Από τον Περικλή στο Ποτάμι ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ

Από τον Περικλή στο Ποτάμι

ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Ένας φίλος και συνάδελφος από την εφημερίδα που εργάζομαι αποσύρεται προκειμένου να θέσει υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπό την αιγίδα του βασικού αντιπολιτευτικού κόμματος της χώρας. Το κόμμα αυτό, ο Σύριζα, ηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις για τις ερχόμενες εκλογές της 25ης Μαΐου, αλλά δεν υπάρχει καμιά εγγύηση πως ο συνάδελφός μου θα εκλεγεί.
Δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο ως εδώ – όπως συνήθιζαν να λένε οι παλιοί, η δημοσιογραφία είναι ένα σπουδαίο επάγγελμα αν το εγκαταλείψεις εγκαίρως – όμως η απόφαση του συναδέλφου μου αντανακλά κάτι σημαντικότερο: Η οικονομική κρίση των περασμένων ετών ανοίγει τον δρόμο, ύστερα από δεκαετίες, για ριζικές αλλαγές στην ελληνική πολιτική σκηνή. Νέοι άνθρωποι – από τον χώρο των επιχειρήσεων, του αθλητισμού, την ακαδημία και από διάφορα άλλα επαγγέλματα, κάνουν την είσοδό τους στην πολιτική. Νέες παρατάξεις διεκδικούν τον χώρο τους σε ένα πεδίο που, εδώ και δεκαετίες, μόνο δύο κόμματα και μερικές πολιτικές δυναστείες έλεγχαν τις εξελίξεις.
Υπάρχει μια σειρά ζητημάτων που πρέπει κανείς να αναλογιστεί όταν ένας ευρέως γνωστός δημοσιογράφος εντάσσεται στην πολιτική. Μήπως τα πολιτικά του πιστεύω επηρέασαν τις θέσεις του ως δημοσιογράφο; Ίσως ο τρόπος που ασκούσε τη δημοσιογραφία τον βοήθησε να ανοίξει τον δρόμο για μια καινούργια καριέρα; Σε αυτές τις εκλογές, όλα τα κόμματα συγκεντρώνουν έναν μεγάλο αριθμό αρχάριων πολιτικών από όλο το κοινωνικό και επαγγελματικό φάσμα στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν αξιοπιστία ανάμεσα στους ψηφοφόρους που έχουν γίνει ιδιαίτερα κυνικοί εξαιτίας της κρίσης. Μήπως όμως περισσότερο αξιοποιούν την αναγνωρισιμότητά τους παρά εμποτίζουν τα κόμματα με νέες ιδέες;
Πέρα από κάθε επιφανειακή επένδυση, το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας χρειάζεται μια ριζική αναμόρφωση και αυτή θα πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από την παρουσία ταλαντούχων ανθρώπων που έχουν αφήσει το στίγμα τους σε άλλους τομείς. Η συμμετοχή είναι, εξάλλου, ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας, και όπως στα πρώτα, ταραχώδη χρόνια της – χρόνια πολέμου, ηγεμονιών, αριστουργηματικής αρχιτεκτονικής και άνθησης τεχνών – ο πολιτευτής Περικλής ξεκαθάρισε πως κάθε Αθηναίος πολίτης είχε το χρέος να παίξει ρόλο τα δημόσια πράγματα. “Είμαστε οι μόνοι που θεωρούμε κάθε άνθρωπο που δεν εμπλέκεται στα κοινά, όχι μόνο ανενεργό αλλά και άχρηστο» δήλωνε. Στα ρωμαϊκά χρόνια, ωστόσο, το πελατειακό σύστημα μετέτρεψε την πολιτική σε επάγγελμα και τις ψήφους σε αγαθό που ανταλλάσσεται με χάρες.
Και από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, σχεδόν δύο αιώνες πριν, η προτροπή του Περικλή μνημονεύεται μόνο σε ομιλίες σε εθνικές γιορτές. Η πολιτική κυριαρχείται από μια κάστα επαγγελματιών, η αξιοπιστία των οποίων εξαρτάται από την δυνατότητα τους να κρατήσουν τους ψηφοφόρους ευτυχισμένους. Αυτό οδήγησε στην αύξηση των απαιτήσεων από ομάδες συμφερόντων εις βάρος του συνόλου της κοινωνίας.
Μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974, οι οικογένειες που ήταν ισχυρές πριν από την χούντα επέστρεψαν στο Ελληνικό πολιτικό προσκήνιο – ενώ ορισμένες άλλες ισχυρές οικογένειες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομία.
Είναι σχεδόν αδύνατον να μην αντιληφθεί κανείς την ειρωνεία της σημερινής κυβέρνησης η οποία αναγκάζεται – υπό την πίεση των ξένων πιστωτών – να καταργήσει το σύστημα των μόνιμων θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, που ήταν ο απώτερος στόχος των ψηφοφόρων και των πατρόνων τους υπό το επικρατών πολιτικό σύστημα.
