τα στραβά της- είναι εκ των ων ουκ άνευ και βασικός, θεμελιώδης λόγος και πρόταγμα της συσπείρωσης δυνάμεων που συγκροτούν τον νέο πόλο. Η υπεράσπιση της μετοχής της Ελλάδας στην Ευρώπη (και όχι π.χ. της γεωπολιτικής της δορυφορίας πέριξ της Τουρκίας) δεν μπορεί παρά να συμπορεύεται με την επαναδιεκδίκηση θέσης ισότιμου και ισόκυρου εταίρου, και όχι με την παραμονή σε μία από τις «πολλές ταχύτητες» μιας κατακερματισμένης Ευρώπης.
(δ) Πατριωτικό:
Πατριωτικό, γιατί προτάσσει την ετερότητα και αυτοτέλεια του ελλαδικού έθνους-κράτους. Την Ενωμένη Ευρώπη των εθνών, όχι την «Ευρωσούπα». Την ιστορική συνείδηση ως προϋπόθεση για να έχεις μέλλον, κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο αν έχεις ρίζες στο παρελθόν. Την σπουδή της ιδιοπροσωπίας μας ως «εγχειρίδιο πολιτικής» αλλά και ύπαρξης.
(ε) Κοινωνικό:
Προτάσσοντας τα συμφέροντα όχι των κερδισμένων της «προηγούμενης παρτίδας», αλλά όσων κλήθηκαν αδίκως να πληρώσουν τον λογαριασμό, το νέο κόμμα έχει κοινωνικό, λαϊκό χαρακτήρα. Σημείο αναφοράς του είναι ο πολίτης και η νέα ελληνική οικογένεια, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων του προγράμματός του.
Η παραπάνω διάταξη σε μεγάλο βαθμό υπερβαίνει τους διαχωρισμούς του παρελθόντος (πολιτικοί δεινόσαυροι ίσως θα την χαρακτήριζαν «αντιφατική»), και εδώ να σημειώσουμε ότι ως σπόρο για τέτοιες υπερβάσεις βλέπουμε πολύ θετικά την συνύπαρξη του εκσυγχρονιστή συνεπή τεχνοκράτη Στουρνάρα με τον Σαμαρά.
Το κυρίως αίτημα ενός τέτοιου πολιτικού υποκειμένου δεν μπορεί παρά να είναι η «Νέα Μεταπολίτευση». Η οποία έχει δύο βραχίονες: (α) βαθιά μεταρρύθμιση – εκ βάθρων ανασχεδιασμό του κράτους, αναγκαστικά και σε συνταγματικό επίπεδο και (β) αποκατάσταση της δικαιοσύνης για την Μεταπολίτευση. Δηλαδή (α) «επανίδρυση του κράτους» και (β) μια «ελληνική Νυρεμβέργη». Ο ένας πυλώνας προϋποθέτει τον άλλον, μπορούν μόνο να συνοδοιπορούν.
Το πρώτο πρόταγμα ξεπερνά τις αρμοδιότητες μιας απλής Βουλής και απαιτεί Συντακτική Εθνοσυνέλευση, η οποία θα θεσπίσει:
-Τον πλήρη διαχωρισμό των εξουσιών (ξεχωριστή εκλογή κοινοβουλίου-εκτελεστικής εξουσίας, εκλογή δικαστικής εξουσίας, ασυμβατότητα μεταξύ υπουργικού και βουλευτικού αξιώματος) και την μετάβαση στην προεδρική δημοκρατία.
-Την επανακατάληψη των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, οι οποίες αποτελούν δημόσιο χώρο και θα παραχωρούνται μόνον έναντι αντιτίμου και κατόπιν αδείας και ελέγχου σε ιδιώτες
-Την αναίρεση των συνταγματικών προϋποθέσεων της «κομματοκρατίας», δηλαδή της συγκέντρωσης σχεδόν κάθε εξουσίας, εμμέσως ή άμεσα, στους κομματικούς μηχανισμούς.
-Την εγκαθίδρυση πραγματικής ισονομίας, πλήρους ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου χωρίς συνταγματικά προνόμια εξαίρεσης για βουλευτές ή υπουργούς
Σε θεσμικό/νομοθετικό επίπεδο, πέραν του συντάγματος καθ’ εαυτό:
-Την σμίκρυνση των εκλογικών περιφερειών (κυρίως μονοεδρικές) με στόχο την περιστολή του μαύρου πολιτικού χρήματος.
[Παρεμπιπτόντως, ως προς το ασυμβίβαστο βουλευτή-υπουργού (ώστε i. η κυρίως απασχόληση του υπουργού να μην είναι η μέριμνα της βουλευτικής επανεκλογής του και συνακόλουθα ii. το υπουργείο να μην λειτουργεί ως βιοτεχνία παντοειδών εξυπηρετήσεων). Δυστυχώς, την προεκλογική αυτή δέσμευση δεν την είδαμε καν να πραγματώνεται με την παραίτηση των κοινοβουλευτικών υπουργών από τις βουλευτικές τους έδρες.]
Τα παραπάνω οφείλουν οπωσδήποτε να προηγούνται από μια «ελληνική δίκη της Νυρεμβέργης», δηλαδή την απόδοση ευθυνών και την τιμωρία των υπευθύνων πολιτικών και πολιτικών ηγεσιών για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας σήμερα. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως αναγκαίο για το restart της ελληνικής πολιτικής ζωής, και δεν μπορεί να γίνει «δειγματοληπτικά» παρά μόνο πραγματικά.
Αυτές οι προτάσεις δεν κατατίθενται ως «θέσφατα». Κατατίθενται σε έναν ζωντανό ιστότοπο αμφίδρομης επικοινωνίας ως βάσεις συζήτησης ή διαφωνίας, για να προκύψει κάτι καλύτερο, πληρέστερο, σωστότερο.
Επίσης, όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις αποτελούν καρυκεύματα, «δεύτερα βιολιά» στην θεμελιώδη διαπίστωση: τα παλιά ασκιά δεν μπορούν να κρατήσουν το καινούργιο κρασί. Τα σημερινά κόμματα «δεν τραβάνε», αποδεικνύονται νεκρά ως οργανισμοί, η λύση είναι αδύνατο να προέλθει από αυτά. Πάμε γι’ άλλα. Κι αν προλάβει να το αντιληφθεί και κανένας σοβαρός πολιτικός αρχηγός, τόσο το καλύτερο. Όχι όμως για να κάνει τα… ακριβώς αντίθετα!
Σωτήρης Μητραλέξης
This entry was posted in Επισημαίνουμε. Bookmark the permalink.
Comments