Μία γενιά και μία τάξη |
Του Νίκου Ξυδάκη |
Aρκετούς μήνες μετά την πρώτη αποκάλυψη των οικονομολόγων του ΔΝΤ, στη σύνοδο του Τόκιο, ότι οι παραδοχές και οι προβλέψεις για το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας ήταν λανθασμένες, η εγερθείσα συζήτηση συνεχίζεται ενόσω εν παραλλήλω εφαρμόζεται καταλεπτώς το ατελές πρόγραμμα - με τα γνωστά σε όλους τους Ελληνες οδυνηρά αποτελέσματα. Οι δανειστές της Ελλάδας, που επιβάλλουν τον θανατηφόρο συνδυασμό λιτότητα και ύφεση, δεν αμφισβητούν το «λάθος» του πολλαπλασιαστή ούτε την ακαδημαϊκή επάρκεια του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ. Ομως τα θεωρούν ακριβώς ακαδημαϊκή συζήτηση. Οι πολιτικές τους επιλογές είναι άλλες, είναι ορθές και απαιτούν να εφαρμοστούν, εφόσον έχουν επικυρωθεί άλλωστε από τρεις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις. Κατά τούτο, οι δανειστές πράττουν ορθά, προς το δικό τους συμφέρον, το ορατό τουλάχιστον. Ο,τι βιώνουμε εμείς ως καταστροφή και ιστορική υποβάθμιση μπορεί για τους δανειστές να είναι ακριβώς το επιδιωκόμενο: η ορθολογική, αν και βίαιη, προσαρμογή σε αυτό που πράγματι αξίζει να είναι η Ελλάδα, μια χώρα λίγο πάνω από τη Βουλγαρία. Το ζήτημα είναι, πρώτον, πώς αυτή η πολιτική λιτότητας και ύφεσης βοηθάει την Ευρώπη συνολικά να σταθεί στα πόδια της, χωρίς να πυροδοτεί κοινωνικές εκρήξεις και πολιτική αστάθεια. Δεύτερον, πώς αυτή η πολιτική χτίζει μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, με τεράστιες αποκλίσεις και με αλλεπάλληλες παραβιάσεις του κοινοτικού κεκτημένου και του ευρωπαϊκού νομικού - πολιτικού πολιτισμού· άρα μπορεί να πυροδοτήσει κύμα αντιευρωπαϊσμού. Τρίτον, πώς η Ελλάδα αντιμετωπίζει την τρομερή ύφεση που την πλήττει: με ποιες ιδέες, ποια βούληση και ποιο φρόνημα αντιμάχεται την κρίση και προσπαθεί να σταθεί όρθια. Στα δύο πρώτα ζητήματα, στο ευρωπαϊκό πεδίο, η Ελλάδα δεν μπορεί να αλλάξει τον ρουν ή να ανατρέψει συσχετισμούς δύναμης, αλλά μπορεί να πράξει το θεμελιώδες: να θέσει το πρόβλημά της και να προτείνει κοινές λύσεις που θα περιλαμβάνουν την ίδια. Στο τρίτο όμως η ευθύνη και η δράση είναι δικές μας, των Ελλήνων. Τα τρία χρόνια ύφεσης, με όλο τον πόνο που έχουν προκαλέσει, έχουν προσφέρει και μια πολύτιμη, παρότι επώδυνη, πείρα. Η πτώση έδειξε τις αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου, τις αδυναμίες της διοίκησης και των θεσμών, την ενδημική διαφθορά, τις ενδοταξικές αδικίες· όλα όσα εκαλύπτοντο κάτω από το δάνειο χρήμα και την αμοιβαία εξαχρείωση ελίτ και πελατών. Δεν υπάρχει γυρισμός σε αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο δημόσιου βίου και παρασιτικής οικονομίας. Αντιμετωπίζουμε ήδη το υπαρκτό πρόβλημα της «χαμένης γενιάς», με όρους όχι μόνο εργασιακούς και οικονομικούς, αλλά και δημογραφικούς, ιστορικούς και εθνικούς. Οι νέοι που μεταναστεύουν και οι νέοι που ενηλικιώνονται στο πουργατόριο της ανεργίας αφαιρούνται πολλαπλασίως από τον εθνικό κορμό, σε βάθος χρόνου και με πολλούς δυσμενείς τρόπους. Επιπλέον, αντιμετωπίζουμε το επίσης υπαρκτό πρόβλημα της πληβειοποίησης της μεσαίας τάξης, με ανάλογους όρους. Μπορούμε να φανταστούμε την Ελλάδα, σαν ευρωπαϊκή, δυτική χώρα, αναπτυσσόμενη και με στοιχειώδη συνοχή, χωρίς νέους ανθρώπους και χωρίς μεσαία τάξη; Χωρίς νέο αίμα και χωρίς ραχοκοκαλιά; Αυτό πρέπει να σκεφτούμε, πρώτα απ' όλα, σε συλλογικό επίπεδο, δηλαδή πολιτικά· αυτή η σκέψη θα ορίσει και το ατομικό. Κανείς δεν θα σωθεί μόνος του, ενάντιος σε όλους τους άλλους. kathimerini |
επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα
Κεφαλονίτικα ανέκδοτα Συζητούν τρεις παπάδες, ένας από το Αγιο όρος, ένας από την Αθήνα και ένας Κεφαλονίτης για το πως κατανέμουν τα έσοδα των εκκλησιών τους. Λέει ο παπάς από το Αγιο όρος: «Εγώ Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα και όσα έρθουν κορώνα είναι του Θεού και τα δίνω για τις ανάγκες της εκκλησίας και όσα έρθουν γράμματα είναι δικά μου». Λέει ο Αθηναίος παπάς: «Και εγώ πετάω τα νομίσματα στον αέρα και όσα σταθούν όρθια είναι του Θεού και της εκκλησίας, όσα πέσουν στο πλάι (κορώνα ή γράμματα) είναι σαφώς δικά μου». Και στο τέλος ο Κεφαλονίτης ο παπάς: «Εγώ κύριοι συνάδελφοι κάνω το ίδιο που κάνετε και εσείς με πιο απλές διαδικασίες για να μη χάνουμε και χρόνο. Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα. Όσα θέλει τα κρατάει ο Θεός και όσα πέσουν κάτω είναι δικά μου!» Είναι ένας Κερκυραίος, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Λευκαδίτης, που ξεμονάχιασαν, κάπου σ' ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό υπόγειο ένα λυχνάρι, απ' αυτά τα μυστήρια με τα τζίνια. Το τρίψανε και ξεπετάχτηκε το τζίνι. «Έχετε ο
Comments