Περίπλοκη και αβέβαιη η δπραγμάτευση
Η ελληνική κρίση έχει διαρκέσει τόσο πολύ και έχει γίνει τόσο περίπλοκη ώστε μερικές φορές το να γράφεις για αυτήν κάνει την Ελλάδα να μοιάζει με φανταστικό τόπο. Καθώς επέστρεψαν αυτή την εβδομάδα οι εκπρόσωποι των τεσσάρων θεσμικών οργανισμών (ΔΝΤ, Κομισιόν, ΕΜΣ, ΕΚΤ) ώστε να επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση, η αποστολή τους περιπλέκεται για τρεις λόγους:
Πρώτον, συμφωνούν όλες οι πλευρές πως η πολιτική θα πρέπει να μετακινηθεί από τη λιτότητα προς μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη. Ωστόσο κάτι τέτοιο είναι πολύ καλό ώστε να είναι αληθινό. Δεύτερον, τα μέτρα που θα πρέπει να νομοθετήσει η κυβέρνηση εκ των προτέρων, όπως συμφωνήθηκε στο Eurogroup, θα αφορούν την περικοπή των συντάξεων και το πολύ χαμηλότερο αφορολόγητο όριο. Μπορεί αυτές οι μεταρρυθμίσεις να ισοδυναμούν με ιδιαιτέρως απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα, ωστόσο περιλαμβάνουν περισσότερη λιτότητα, η οποία θα έχει μεγάλο πολιτικό κόστος, όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα περάσουν από τη Βουλή. Τρίτον, σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση τα μέτρα θα έχουν μηδενική δημοσιονομική επίπτωση διότι για κάθε ευρώ σε μέτρα λιτότητας θα υιοθετούνται αντίστοιχα μέτρα που θα την αντισταθμίζουν (δεν υπάρχει περίπτωση).
Στο μέτωπο του χρέους, όπως είχε υποσχεθεί το Eurogroup το 2012, η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος θα οδηγήσει σε περαιτέρω επιμήκυνση της περιόδου ωρίμανσης των ομολόγων και σε χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει πως η επίτευξη συμφωνίας όχι μόνο είναι εφικτή, αλλά σχεδόν σίγουρη τις επόμενες εβδομάδες. Ομως οι πιστωτές θα πρέπει να καθορίσουν τουλάχιστον τα πρώτα βήματα μιας σημαντικής αναδιάρθρωσης χρέους. Το έργο περιπλέκεται από τις έντονα διαφορετικές προβλέψεις του ΔΝΤ και της Κομισιόν για το κατά πόσον μπορεί η Ελλάδα να πετύχει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Η Κομισιόν προβλέπει ότι η Ελλάδα θα πετύχει τον στόχο που καθορίζεται στη συμφωνία οικονομικής διάσωσης, ενώ το ΔΝΤ πιστεύει πως το πλεόνασμα θα είναι μόλις 1,5% του ΑΕΠ. Επιπλέον εξακολουθεί να υπάρχει διαφωνία για το κατά πόσον η Αθήνα μπορεί να συνεχίσει να πετυχαίνει τον στόχο την περίοδο 2018-2013. Συνεπώς, οποιοσδήποτε νουνεχής άνθρωπος λαμβάνει υπόψη του τη διαφορετική εντολή που πρέπει να εκπληρώσει κάθε οργανισμός που συμμετέχει στη διαπραγματευτική αποστολή είναι λογικό να έχει αμφιβολίες για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων. Κάτι δεν πάει καλά.
Απώτερος στόχος είναι, όπως είχε πει ο κ. Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), η Ελλάδα να καταφέρει να δανείζεται χρήματα από τις αγορές μέχρι τα μέσα του 2018, κάτι που θα καθιστούσε αχρείαστο ένα νέο πρόγραμμα. Ο κ. Ρέγκλινγκ υποστηρίζει επίσης σε συνέντευξη στους Financial Times στις 9 Φεβρουαρίου πως «το πραγματικό κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους είναι μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη και θα παραμείνει χαμηλό για πολύ καιρό», άποψη που είναι τελείως αντίθετη με αυτήν που έχει το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ είχε επαναλάβει στη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, στη συνάντηση που είχαν στο Βερολίνο στις 22 Φεβρουαρίου, πως για να είναι σε θέση το Ταμείο να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, θα πρέπει να υπάρξει σημαντική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που θα το καταστήσει βιώσιμο και θα επιτρέψει την υιοθέτηση στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα σημαντικά χαμηλότερο από το 3,5%.
Οι εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την τακτική που θα ακολουθήσει ο Ελληνας πρωθυπουργός. Ο κ. Τσίπρας ίσως θελήσει να περιμένει λίγο ώστε να διαπιστώσει πώς τα πηγαίνει στις δημοσκοπήσεις ο κ. Μάρτιν Σουλτς, υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία, ο οποίος είναι σαφώς πιο φιλικός απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση. Η πιθανή εκλογική άνοδος του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, μια σοβαρή απειλή για την Ευρωζώνη, θα μπορούσε να βάλει τον κ. Τσίπρα στον πειρασμό να πιέσει τους Ευρωπαίους ώστε να του παραχωρήσουν μια πολύ καλύτερη συμφωνία ή ακόμη και να ακυρώσει τους όρους της αναμενόμενης συμφωνίας. Πράττοντάς το ο κ. Τσίπρας θα μπορούσε να κατηγορήσει τους «άλλους» και να επικαλεστεί τη λιτότητα και την έλλειψη αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό. Υπάρχει έντονα η εικασία πως ο κ. Τσίπρας παίζει και πάλι το ίδιο παιχνίδι, αναζητώντας μια ευκαιρία ώστε να διώξει τους πιστωτές και να πει στους ψηφοφόρους πως δεν πρόκειται να δεχθεί άλλα υφεσιακά μέτρα.
* Ο κ. Θεόδωρος Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά
Comments