Αποψη: Μπορεί η Αγκελα Μέρκελ να σώσει την Ευρώπη; ANATOLE KALETSKY / INTERNATIONAL NEW YORK TIMES
Αποψη: Μπορεί η Αγκελα Μέρκελ να σώσει την Ευρώπη;
ANATOLE KALETSKY / INTERNATIONAL NEW YORK TIMES
Η θεατρική απειλή για παραίτηση του Γάλλου πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς σε συνδυασμό με τη βαθιά ανησυχία για μια νέα ύφεση, η οποία αποκαλύφθηκε από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, υποδηλώνει ότι η ευρωπαϊκή κρίση μπορεί να επιστρέψει. Μια κρίση, ωστόσο, αποτελεί συχνά ευκαιρία, και αυτή είναι η ελπίδα που έχει αρχίσει να ενθουσιάζει τις αγορές στην Ευρωζώνη. Επενδυτές και επικεφαλής επιχειρήσεων απευθύνουν τρεις ερωτήσεις: Θα αναγνωρίσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η κεντρική τράπεζα τη μη αναμενόμενη αδυναμία της ευρωπαϊκής οικονομίας ως ευκαιρία για να αλλάξουν πορεία; Εάν όντως αντιμετωπίσουν το γεγονός ως ευκαιρία, θα την αξιοποιήσουν; Τέλος, θα τους επιτραπεί να πράξουν τα απαραίτητα από την πραγματική ηγέτιδα της Ευρώπης, τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ;
Πρώτον, η ευκαιρία. Η Ευρώπη ακόμη έχει τη δυνατότητα να αποφύγει μία ιαπωνικού τύπου χαμένη δεκαετία στασιμότητας και αποπληθωρισμού. Αυτή μπορεί να είναι και η τελευταία ευκαιρία, αφού μια «χαμένη δεκαετία» στην Ευρώπη θα μπορούσε να δημιουργήσει κοινωνικές και πολιτικές εκρήξεις, καθόλου «ιαπωνικές». Η Ευρώπη στερείται της κοινωνικής συναίνεσης, της εθνικής ενότητας και της οικονομικής συνοχής που διαθέτει η Ιαπωνία. Δεν είναι ξεκάθαρη, λοιπόν, η επιβίωσή της μέσα από μια ύφεση δέκα ετών χωρίς τη διάλυση της Ευρωζώνης ή ακόμη και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Δεύτερον, τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη για να σωθεί από τη στασιμότητα και την αποσύνθεση; Η προφανής απάντηση είναι να ακολουθηθεί ένα πρόγραμμα παρόμοιο αυτό των «Τριών Βελών», που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ιαπωνία από τον πρωθυπουργό Σίνζο Αμπε, αν και ποτέ δεν εφαρμόσθηκε πλήρως. Το πρόγραμμα περιλάμβανε μέτρα νομισματικής τόνωσης, χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και δομικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων αδυναμιών. Εάν κρίνει κανείς από την ομιλία του Ντράγκι, οι πολιτικές αυτές γίνονται εφικτές για την Ευρώπη.
Το πρόβλημα είναι ότι όλες αυτές οι ενδείξεις και οι υποσχέσεις αντισταθμίζονται από πλήθος όρων, αμφιβολιών και προειδοποιήσεων. Η προοπτική για δημοσιονομικές και δομικές μεταρρυθμίσεις είναι ακόμη πιο αποθαρρυντική, κρίνοντας από την πολιτική αναταραχή που ξέσπασε αυτή την εβδομάδα στη Γαλλία. Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ απάντησε στην απειλή του πρωθυπουργού του να παραιτηθεί διώχνοντας τον Αρνό Μοντεμπούρ, υπουργό Οικονομίας, μαζί με αρκετούς από τους συμμάχους του. Ο Μοντεμπούρ, όμως, επεδίωκε πολιτικές ευελιξίας στον προϋπολογισμό και μέτρα τόνωσης παρόμοια με αυτά που πρότεινε ο Ντράγκι. Ο τέως πλέον υπουργός τόνισε, όπως στο παρελθόν η Κριστίν Λαγκάρντ και ο ίδιος ο Ντράγκι, ότι οι νομισματικές, δημοσιονομικές και δομικές αλλαγές πρέπει να πραγματοποιηθούν με συγκεκριμένη συνέχεια. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο οι πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες, αλλά και η σειρά με την οποία τις υλοποιούν. Τα λάθη στη σειρά εφαρμογής των μέτρων έχουν υπάρξει χωρίς αμφιβολία η ρίζα πολλών οικονομικών δυσφοριών για την Ευρώπη.
Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς άλλους, ο σκεπτικισμός σχετικά με την ικανότητα της Ευρώπης να ξεφύγει από τη στασιμότητα είναι δικαιολογημένος. Ετσι προκύπτει το τρίτο ερώτημα: Θα επιτρέψει η Αγκελα Μέρκελ στην Ευρώπη να σωθεί; Με βάση τις δημόσιες δηλώσεις της Γερμανίδας καγκελαρίου, η απάντηση είναι όχι. Επισήμως, η γερμανική κυβέρνηση αρνείται ακόμη και να συζητήσει τη χαλάρωση των όρων της Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό και δεν ασπάζεται τη λογική της συνέχειας που έχει υιοθετηθεί από το ΔΝΤ, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Κίνα και κάθε άλλη μεγάλη οικονομία. Είναι, όμως, αυτή η πραγματική της τρέχουσα στάση και εάν είναι, για πόσο θα μπορέσει να τη διατηρήσει;
Με τη γερμανική οικονομία να αποδυναμώνεται από την καθοδική πορεία της Γαλλίας και της νότιας Ευρώπης, καθώς και από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, η Μέρκελ έχει αρχίσει να γίνεται λιγότερο αλαζόνας ως προς την επιβολή των γερμανικών ιδεών. Την ίδια στιγμή, η πίεση από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία μεγαλώνει, καθώς όλοι οι επικεφαλής τους αντιμετωπίζουν ζητήματα ηγεσίας. Υπό αυτή την έννοια, η «ανταρσία» ενάντια στον Ολάντ θα μπορούσε να είναι μια διδακτική ιστορία για τη Μέρκελ.
Εάν παραμείνει αμετακίνητη, μπορεί να χάσει συμμάχους και να αντιμετωπίσει τρομακτική εχθρότητα από αντι-Γερμανούς πολιτικούς. Δεν είναι η κληρονομιά που θα ήθελε να αφήσει πίσω της.
Πρώτον, η ευκαιρία. Η Ευρώπη ακόμη έχει τη δυνατότητα να αποφύγει μία ιαπωνικού τύπου χαμένη δεκαετία στασιμότητας και αποπληθωρισμού. Αυτή μπορεί να είναι και η τελευταία ευκαιρία, αφού μια «χαμένη δεκαετία» στην Ευρώπη θα μπορούσε να δημιουργήσει κοινωνικές και πολιτικές εκρήξεις, καθόλου «ιαπωνικές». Η Ευρώπη στερείται της κοινωνικής συναίνεσης, της εθνικής ενότητας και της οικονομικής συνοχής που διαθέτει η Ιαπωνία. Δεν είναι ξεκάθαρη, λοιπόν, η επιβίωσή της μέσα από μια ύφεση δέκα ετών χωρίς τη διάλυση της Ευρωζώνης ή ακόμη και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Δεύτερον, τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη για να σωθεί από τη στασιμότητα και την αποσύνθεση; Η προφανής απάντηση είναι να ακολουθηθεί ένα πρόγραμμα παρόμοιο αυτό των «Τριών Βελών», που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ιαπωνία από τον πρωθυπουργό Σίνζο Αμπε, αν και ποτέ δεν εφαρμόσθηκε πλήρως. Το πρόγραμμα περιλάμβανε μέτρα νομισματικής τόνωσης, χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και δομικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων αδυναμιών. Εάν κρίνει κανείς από την ομιλία του Ντράγκι, οι πολιτικές αυτές γίνονται εφικτές για την Ευρώπη.
