Η θεωρία της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης
Η θεωρία της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης
CLIVE CROOK / BLOOMBERG
Στο νέο του μπλογκ o πρώην πρόεδρος της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, επιχειρηματολογεί κατά της άποψης ότι η οικονομία έχει πέσει σε μια παγίδα μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης. Εξετάζει την καλύτερη μελέτη που έχω διαβάσει επί του θέματος (από τους James D. Hamilton, Ethan S. Harris, Jan Hatzious και Kenneth D. West) και θεωρεί ότι είναι υπερβολικοί οι φόβοι περί μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με μια παλιά θεωρία από το 1930, η κατάσταση της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης προκαλείται από τη χρόνια υπερβολική αποταμίευση (η οποία περιορίζει τη ζήτηση), πρόβλημα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της νομισματικής πολιτικής αν βρίσκονται ήδη σε πολύ χαμηλό επίπεδο τα επιτόκια δανεισμού.
Ο πρώην υπ. Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς υποστηρίζει πως η θεωρία περί μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης πιθανώς να ταιριάζει αρκετά στη σύγχρονη οικονομία. Ο χαμηλός ρυθμός της ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας ενισχύει την αληθοφάνεια της υπόθεσης. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η υποψία ότι η οικονομία βρίσκεται σε περίοδο μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης ήδη από τη δεκαετία του 1990 ή και από νωρίτερα, όπως υποστηρίζει ο Σάμερς. Η ανάπτυξη εκείνη την περίοδο ήταν σε γενικές γραμμές ικανοποιητική, ωστόσο σύμφωνα με τον Σάμερς αυτό οφειλόταν στην ύπαρξη μιας σειράς από «φούσκες» που ενίσχυαν τη ζήτηση. Αυτές οι «φούσκες», σύμφωνα με τον Σάμερς, έκρυβαν τη χαμηλή ανάπτυξη για περισσότερο από δύο δεκαετίες πριν από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008. Το συμπέρασμα είναι ότι αν η Fed καταφέρει να αποτρέψει την επανεμφάνιση «φουσκών», η ανάπτυξη θα είναι χαμηλή ακόμη και όταν πάψουν να υφίστανται οι συνέπειες της κρίσης.
Ο Χάμιλτον και οι συνάδελφοί του εξετάζουν στη μελέτη τους κατά πόσο είναι πιθανό η περίοδος μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης να ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 ή και νωρίτερα. Συμπεραίνουν ότι «η χρονική εμφάνιση των υποτιθέμενων φουσκών δεν ταιριάζει με τη θεωρία της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης». Τη δεκαετία του 1980 είχαμε εκρηκτική ανάπτυξη των εμπορικών ακινήτων και αύξηση του δανεισμού, στοιχεία που υποχώρησαν στα μέσα της δεκαετίας προκαλώντας την κατάρρευση του χρηματιστηρίου το 1987. Παρ’ όλα αυτά, η ανεργία παρέμεινε σε χαμηλό επίπεδο, στοιχείο που δεν ταιριάζει με όσα προβλέπει η θεωρία της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης. Το αντίστροφο συνέβη τη δεκαετία του 1990, οπότε η οικονομία είχε φτάσει στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης προτού δημιουργηθεί η «φούσκα» των μετοχών υψηλής τεχνολογίας. Η περίοδος από το 2000 έως το 2008 είναι πιο περίπλοκη. Υπήρξε «φούσκα» στα ακίνητα εξαιτίας του ασυλλόγιστου δανεισμού, στοιχεία που τροφοδότησαν τη ζήτηση και αύξησαν την απασχόληση. Αν δεν είχε υπάρξει η «φούσκα» θα είχε άραγε υπάρξει υψηλή ανεργία, όπως προβλέπει η θεωρία της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης; Οχι απαραίτητα, υποστηρίζουν οι συγγραφείς της μελέτης.
Υπολογίζουν με διάφορους τρόπους ότι η «φούσκα» προσέθεσε περίπου 1% ετησίως στον ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ 2002 και 2005. Μετά την κρίση η οικονομία αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά περιέκοψαν τις δαπάνες τους περιορίζοντας τη ζήτηση. Επιπλέον ακολουθήθηκε περιοριστική δημοσιονομική πολιτική μετά το 2011, κάτι που περιόρισε ακόμη περισσότερο τη ζήτηση. Ο Χάμιλτον και οι συνάδελφοί του καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η χαμηλή ανάπτυξη των προηγούμενων πέντε χρόνων δεν αποτελεί ένδειξη μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης, αλλά ένδειξη σημαντικών μεσοπρόθεσμων προβλημάτων.
