Πρωθυπουργός υπό... συμφωνία
Πρωθυπουργός υπό... συμφωνία
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αν κανείς, με την απαιτούμενη ψυχραιμία, μελετήσει όλα τα χαρτιά που ετοίμασαν οι τεχνοκράτες, με τα μέτρα και τις ενέργειες της επόμενης φάσης του Προγράμματος Προσαρμογής της Ελλάδας, δεν θα δυσκολευτεί να βρει ότι υπάρχουν περισσότερα κοινά σημεία από όσα δημοσίως παραδέχονται οι δύο πλευρές.
Η Ελλάδα έχει ήδη εξασφαλίσει σειρά βελτιώσεων συγκριτικά με όσα ζητούσαν οι τεχνοκράτες της τρόικας από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η βελτίωση αυτή οφείλεται σε δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας χειροτερεύει με επιταχυνόμενο ρυθμό. Ο κύριος λόγος είναι η αποτυχία στην εξεύρεση συμφωνίας της προηγούμενης κυβέρνησης με την τότε τρόικα των δανειστών, που κατεγράφη τον περασμένο Νοέμβριο. Ο τότε πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς, εκφράζοντας την ευρύτατη κυβερνητική πεποίθηση, όσο και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με πρώτη, όπως συνήθως, τη γερμανική, αρνήθηκαν να συμβιβαστούν με όσα είχε συμπεριλάβει στην περίφημη επιστολή του ο Γκίκας Χαρδούβελης.
Η κατρακύλα της οικονομίας μεγάλωσε λόγω των πρόωρων εκλογών και της ασάφειας που έφερε μαζί της μια νέα πλειοψηφία, με ριζοσπαστικούς στόχους και αντιλήψεις. Οι δυσκολίες συνεννόησης με τους εταίρους που ακολούθησαν ήταν μια πρόσθετη, πολύ σοβαρή αιτία απώλειας της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας.
Ενώ το 2014 είχαμε επιστρέψει στην ανάκαμψη, τα δύο τελευταία τρίμηνα που ανακοίνωσε η Στατιστική έδειξαν πως η οικονομία βρίσκεται και πάλι ένα βήμα πριν από την ύφεση. Εξάλλου, οι νέες εκτιμήσεις, στη βάση των οποίων γίνονται και οι διαπραγματεύσεις, δείχνουν ότι το τρέχον έτος η οικονομία θα περάσει σε στασιμότητα, με μηδενικό ΑΕΠ στην καλύτερη περίπτωση. Πολλοί άλλοι, μεταξύ αυτών και ένας από τους τρεις «θεσμούς», πιστεύουν μάλιστα πως είναι πιθανότερο να επιστρέψει η οικονομία σε ύφεση, με το ΑΕΠ να μειώνεται μεταξύ 0,3%-0,5% για όλη τη διάρκεια του 2015.
Το γεγονός ότι οι πολιτικοί άφησαν εκείνη την ευκαιρία να περάσει χωρίς θετικό αποτέλεσμα λέει πολλά για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα το κράτος μας. Σε μια κανονική χώρα, η μεν συμπολίτευση θα έσπευδε, η δε αντιπολίτευση θα έστεργε να συμφωνήσουν στα μέτρα πολιτικής που θα επέτρεπαν στη χώρα να επιτύχει δύο σημαντικότατους στόχους.
Ο ένας στόχος ήταν να κλείσουμε οριστικά τη μνημονιακή περίοδο, εξέλιξη που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη και αισιοδοξία στην κοινωνία με αδιαμφισβήτητα θετικά οικονομικά αποτελέσματα.
Η κατάκτηση του πρώτου αυτού στόχου θα ευνοούσε την Ελλάδα προκειμένου να απαιτήσει τη ρύθμιση του χρέους, όπως ακριβώς είχε αποφασίσει η Ευρώπη με απαράγραπτη απόφαση του Γιούρογκρουπ ήδη από τον Νοέμβριο 2012 και να εκπληρώσει τον δεύτερο στόχο.
Τα λάθη δεν πρέπει να επαναληφθούν αυτή τη φορά. Η συμφωνία για ένα μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα, που ξεκινάει με 1% εφέτος, 2% του χρόνου και συνεχίζει με 3% το 2017 και 3,5% στα επόμενα χρόνια, είναι καλή. Κυρίως γιατί προσφέρει ρεαλιστική βάση, επί της οποίας μπορούμε να επιτύχουμε μια μακρόπνοη συμφωνία «κουρέματος» του ελληνικού χρέους.
Πράγματι, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι στο τραπέζι υπάρχει, μαζί με όλα τα άλλα, και μια σπουδαία λύση για το χρέος. Σύμφωνα με την πρόταση, αντί τα δάνεια της Ελλάδας να κρατήσουν τριάντα χρόνια, προτείνεται να λήξουν σε εξήντα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το κράτος θα έχει το μισό βάρος. Επιπλέον, συζητείται να αναδιαμορφωθούν τα επιτόκια κατά τρόπον ώστε το βάρος των τόκων να ισούται με τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού, όπως τους σημειώσαμε προηγουμένως.
Τι χρειάζεται ακόμη; Να εξομαλυνθεί η εξόφληση των ομολόγων που κρατάει το σύστημα της ΕΚΤ, από την εποχή, πριν από το Μνημόνιο, που προσπάθησε να αποσοβήσει την ελληνική κρίση ομολόγων αγοράζοντας τους τίτλους που πουλούσαν πανικόβλητες οι αγορές.
Ομως, για να πετύχουμε αυτή τη μεγάλη συμφωνία χρειάζεται να συμφωνήσουμε σε αντιστοίχως μακράς πνοής χειρισμούς και, κυρίως, σε αλλαγές εις βάθος στα δύσκολα, επομένως και στο ασφαλιστικό σύστημα.
Ο πρωθυπουργός πράττει σωστά να διαπραγματεύεται μέχρι την τελευταία ώρα. Επειδή όμως η ώρα αυτή πλησιάζει, οφείλει να ζητήσει από τα στελέχη του αποδείξεις για την εμπιστοσύνη που, είμαι σίγουρος, διαθέτει εντός του κόμματός του. Οι ανόητοι θορυβοποιοί γίνονται πλέον επικίνδυνοι. Αν η προθεσμία παρέλθει και ο κ. Τσίπρας δεν έχει στα χέρια του την απαραίτητη συμφωνία, θα πράξει σοφά να θέσει την παραίτηση της κυβέρνησής του στη διάθεση της Δημοκρατίας.
Η Ελλάδα έχει ήδη εξασφαλίσει σειρά βελτιώσεων συγκριτικά με όσα ζητούσαν οι τεχνοκράτες της τρόικας από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η βελτίωση αυτή οφείλεται σε δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας χειροτερεύει με επιταχυνόμενο ρυθμό. Ο κύριος λόγος είναι η αποτυχία στην εξεύρεση συμφωνίας της προηγούμενης κυβέρνησης με την τότε τρόικα των δανειστών, που κατεγράφη τον περασμένο Νοέμβριο. Ο τότε πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς, εκφράζοντας την ευρύτατη κυβερνητική πεποίθηση, όσο και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με πρώτη, όπως συνήθως, τη γερμανική, αρνήθηκαν να συμβιβαστούν με όσα είχε συμπεριλάβει στην περίφημη επιστολή του ο Γκίκας Χαρδούβελης.
Η κατρακύλα της οικονομίας μεγάλωσε λόγω των πρόωρων εκλογών και της ασάφειας που έφερε μαζί της μια νέα πλειοψηφία, με ριζοσπαστικούς στόχους και αντιλήψεις. Οι δυσκολίες συνεννόησης με τους εταίρους που ακολούθησαν ήταν μια πρόσθετη, πολύ σοβαρή αιτία απώλειας της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας.
Ενώ το 2014 είχαμε επιστρέψει στην ανάκαμψη, τα δύο τελευταία τρίμηνα που ανακοίνωσε η Στατιστική έδειξαν πως η οικονομία βρίσκεται και πάλι ένα βήμα πριν από την ύφεση. Εξάλλου, οι νέες εκτιμήσεις, στη βάση των οποίων γίνονται και οι διαπραγματεύσεις, δείχνουν ότι το τρέχον έτος η οικονομία θα περάσει σε στασιμότητα, με μηδενικό ΑΕΠ στην καλύτερη περίπτωση. Πολλοί άλλοι, μεταξύ αυτών και ένας από τους τρεις «θεσμούς», πιστεύουν μάλιστα πως είναι πιθανότερο να επιστρέψει η οικονομία σε ύφεση, με το ΑΕΠ να μειώνεται μεταξύ 0,3%-0,5% για όλη τη διάρκεια του 2015.