Το πρόβλημα είναι ότι όλες αυτές οι ενδείξεις και οι υποσχέσεις αντισταθμίζονται από πλήθος όρων, αμφιβολιών και προειδοποιήσεων. Η προοπτική για δημοσιονομικές και δομικές μεταρρυθμίσεις είναι ακόμη πιο αποθαρρυντική, κρίνοντας από την πολιτική αναταραχή που ξέσπασε αυτή την εβδομάδα στη Γαλλία. Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ απάντησε στην απειλή του πρωθυπουργού του να παραιτηθεί διώχνοντας τον Αρνό Μοντεμπούρ, υπουργό Οικονομίας, μαζί με αρκετούς από τους συμμάχους του. Ο Μοντεμπούρ, όμως, επεδίωκε πολιτικές ευελιξίας στον προϋπολογισμό και μέτρα τόνωσης παρόμοια με αυτά που πρότεινε ο Ντράγκι. Ο τέως πλέον υπουργός τόνισε, όπως στο παρελθόν η Κριστίν Λαγκάρντ και ο ίδιος ο Ντράγκι, ότι οι νομισματικές, δημοσιονομικές και δομικές αλλαγές πρέπει να πραγματοποιηθούν με συγκεκριμένη συνέχεια. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο οι πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες, αλλά και η σειρά με την οποία τις υλοποιούν. Τα λάθη στη σειρά εφαρμογής των μέτρων έχουν υπάρξει χωρίς αμφιβολία η ρίζα πολλών οικονομικών δυσφοριών για την Ευρώπη.
Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς άλλους, ο σκεπτικισμός σχετικά με την ικανότητα της Ευρώπης να ξεφύγει από τη στασιμότητα είναι δικαιολογημένος. Ετσι προκύπτει το τρίτο ερώτημα: Θα επιτρέψει η Αγκελα Μέρκελ στην Ευρώπη να σωθεί; Με βάση τις δημόσιες δηλώσεις της Γερμανίδας καγκελαρίου, η απάντηση είναι όχι. Επισήμως, η γερμανική κυβέρνηση αρνείται ακόμη και να συζητήσει τη χαλάρωση των όρων της Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό και δεν ασπάζεται τη λογική της συνέχειας που έχει υιοθετηθεί από το ΔΝΤ, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Κίνα και κάθε άλλη μεγάλη οικονομία. Είναι, όμως, αυτή η πραγματική της τρέχουσα στάση και εάν είναι, για πόσο θα μπορέσει να τη διατηρήσει;
Με τη γερμανική οικονομία να αποδυναμώνεται από την καθοδική πορεία της Γαλλίας και της νότιας Ευρώπης, καθώς και από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, η Μέρκελ έχει αρχίσει να γίνεται λιγότερο αλαζόνας ως προς την επιβολή των γερμανικών ιδεών. Την ίδια στιγμή, η πίεση από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία μεγαλώνει, καθώς όλοι οι επικεφαλής τους αντιμετωπίζουν ζητήματα ηγεσίας. Υπό αυτή την έννοια, η «ανταρσία» ενάντια στον Ολάντ θα μπορούσε να είναι μια διδακτική ιστορία για τη Μέρκελ.
Εάν παραμείνει αμετακίνητη, μπορεί να χάσει συμμάχους και να αντιμετωπίσει τρομακτική εχθρότητα από αντι-Γερμανούς πολιτικούς. Δεν είναι η κληρονομιά που θα ήθελε να αφήσει πίσω της.
Comments