Η κόλαση, δυστυχώς, είναι μπροστά μας
Η κόλαση, δυστυχώς, είναι μπροστά μας
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα πράγματα της οικονομίας δεν πάνε καθόλου καλά.
Ολοένα και περισσότερο, η κατάσταση ομοιάζει με εκείνη που αντιμετώπιζε η χώρα πριν από πέντε χρόνια, όταν καταλήξαμε στην πρώτη μνημονιακή συμφωνία. Η κυβέρνηση επιδιώκει μια κλειστή συμφωνία για ένα νέο πακέτο δανείων, που θα συνοδευτεί από κάποιο «Αναπτυξιακό Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα». Η κόλαση, όμως, δεν θα είναι οι έλεγχοι που πάντοτε συνοδεύουν τα δανεικά, αλλά η εφαρμογή των μέτρων του συμφωνημένου προγράμματος.
Η εφαρμογή της όποιας συμφωνίας καθίσταται συνεχώς δυσκολότερη, επειδή χειροτερεύει η οικονομική συγκυρία. Πρώτον, οι προβλέψεις για το ΑΕΠ είναι στο 0,5%-1,0% με αυξημένη πιθανότητα ήπιας ύφεσης. Το βάρος του δημόσιου χρέους θα αυξηθεί πάνω από το 185% του ΑΕΠ.
Δεύτερον, το τραπεζικό σύστημα βυθίζεται σε νέα ανασφάλεια. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πληθαίνουν. Το κράτος αποστραγγίζει τους λιγοστούς πόρους. Η κυβέρνηση οφείλει να ενσωματώσει στην ελληνική νομοθεσία την κοινοτική οδηγία για την επίλυση τραπεζικών κρίσεων, αφού κανείς δεν γνωρίζει τι θα συμβεί σε περίπτωση που οι ελεγκτές της Φρανκφούρτης απαιτήσουν νέα κεφαλαιοποίηση. Πώς θα εξεύρει το κράτος τα νέα πρόσθετα κεφάλαια;
Τρίτο ζήτημα είναι το νέο δημοσιονομικό κενό. Η επικράτηση του λαϊκισμού μετά τις ευρωεκλογές και η επιβάρυνση από την επιπρόσθετη, μετά τις βουλευτικές, κυριαρχία του αντιευρωπαϊκού στοιχείου, με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα να επιτίθεται στην ικμάδα ανταγωνιστικότητας που απέκτησε ο ιδιωτικός τομέας μετά την τόσο σκληρή προσαρμογή, προκαλεί νέα υποχώρηση της εμπιστοσύνης στην οικονομία.
Αναμένονται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις για τον ιδιωτικό τομέα, εχθρικές παρεμβάσεις κυβερνητικών οργάνων εναντίον της επιχειρηματικότητας και παλινόρθωση των διοικητικών-συνδικαλιστικών αυθαιρεσιών.
Στον κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά και στην ομάδα υποστήριξης του κ. Τσίπρα, το παραπάνω αδιέξοδο έχει μεταβληθεί σε καθημερινό εφιάλτη. Στον οποίο προστίθεται, πλέον, η ανησυχία για όσα θα μπορούσε να σημαίνει μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους. Η κυβέρνηση ξοδεύει πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο για να επιτύχει τη συμφωνία. Ομως, η διεθνής θέση της χώρας χειροτερεύει ταχύτατα. Το επιχείρημα του Μαξίμου για τη «ζημιά» που θα προκαλούσε στους συμμάχους η διαπίστωση ενός ελληνικού αδιεξόδου έχει προεξοφληθεί. Η έκθεση στον ελληνικό κίνδυνο είναι μεγαλύτερη για τα μικρότερα ή αδύναμα κράτη. Πράγματι, τα δάνεια (άμεσα ή μέσω Μηχανισμού και ΕΚΤ) αναλογούν στο 4% του ΑΕΠ Ισπανίας, Εσθονίας, Σλοβακίας, Σλοβενίας και Ιταλίας, ενώ είναι κοντά στο 3% για Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία και Φινλανδία.
Επιπλέον, το επιτελείο Τσίπρα καλείται να απαντήσει σ’ ένα ακόμη δύσκολο ερώτημα: πόσο δύσκολη, αν όχι ακατόρθωτη, θα αποδειχτεί η εφαρμογή των προβλέψεων ενδεχόμενης συμφωνίας;
Οι προηγούμενες, «μνημονιακές», κυβερνήσεις συστηματικά απέφυγαν να εφαρμόσουν ορισμένους νόμους που οι ίδιες περνούσαν. Το σημερινό σχήμα έχει μια πρόσθετη δυσκολία: η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του δεν πιστεύει εκ πεποιθήσεως, πολιτισμικής παιδείας και πολιτικού εκφοβισμού, στα περισσότερα από τα μέτρα πολιτικής που θα συμπεριλαμβάνει μια νέα συμφωνία. Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η ομάδα Τσίπρα στην εφαρμογή ενός τίμιου και ρεαλιστικού συμβιβασμού; Ελάχιστα, δυστυχώς!
Ολοένα και περισσότερο, η κατάσταση ομοιάζει με εκείνη που αντιμετώπιζε η χώρα πριν από πέντε χρόνια, όταν καταλήξαμε στην πρώτη μνημονιακή συμφωνία. Η κυβέρνηση επιδιώκει μια κλειστή συμφωνία για ένα νέο πακέτο δανείων, που θα συνοδευτεί από κάποιο «Αναπτυξιακό Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα». Η κόλαση, όμως, δεν θα είναι οι έλεγχοι που πάντοτε συνοδεύουν τα δανεικά, αλλά η εφαρμογή των μέτρων του συμφωνημένου προγράμματος.
Η εφαρμογή της όποιας συμφωνίας καθίσταται συνεχώς δυσκολότερη, επειδή χειροτερεύει η οικονομική συγκυρία. Πρώτον, οι προβλέψεις για το ΑΕΠ είναι στο 0,5%-1,0% με αυξημένη πιθανότητα ήπιας ύφεσης. Το βάρος του δημόσιου χρέους θα αυξηθεί πάνω από το 185% του ΑΕΠ.
Δεύτερον, το τραπεζικό σύστημα βυθίζεται σε νέα ανασφάλεια. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πληθαίνουν. Το κράτος αποστραγγίζει τους λιγοστούς πόρους. Η κυβέρνηση οφείλει να ενσωματώσει στην ελληνική νομοθεσία την κοινοτική οδηγία για την επίλυση τραπεζικών κρίσεων, αφού κανείς δεν γνωρίζει τι θα συμβεί σε περίπτωση που οι ελεγκτές της Φρανκφούρτης απαιτήσουν νέα κεφαλαιοποίηση. Πώς θα εξεύρει το κράτος τα νέα πρόσθετα κεφάλαια;
Τρίτο ζήτημα είναι το νέο δημοσιονομικό κενό. Η επικράτηση του λαϊκισμού μετά τις ευρωεκλογές και η επιβάρυνση από την επιπρόσθετη, μετά τις βουλευτικές, κυριαρχία του αντιευρωπαϊκού στοιχείου, με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα να επιτίθεται στην ικμάδα ανταγωνιστικότητας που απέκτησε ο ιδιωτικός τομέας μετά την τόσο σκληρή προσαρμογή, προκαλεί νέα υποχώρηση της εμπιστοσύνης στην οικονομία.
Αναμένονται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις για τον ιδιωτικό τομέα, εχθρικές παρεμβάσεις κυβερνητικών οργάνων εναντίον της επιχειρηματικότητας και παλινόρθωση των διοικητικών-συνδικαλιστικών αυθαιρεσιών.
Στον κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά και στην ομάδα υποστήριξης του κ. Τσίπρα, το παραπάνω αδιέξοδο έχει μεταβληθεί σε καθημερινό εφιάλτη. Στον οποίο προστίθεται, πλέον, η ανησυχία για όσα θα μπορούσε να σημαίνει μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους. Η κυβέρνηση ξοδεύει πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο για να επιτύχει τη συμφωνία. Ομως, η διεθνής θέση της χώρας χειροτερεύει ταχύτατα. Το επιχείρημα του Μαξίμου για τη «ζημιά» που θα προκαλούσε στους συμμάχους η διαπίστωση ενός ελληνικού αδιεξόδου έχει προεξοφληθεί. Η έκθεση στον ελληνικό κίνδυνο είναι μεγαλύτερη για τα μικρότερα ή αδύναμα κράτη. Πράγματι, τα δάνεια (άμεσα ή μέσω Μηχανισμού και ΕΚΤ) αναλογούν στο 4% του ΑΕΠ Ισπανίας, Εσθονίας, Σλοβακίας, Σλοβενίας και Ιταλίας, ενώ είναι κοντά στο 3% για Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία και Φινλανδία.
Επιπλέον, το επιτελείο Τσίπρα καλείται να απαντήσει σ’ ένα ακόμη δύσκολο ερώτημα: πόσο δύσκολη, αν όχι ακατόρθωτη, θα αποδειχτεί η εφαρμογή των προβλέψεων ενδεχόμενης συμφωνίας;
Οι προηγούμενες, «μνημονιακές», κυβερνήσεις συστηματικά απέφυγαν να εφαρμόσουν ορισμένους νόμους που οι ίδιες περνούσαν. Το σημερινό σχήμα έχει μια πρόσθετη δυσκολία: η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του δεν πιστεύει εκ πεποιθήσεως, πολιτισμικής παιδείας και πολιτικού εκφοβισμού, στα περισσότερα από τα μέτρα πολιτικής που θα συμπεριλαμβάνει μια νέα συμφωνία. Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η ομάδα Τσίπρα στην εφαρμογή ενός τίμιου και ρεαλιστικού συμβιβασμού; Ελάχιστα, δυστυχώς!
Comments