Σύμφωνα με μια παλιά θεωρία από το 1930, η κατάσταση της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης προκαλείται από τη χρόνια υπερβολική αποταμίευση (η οποία περιορίζει τη ζήτηση), πρόβλημα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της νομισματικής πολιτικής αν βρίσκονται ήδη σε πολύ χαμηλό επίπεδο τα επιτόκια δανεισμού.
Ο πρώην υπ. Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς υποστηρίζει πως η θεωρία περί μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης πιθανώς να ταιριάζει αρκετά στη σύγχρονη οικονομία. Ο χαμηλός ρυθμός της ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας ενισχύει την αληθοφάνεια της υπόθεσης. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η υποψία ότι η οικονομία βρίσκεται σε περίοδο μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης ήδη από τη δεκαετία του 1990 ή και από νωρίτερα, όπως υποστηρίζει ο Σάμερς. Η ανάπτυξη εκείνη την περίοδο ήταν σε γενικές γραμμές ικανοποιητική, ωστόσο σύμφωνα με τον Σάμερς αυτό οφειλόταν στην ύπαρξη μιας σειράς από «φούσκες» που ενίσχυαν τη ζήτηση. Αυτές οι «φούσκες», σύμφωνα με τον Σάμερς, έκρυβαν τη χαμηλή ανάπτυξη για περισσότερο από δύο δεκαετίες πριν από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008. Το συμπέρασμα είναι ότι αν η Fed καταφέρει να αποτρέψει την επανεμφάνιση «φουσκών», η ανάπτυξη θα είναι χαμηλή ακόμη και όταν πάψουν να υφίστανται οι συνέπειες της κρίσης.
Ο Χάμιλτον και οι συνάδελφοί του εξετάζουν στη μελέτη τους κατά πόσο είναι πιθανό η περίοδος μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης να ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 ή και νωρίτερα. Συμπεραίνουν ότι «η χρονική εμφάνιση των υποτιθέμενων φουσκών δεν ταιριάζει με τη θεωρία της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης». Τη δεκαετία του 1980 είχαμε εκρηκτική ανάπτυξη των εμπορικών ακινήτων και αύξηση του δανεισμού, στοιχεία που υποχώρησαν στα μέσα της δεκαετίας προκαλώντας την κατάρρευση του χρηματιστηρίου το 1987. Παρ’ όλα αυτά, η ανεργία παρέμεινε σε χαμηλό επίπεδο, στοιχείο που δεν ταιριάζει με όσα προβλέπει η θεωρία της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης. Το αντίστροφο συνέβη τη δεκαετία του 1990, οπότε η οικονομία είχε φτάσει στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης προτού δημιουργηθεί η «φούσκα» των μετοχών υψηλής τεχνολογίας. Η περίοδος από το 2000 έως το 2008 είναι πιο περίπλοκη. Υπήρξε «φούσκα» στα ακίνητα εξαιτίας του ασυλλόγιστου δανεισμού, στοιχεία που τροφοδότησαν τη ζήτηση και αύξησαν την απασχόληση. Αν δεν είχε υπάρξει η «φούσκα» θα είχε άραγε υπάρξει υψηλή ανεργία, όπως προβλέπει η θεωρία της μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης; Οχι απαραίτητα, υποστηρίζουν οι συγγραφείς της μελέτης.
Υπολογίζουν με διάφορους τρόπους ότι η «φούσκα» προσέθεσε περίπου 1% ετησίως στον ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ 2002 και 2005. Μετά την κρίση η οικονομία αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά περιέκοψαν τις δαπάνες τους περιορίζοντας τη ζήτηση. Επιπλέον ακολουθήθηκε περιοριστική δημοσιονομική πολιτική μετά το 2011, κάτι που περιόρισε ακόμη περισσότερο τη ζήτηση. Ο Χάμιλτον και οι συνάδελφοί του καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η χαμηλή ανάπτυξη των προηγούμενων πέντε χρόνων δεν αποτελεί ένδειξη μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης, αλλά ένδειξη σημαντικών μεσοπρόθεσμων προβλημάτων.
Comments