Το παράδοξο της ανάπτυξης

ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 

Το παράδοξο της ανάπτυξης

THE ECONOMIST
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΑΝΑΛΥΣΗ
Τα χρηματιστήρια των αναδυόμενων χωρών άλλοτε είναι της μόδας και άλλοτε όχι. Δέχθηκαν σφοδρές επιθέσεις κατά τη διάρκεια της ασιατικής κρίσης και της ρωσικής στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αν και έκτοτε ανέκτησαν τη ζωτικότητά τους και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα εμφάνισαν διψήφιες αποδόσεις. Ωστόσο, από το 2010 και μετά, έδειξαν σημάδια κόπωσης και υπολείπονταν σε επιδόσεις από τα ανταγωνιστικά χρηματιστήρια των ανεπτυγμένων οικονομιών. Τα επιχειρήματα υπέρ τού να επενδύσει κανείς στις αναδυόμενες αγορές είναι τα ίδια όπως και στο παρελθόν. Οι χώρες αυτές έχουν υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, κατά μέσον όρο τουλάχιστον, από τον αντίστοιχο των πλούσιων κρατών και μικρότερο βάρος στους παγκόσμιους χρηματιστηριακούς δείκτες απ’ ό,τι στο παγκόσμιο ΑΕΠ.

Εντούτοις, όπως οι Ελρόι Ντίμσον, Πολ Μαρς και Μάικ Στόντον του London Business School επισήμαναν σε παλαιότερη εργασία τους, δεν υφίσταται άμεση και αυτόματη σύνδεση μεταξύ της κατά κεφαλήν οικονομικής ανάπτυξης και των αποδόσεων των χρηματιστηρίων. Στην τελευταία τους έκθεση, συγκεκριμένα, την οποία εκπόνησαν για λογαριασμό της Credit Suisse, οι τρεις πανεπιστημιακοί διερευνούν με περισσότερες λεπτομέρειες το θέμα. Κατέληξαν σε μία κατά τι παράδοξη διάκριση, ότι ο συσχετισμός μεταξύ των χρηματιστηριακών αποδόσεων και της κατά κεφαλήν ανάπτυξης από το 1900 ήταν αρνητικός, αλλά ότι μεταξύ των χρηματιστηριακών αποδόσεων και της συνολικής αύξησης του ΑΕΠ είναι θετικός. Ενας πληθυσμός που αυξάνεται είναι περισσότερο επωφελής για τις μετοχές απ’ ό,τι ένας πληθυσμός που πλουτίζει. Ωστόσο, αυτός ο συσχετισμός δεν είναι πολύ χρήσιμος για τους επενδυτές. Ας υποθέσουμε ότι κάνουν προβλέψεις για οικονομική ανάπτυξη με προβολή των δεδομένων των περασμένων πέντε χρόνων και τοποθετούν χρήματα στα χρηματιστήρια των χωρών που έχουν αναπτυχθεί με τους ταχύτερους ρυθμούς.

Μετά το 1972, αυτή η προσέγγιση θα απέφερε 14,5% απόδοση τον χρόνο σε όρους δολαρίου. Εάν, όμως, είχαν επενδύσει στις οικονομίες με τον βραδύτερο αναπτυξιακό ρυθμό, τότε οι επενδυτές θα είχαν αποδόσεις 24,6%.

Οι χώρες με ιστορικό ανάπτυξης επιλέγονται από τους επενδυτές, οι οποίοι αντίστοιχα στοιχηματίζουν στην άνοδο των τιμών, αυτές ανέρχονται και, κατά συνέπεια, οι αποδόσεις είναι χαμηλότερες. Ομως, όσες χώρες έχουν ιστορικό με χαμηλή ανάπτυξη δεν προσελκύουν πλήθη επενδυτών, οι τιμές των μετοχών τους είναι φθηνές και προσφέρουν κατά συνέπεια υψηλότερες αποδόσεις. Ενα ακόμη πρόβλημα έχει να κάνει με το ότι το να κάνεις προβολές στο μέλλον με στοιχεία οικονομικής ανάπτυξης του παρελθόντος δεν φέρει αποτελέσματα. Η έρευνα των Ελρόι Ντίμσον, Πολ Μαρς και Μάικ Στόντον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από το 1900 και έπειτα δεν υφίσταται συσχετισμός μεταξύ της κατά κεφαλήν ανάπτυξης του ΑΕΠ σε μία και μόνη χώρα και της ανάπτυξης έπειτα από δύο χρόνια.

Πέραν αυτού, το χρηματιστήριο δεν αποτελεί την καλύτερη εκπροσώπηση μιας εθνικής οικονομίας. Η έκθεση των τριών πανεπιστημιακών διαπιστώνει, πάντως, ότι μπορεί να αποβεί χρήσιμη η προηγούμενη γνώση για την πορεία του ΑΕΠ. Εάν οι επενδυτές είχαν τη δυνατότητα μιας αψεγάδιαστης πρόγνωσης ως προς το ποιες οικονομίες θα αναπτύσσονταν ταχύτερα την προσεχή πενταετία και είχαν κινηθεί αναλόγως, τότε δυνητικά θα αποκόμιζαν αποδόσεις της τάξεως του 28,8% σε ετήσια βάση. Επειδή, όμως, λείπουν τέτοιες υπερφυσικές δυνάμεις, οι αναδυόμενες αγορές αποτελούν πάντα δέλεαρ. Μετρώντας τις δεκαετίες από το 1950 έως σήμερα, σύμφωνα με την έρευνα των τριών πανεπιστημιακών του London School of Economics, τα χρηματιστήρια απέδωσαν 12,5% σε ετήσια βάση έναντι του 10,8% των ανεπτυγμένων κρατών. Οι αναδυόμενες αγορές είναι πιο ριψοκίνδυνες με κριτήριο το πόσο ευμετάβλητες αποδεικνύονται, οπότε και οι επενδυτές πρέπει να ζητούν υψηλότερες αποδόσεις.

Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc