Η εκλογή του σουλτάνου;
Η εκλογή του σουλτάνου;
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η σχετικά εύκολη επικράτηση του χαρισματικού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις πρώτες τουρκικές προεδρικές εκλογές με λαϊκή ψήφο ασφαλώς σηματοδοτεί αλλαγή σελίδας στην πολιτική ζωή της γειτονικής χώρας. Η πρώτη μεγάλη πρόκληση αφορά τη δυσκολία συγκατοίκησης ενός δυναμικού και με διάθεση ενεργού εμπλοκής στη διακυβέρνηση της χώρας, παρά τις περιορισμένες προβλεπόμενες αρμοδιότητες, προέδρου και ενός πρωθυπουργού που, τύποις τουλάχιστον, έχει την ευθύνη και τις εξουσίες. Ο κ. Ερντογάν φαίνεται να προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση ενός διδύμου τύπου Οζάλ-Ακμπουλούτ (1989), με τον πρωθυπουργό να έχει λίαν περιορισμένη προσωπική πολιτική ισχύ και να είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί την -άτυπη έστω- πρωτοκαθεδρία του προέδρου. Ετσι, ο νέος πρωθυπουργός της Τουρκίας μάλλον θα είναι ο μέχρι τώρα υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, τουλάχιστον μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 2015. Ο απερχόμενος πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ, με σημαντική επιρροή εντός και εκτός ΑΚΡ, θα αναμένει τις πολιτικές εξελίξεις. Σε περίπτωση εκλογικής αποτυχίας ή εάν ο κ. Ερντογάν δεν μπορέσει να διαχειριστεί αποτελεσματικά την αυξανόμενη πόλωση της τουρκικής κοινωνίας (τόσο μεταξύ ισλαμιστών και κεμαλιστών ή άλλων που ανησυχούν για την έρπουσα «συντηρητικοποίηση» της χώρας όσο και εντός του χώρου των «ευσεβών», όπου θα συνεχιστεί το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το σύστημα Γκιουλέν), θα υπάρξουν σημαντικές πιέσεις για την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον κ. Γκιουλ, σε μια προσπάθεια πολιτικής επιβίωσης του κυβερνώντος κόμματος.
Μια άλλη σημαντική πρόκληση για τον κ. Ερντογάν -και για ολόκληρη τη χώρα- είναι η ολοκλήρωση της προσπάθειας επίλυσης του κουρδικού ζητήματος. Πέραν του προφανούς εθνικού οφέλους, μια τέτοια εξέλιξη θα διευκόλυνε και τη συνταγματική αλλαγή που επιθυμεί ο κ. Ερντογάν για να ενισχύσει τις εξουσίες του προέδρου της Δημοκρατίας. Η διαχείριση του Κουρδικού θα έχει και περιφερειακές διαστάσεις, καθώς έχει ενισχυθεί η προοπτική δημιουργίας de jure ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ, ενώ εξαιρετικά συγκεχυμένη παραμένει η κατάσταση όσον αφορά τους Κούρδους της Συρίας. Με τον Ερντογάν να παραμένει στο τιμόνι της χώρας, οι σχέσεις με ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ισραήλ δεν αναμένεται να βελτιωθούν θεαματικά, ενώ δεν είναι σαφής η εξέλιξη των σχέσεων με τη Ρωσία, ιδιαίτερα σε περίπτωση που ο Τούρκος πρόεδρος θεωρήσει ότι και εκείνος βρίσκεται στο «στόχαστρο» των δυτικών δυνάμεων. Τίθεται, τέλος, ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα: σε περίπτωση που η πολιτική κυριαρχία του ΑΚΡ συνεχιστεί για αρκετά χρόνια ακόμη, ποιες θα είναι οι πιθανές συνέπειες για την Ελλάδα από την εξελισσόμενη ισλαμοποίηση της Τουρκίας; Προφανώς είναι προτιμότερη μια Τουρκία που θα παραμείνει κοσμική, δημοκρατική και, έστω και χαλαρά, συνδεδεμένη με τη Δύση. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι έτοιμη η Ελλάδα να παίξει τον ρόλο του Διγενή Ακρίτα, φυλάσσοντας τα ευρωπαϊκά σύνορα από πάσης φύσης «βαρβάρους»; Πέραν της αμηχανίας συμβίωσης με μια light ισλαμική κοινωνία, θα υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στην τουρκική εξωτερική πολιτική; Εναλλακτικά (ή συμπληρωματικά), τι θα σήμαινε μια προσπάθεια αναβίωσης του οθωμανικού μεγαλείου; Κρίσιμα ερωτήματα τα οποία θα πρέπει να απασχολήσουν τις ημέτερες υπηρεσίες στρατηγικού σχεδιασμού.
Μια άλλη σημαντική πρόκληση για τον κ. Ερντογάν -και για ολόκληρη τη χώρα- είναι η ολοκλήρωση της προσπάθειας επίλυσης του κουρδικού ζητήματος. Πέραν του προφανούς εθνικού οφέλους, μια τέτοια εξέλιξη θα διευκόλυνε και τη συνταγματική αλλαγή που επιθυμεί ο κ. Ερντογάν για να ενισχύσει τις εξουσίες του προέδρου της Δημοκρατίας. Η διαχείριση του Κουρδικού θα έχει και περιφερειακές διαστάσεις, καθώς έχει ενισχυθεί η προοπτική δημιουργίας de jure ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ, ενώ εξαιρετικά συγκεχυμένη παραμένει η κατάσταση όσον αφορά τους Κούρδους της Συρίας. Με τον Ερντογάν να παραμένει στο τιμόνι της χώρας, οι σχέσεις με ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ισραήλ δεν αναμένεται να βελτιωθούν θεαματικά, ενώ δεν είναι σαφής η εξέλιξη των σχέσεων με τη Ρωσία, ιδιαίτερα σε περίπτωση που ο Τούρκος πρόεδρος θεωρήσει ότι και εκείνος βρίσκεται στο «στόχαστρο» των δυτικών δυνάμεων. Τίθεται, τέλος, ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα: σε περίπτωση που η πολιτική κυριαρχία του ΑΚΡ συνεχιστεί για αρκετά χρόνια ακόμη, ποιες θα είναι οι πιθανές συνέπειες για την Ελλάδα από την εξελισσόμενη ισλαμοποίηση της Τουρκίας; Προφανώς είναι προτιμότερη μια Τουρκία που θα παραμείνει κοσμική, δημοκρατική και, έστω και χαλαρά, συνδεδεμένη με τη Δύση. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι έτοιμη η Ελλάδα να παίξει τον ρόλο του Διγενή Ακρίτα, φυλάσσοντας τα ευρωπαϊκά σύνορα από πάσης φύσης «βαρβάρους»; Πέραν της αμηχανίας συμβίωσης με μια light ισλαμική κοινωνία, θα υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στην τουρκική εξωτερική πολιτική; Εναλλακτικά (ή συμπληρωματικά), τι θα σήμαινε μια προσπάθεια αναβίωσης του οθωμανικού μεγαλείου; Κρίσιμα ερωτήματα τα οποία θα πρέπει να απασχολήσουν τις ημέτερες υπηρεσίες στρατηγικού σχεδιασμού.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
Comments