Το γεγονός ότι οι πολιτικοί άφησαν εκείνη την ευκαιρία να περάσει χωρίς θετικό αποτέλεσμα λέει πολλά για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα το κράτος μας. Σε μια κανονική χώρα, η μεν συμπολίτευση θα έσπευδε, η δε αντιπολίτευση θα έστεργε να συμφωνήσουν στα μέτρα πολιτικής που θα επέτρεπαν στη χώρα να επιτύχει δύο σημαντικότατους στόχους.
Ο ένας στόχος ήταν να κλείσουμε οριστικά τη μνημονιακή περίοδο, εξέλιξη που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη και αισιοδοξία στην κοινωνία με αδιαμφισβήτητα θετικά οικονομικά αποτελέσματα.
Η κατάκτηση του πρώτου αυτού στόχου θα ευνοούσε την Ελλάδα προκειμένου να απαιτήσει τη ρύθμιση του χρέους, όπως ακριβώς είχε αποφασίσει η Ευρώπη με απαράγραπτη απόφαση του Γιούρογκρουπ ήδη από τον Νοέμβριο 2012 και να εκπληρώσει τον δεύτερο στόχο.
Τα λάθη δεν πρέπει να επαναληφθούν αυτή τη φορά. Η συμφωνία για ένα μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα, που ξεκινάει με 1% εφέτος, 2% του χρόνου και συνεχίζει με 3% το 2017 και 3,5% στα επόμενα χρόνια, είναι καλή. Κυρίως γιατί προσφέρει ρεαλιστική βάση, επί της οποίας μπορούμε να επιτύχουμε μια μακρόπνοη συμφωνία «κουρέματος» του ελληνικού χρέους.
Πράγματι, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι στο τραπέζι υπάρχει, μαζί με όλα τα άλλα, και μια σπουδαία λύση για το χρέος. Σύμφωνα με την πρόταση, αντί τα δάνεια της Ελλάδας να κρατήσουν τριάντα χρόνια, προτείνεται να λήξουν σε εξήντα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το κράτος θα έχει το μισό βάρος. Επιπλέον, συζητείται να αναδιαμορφωθούν τα επιτόκια κατά τρόπον ώστε το βάρος των τόκων να ισούται με τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού, όπως τους σημειώσαμε προηγουμένως.
Τι χρειάζεται ακόμη; Να εξομαλυνθεί η εξόφληση των ομολόγων που κρατάει το σύστημα της ΕΚΤ, από την εποχή, πριν από το Μνημόνιο, που προσπάθησε να αποσοβήσει την ελληνική κρίση ομολόγων αγοράζοντας τους τίτλους που πουλούσαν πανικόβλητες οι αγορές.
Ομως, για να πετύχουμε αυτή τη μεγάλη συμφωνία χρειάζεται να συμφωνήσουμε σε αντιστοίχως μακράς πνοής χειρισμούς και, κυρίως, σε αλλαγές εις βάθος στα δύσκολα, επομένως και στο ασφαλιστικό σύστημα.
Ο πρωθυπουργός πράττει σωστά να διαπραγματεύεται μέχρι την τελευταία ώρα. Επειδή όμως η ώρα αυτή πλησιάζει, οφείλει να ζητήσει από τα στελέχη του αποδείξεις για την εμπιστοσύνη που, είμαι σίγουρος, διαθέτει εντός του κόμματός του. Οι ανόητοι θορυβοποιοί γίνονται πλέον επικίνδυνοι. Αν η προθεσμία παρέλθει και ο κ. Τσίπρας δεν έχει στα χέρια του την απαραίτητη συμφωνία, θα πράξει σοφά να θέσει την παραίτηση της κυβέρνησής του στη διάθεση της Δημοκρατίας.
Comments