Τα χρόνια της ευημερίας και της εύκολης πίστωσης, αφότου η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπερτροφοδότησαν το παλιό σύστημα, επιτρέποντας στα πολιτικά κόμματα να προσπαθούν να ξεπεράσουν το ένα το άλλο με υποσχέσεις προς το εκλογικό σώμα, μέχρι που αυτή η νοοτροπία χρεοκόπησε την Ελλάδα. Σε αυτά τα χρόνια της αφθονίας, δύο μεγάλα κόμματα, η κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία και το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ – εναλλάσσονταν στην εξουσία. Συνδυαστικά θα συγκέντρωναν ως και το 80% των ψήφων. Η δανεική αυτή ευημερία, συνδυασμένη με την υπόσχεση για εξουσία, τους επέτρεψε να ελέγχουν κάθε διαφωνία στις τάξεις τους, αναγκάζοντας τους νεοεισερχόμενους ή να συμμορφώνονται με το ισχύον καθεστώς ή να εντάσσονται σε κάποιο από τα μικρότερα κόμματα που δεν είχαν καμιά ελπίδα να κυβερνήσουν.
Η κατάρρευση των οικονομικών της χώρας, το διεθνές σχέδιο διάσωσης και η σκληρή λιτότητα που επιβλήθηκε το 2010 απαξίωσαν τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, αφήνοντας του ψηφοφόρους σαν αγέλες. Τα δύο κόμματα παραμένουν στην εξουσία μόνο και μόνο γιατί, μετά από χρόνια ανταγωνισμού, σχημάτισαν μια συμμαχία.
Όμως μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές, το 2012, περιθωριακά κόμματα από όλο το πολιτικό φάσμα έχουν κερδίσει ψηφοφόρους και ζωτικότητα όσο οι Έλληνες αναζητούσαν εναλλακτικές λύσεις. (Μετά τις εκλογές του 2009 τέσσερα κόμματα υπήρχαν στη Βουλή, ενώ το 2012 έγιναν επτά.) Το Ποτάμι, που ιδρύθηκε μόλις στα τέλη του Απριλίου από τον Σταύρο Θεοδωράκη, έναν ακόμα πρώην δημοσιογράφο, παίρνει περίπου 10% στις δημοσκοπήσεις, γεγονός που το καθιστά το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα μετά τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. “Κάθε μέρα, κάθε νύχτα”, γράφει ο κύριος Θεοδωράκης στο μανιφέστο του, οι άνθρωποι που συναντά τον ρωτούν “Τι θα κάνουμε;”. Όλοι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Ακόμα και εκείνοι που είχαν αποφασίσει ποιον θα ψηφίσουν, μετά από μια σύντομη συνομιλία καταλήγουν να αναρωτιούνται “Άραγε έχω εναλλακτική λύση;”.
Πριν καν ακούσει για την προ-Ευρωπαϊκή, κεντρώα πολιτική του Ποταμιού, ο κόσμος ήταν πρόθυμος να το “δοκιμάσει” – βασιζόμενος απλώς και μόνο στην αγαπητή τηλεοπτική persona του ιδρυτή του και σε μια ασαφή ιδέα των όσων σκέφτεται. Ο κ. Θεοδωράκης χρησιμοποίησε τα κοινωνικά δίκτυα για να ενθαρρύνει τους πολίτες να συμμετέχουν προτείνοντας υποψηφίους για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πολιτικές αλλά και κάνοντας μικρές δωρεές. (Το κόμμα εδρεύει σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα και δεν έχει γραφεία πουθενά αλλού στην χώρα – σε αντίθεση με τους δαπανηρούς πολιτικούς μηχανισμούς των “παραδοσιακών” κομμάτων, τα οποία χρειαζόταν εκατομμύρια ευρώ για να λειτουργήσουν.) Το Διαδίκτυο επιτρέπει στους πολίτες να διαδραματίσουν και πάλι έναν σημαντικό ρόλο, αποκαθιστώντας υπό μια έννοια την άμεση σχέση μεταξύ πολιτών και κυβέρνησης, που ήταν το σημαντικότερο επίτευγμα της αρχαίας Αθήνας.
Κανείς δεν φαίνεται να έχει απαντήσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες χώρες. Πως μπορούμε να εξασφαλίσουμε την ευημερία, όταν αυτή οδηγεί σε χρέος; Πως επιβάλλουμε λιτότητα όταν αυτή υποδαυλίζει την οργή και την απόγνωση που με τη σειρά τους ενδυναμώνουν λαϊκιστικές δυνάμεις που μπορούν να εκτροχιάσουν τόσο την οικονομία όσο και τη δημοκρατία; Πως προστατεύουμε την τοπική παραγωγή και τις θέσεις εργασίας σε μια παγκόσμια οικονομία;
Τα πολιτικά συστήματα, οι ιδεολογίες και οι οικονομικές θεωρίες είτε ανταγωνίζονται η μία την άλλη είτε είναι ανεπαρκείς. Η Ευρώπη αλλάζει. Η κρίση διασπά παλιούς σχηματισμούς και αυτό οδηγεί σε αβεβαιότητα και κίνδυνο. Αλλά αυτή η ζύμωση ανοίγει παράλληλα τον δρόμο για όσους νιώθουν πως τώρα, μέσω του δημόσιου αξιώματος, μπορούν όχι απλώς να εμπλακούν, αλλά να γίνουν και χρήσιμοι.

* Το άρθρο του Ν. Κωνσταντάρα δημοσιεύθηκε στους New York Times (25.04.14).

Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc