ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΟΔΡΑΣ Η Ουκρανία, η Γερμανία, η Ρωσία κι εμείς
Η Ουκρανία, η Γερμανία, η Ρωσία κι εμείς
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η κρίση στην Ουκρανία έφερε ξανά με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο τη γεωπολιτική διάσταση στις σχέσεις μεταξύ των κρατών στην Ευρώπη. Οι συγκρούσεις στους δρόμους και τις πλατείες και οι δεκάδες νεκροί δείχνουν ότι παρότι το ευρωπαϊκό όραμα έχει ξεθωριάσει για μεγάλο μέρος των πολιτών στις χώρες της Ε.Ε., εξακολουθεί να είναι ελκυστικό για τους πολίτες άλλων χωρών, ειδικά εκείνων που αντιμετωπίζουν έντονες γεωπολιτικές απειλές, όπως η Ουκρανία από τη Ρωσία. Μην ξεχνάμε ότι η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης προχώρησε λόγω της σοβιετικής απειλής. Ο ρωσικός φόβος έκανε Γάλλους και Γερμανούς να αφήσουν στην άκρη την παραδοσιακή έχθρα και να συνεργαστούν γι’ αυτό που στην πορεία μετεξελίχθηκε σε Ε.Ε. Ο φόβος της Τουρκίας ήταν ο βασικός λόγος που οδήγησε την Ελλάδα να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ. «Η Ελλάδα επεδίωκε την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της θέσης της στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα καθώς και της διαπραγματευτικής της δύναμης, ιδιαίτερα σε σχέση με την Τουρκία», αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Οι οικονομικοί λόγοι της ένταξης έπονται.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η στρατιωτική απειλή φάνηκε να υποχωρεί. Η κρίση στην Ευρωζώνη όμως ήρθε να δείξει ότι τα εθνικά κράτη εξακολουθούν να κινούνται με βάση, πρωτίστως, τα δικά τους συμφέροντα και κάνουν τους δικούς τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς. Η συζήτηση περί ομοσπονδιακής Ευρώπης έχει σαφώς υποχωρήσει, παρότι προχωρούν οι διαδικασίες οικονομικής ενοποίησης. Στην Ελλάδα πέρασε εντελώς απαρατήρητη η πρόσφατη ομιλία του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Β. Σταϊνμάγερ στη γερμανική Βουλή, η οποία σηματοδοτεί στροφή στη γερμανική εξωτερική πολιτική που ακολουθείται από το 1945. Η Γερμανία εμφανίζεται διατεθειμένη για πρώτη φορά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να εμπλακεί σε πολιτικές και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις έξω από τα γερμανικά σύνορα. Ο βασικός στόχος αυτής της στροφής είναι η προστασία της οικονομικής δύναμης της Γερμανίας, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές, οι οποίες όλο και περισσότερο κατευθύνονται σε χώρες εκτός Ε.Ε.
Σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, αυτοί που επιθυμούν περισσότερο την οικονομική και νομισματική ενοποίηση στην Ε.Ε. δεν είναι οι πολίτες της Γερμανίας ή της Γαλλίας, αλλά μικρών χωρών και συγκεκριμένα του Λουξεμβούργου (79%), της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (78%) και της Εσθονίας (76%). Η Λεττονία από τις αρχές του 2014 αποτελεί το 18ο μέλος της Ευρωζώνης. Με εξαίρεση το Λουξεμβούργο, στις τέσσερις τελευταίες χώρες ο γεωπολιτικός παράγοντας που βαραίνει στην επιλογή αυτή είναι προφανής.
Στην εποχή λοιπόν που η Ε.Ε. αναζητεί κοινό βηματισμό, που η Γερμανία επαναπροσδιορίζει την εξωτερική της πολιτική, που η Ρωσία κινείται για την αποκατάσταση της επιρροής της στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ (ήδη βρίσκεται στα σκαριά η τελωνειακή ένωση της Ρωσίας με τη Λευκορωσία, το Καζαχστάν και την Αρμενία), η Βρετανία επαναπροσδιορίζει τον διεθνή ρόλο της εξετάζοντας αν πρέπει να παραμείνει στην Ε.Ε. ή όχι και οι ΗΠΑ συζητούν ξανά την παγκόσμια ατζέντα τους, στην Ελλάδα ζούμε στον δικό μας κόσμο. Μιλάμε δίχως πολλή σκέψη για σύγκρουση με την Ευρώπη και δείχνουμε να αγνοούμε πλήρως τις γεωπολιτικές συνέπειες πιθανών επιλογών μας.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η στρατιωτική απειλή φάνηκε να υποχωρεί. Η κρίση στην Ευρωζώνη όμως ήρθε να δείξει ότι τα εθνικά κράτη εξακολουθούν να κινούνται με βάση, πρωτίστως, τα δικά τους συμφέροντα και κάνουν τους δικούς τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς. Η συζήτηση περί ομοσπονδιακής Ευρώπης έχει σαφώς υποχωρήσει, παρότι προχωρούν οι διαδικασίες οικονομικής ενοποίησης. Στην Ελλάδα πέρασε εντελώς απαρατήρητη η πρόσφατη ομιλία του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Β. Σταϊνμάγερ στη γερμανική Βουλή, η οποία σηματοδοτεί στροφή στη γερμανική εξωτερική πολιτική που ακολουθείται από το 1945. Η Γερμανία εμφανίζεται διατεθειμένη για πρώτη φορά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να εμπλακεί σε πολιτικές και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις έξω από τα γερμανικά σύνορα. Ο βασικός στόχος αυτής της στροφής είναι η προστασία της οικονομικής δύναμης της Γερμανίας, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές, οι οποίες όλο και περισσότερο κατευθύνονται σε χώρες εκτός Ε.Ε.
Σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, αυτοί που επιθυμούν περισσότερο την οικονομική και νομισματική ενοποίηση στην Ε.Ε. δεν είναι οι πολίτες της Γερμανίας ή της Γαλλίας, αλλά μικρών χωρών και συγκεκριμένα του Λουξεμβούργου (79%), της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (78%) και της Εσθονίας (76%). Η Λεττονία από τις αρχές του 2014 αποτελεί το 18ο μέλος της Ευρωζώνης. Με εξαίρεση το Λουξεμβούργο, στις τέσσερις τελευταίες χώρες ο γεωπολιτικός παράγοντας που βαραίνει στην επιλογή αυτή είναι προφανής.
Στην εποχή λοιπόν που η Ε.Ε. αναζητεί κοινό βηματισμό, που η Γερμανία επαναπροσδιορίζει την εξωτερική της πολιτική, που η Ρωσία κινείται για την αποκατάσταση της επιρροής της στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ (ήδη βρίσκεται στα σκαριά η τελωνειακή ένωση της Ρωσίας με τη Λευκορωσία, το Καζαχστάν και την Αρμενία), η Βρετανία επαναπροσδιορίζει τον διεθνή ρόλο της εξετάζοντας αν πρέπει να παραμείνει στην Ε.Ε. ή όχι και οι ΗΠΑ συζητούν ξανά την παγκόσμια ατζέντα τους, στην Ελλάδα ζούμε στον δικό μας κόσμο. Μιλάμε δίχως πολλή σκέψη για σύγκρουση με την Ευρώπη και δείχνουμε να αγνοούμε πλήρως τις γεωπολιτικές συνέπειες πιθανών επιλογών μας.
Comments