Η παρακολούθηση των τρομοκρατών διχάζει την Ουάσιγκτον

Η παρακολούθηση των τρομοκρατών διχάζει την Ουάσιγκτον

Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post

Οταν ένα κράτος δεν είναι σε θέση να επιλύσει τα προβλήματα των πολιτών του, είναι προβληματικό. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην Αμερική είτε πρόκειται για τη μετανάστευση και το Ιράκ, είτε για τη δημόσια περίθαλψη ή την επίσημη πολιτική κατά της τρομοκρατίας. Ως προς αυτήν, φαίνεται ότι η νομοθετική πλαισίωση και κατοχύρωση της παρακολούθησης τρομοκρατών έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, μολονότι διακυβεύεται η ζωή εκατοντάδων χιλιάδων Αμερικανών. Ομως στην πολωμένη Ουάσιγκτον εστάθη αδύνατον μέχρι στιγμής να βρεθεί συμβιβασμός μακροπρόθεσμης προοπτικής, αποδεκτός από τα δύο κόμματα. Οσοι, μάλιστα, θέλησαν να μείνουν ουδέτεροι στη μέση, διαπιστώνουν, όπως συνέβη πρόσφατα στον στρατηγό Πετρέους, ότι η μέση αυτή δεν υφίσταται.

Ο στρατηγός πίστευε ότι με την ιδιότητα του επαγγελματία στρατιωτικού υπηρετούσε και την κυβέρνηση και το Δημοκρατικό Κογκρέσο. Οι Δημοκρατικοί αντιμετώπισαν τον Πετρέους όχι ως εκπρόσωπο του έθνους, αλλά του Λευκού Οίκου. Τώρα στα ίδια γρανάζια έχει εμπλακεί και ο Μάικ Μακ Κόνελ, διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Αξιωματικός καριέρας και αυτός, επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) επί Κλίντον, έχει ως κυρίως μέλημα, εξ όσων γνωρίζω, τη σύλληψη τρομοκρατών. Παρασυρμένος όμως στην πολιτική δίνη της Ουάσιγκτον αντιμετωπίζεται ως κομματικός εγκάθετος. «Οι Δημοκρατικοί αμφισβητούν την αξιοπιστία και τη νηφαλιότητα του Μακ Κόνελ» ήταν ο τίτλος σε άρθρο της εφημερίδας του Κογκρέσου «The Hill», που διακωμωδεί φραστικά του λάθη και υποτιθέμενα γλωσσικά ολισθήματα, λες και ο Μακ Κόνελ είναι υποψήφιος πρόεδρος. Και όμως, τον περασμένο Αύγουστο η εντύπωση ήταν ότι αυτός βρισκόταν πολύ κοντά στον συμβιβασμό.

Τελικώς, ο Λευκός Οίκος δεν τον άφησε να υπογράψει τη συμφωνία που είχε διαπραγματευτεί. Πάλι επικράτησε η στρατηγική Μπους που συνίσταται στο να εξευτελίζει τους Δημοκρατικούς για την ανημποριά τους στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Στρατηγική καθόλου βοηθητική για τον δικομματισμό.

Πέρυσι, όταν αποκαλύφθηκε ότι η κυβέρνηση Μπους είχε επιτρέψει να γίνουν μαγνητοφωνήσεις χωρίς να προηγηθεί εισαγγελική άδεια, γενική ήταν η άποψη ότι το έργο της παρακολούθησης της NSA έπρεπε να ενταχθεί στο νομικό πλαίσιο της Πράξης του 1978 που ρυθμίζει τα της παρακολούθησης αλλοδαπών (FISA). Αυτό επεδίωξε η κυβέρνηση Μπους τον Ιανουάριο του 2007, όταν το νέο Δημοκρατικό Κογκρέσο ακόνιζε τα βέλη του. Κατέθεσε, λοιπόν, το «Πρόγραμμα Παρακολούθησης Τρομοκρατών» στο δικαστήριο της FISA. Ο πυρήνας του προγράμματος συνίστατο στην υποκλοπή των επικοινωνιακών συνδέσεων στην αμερικανική επικράτεια, ώστε να ελέγχεται η ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ αλλοδαπών. Ατυχώς, ο ένας δικαστής ενέκρινε το πρόγραμμα, ο άλλος όμως διέκρινε επισφαλή σημεία.

Τότε η κυβέρνηση Μπους αποφάσισε να αναζητήσει άλλο νομικό πλαίσιο για το πρόγραμμά της. Τότε άρχισε και το μεγάλο παζάρι. Η πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι ηγήθηκε της ομάδας διαπραγμάτευσης των Δημοκρατικών με τον Μακ Κόνελ. Τα δύο αιτήματα της κυβέρνησης ήταν να δοθεί η έγκριση του Κογκρέσου στη χρήση των αμερικανικών κόμβων επικοινωνίας με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για αλλοδαπούς, και να πεισθούν μέσω του Κογκρέσου οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών να παραδώσουν τα αρχεία τους, ώστε να μη διώκονται δικαστικά επειδή βοηθούν την κυβέρνηση.

Οι Δημοκρατικοί συμφώνησαν στις 2 Αυγούστου να ικανοποιήσουν τα αιτήματα αυτά. Συμφώνησαν και με αιτήματα της τελευταίας στιγμής του Μακ Κόνελ, όπως να έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τους κανονισμούς και σε αποστολές «μεγαλύτερης εμβέλειας». Η Πελόζι και οι Δημοκρατικοί νόμιζαν ότι επιτέλους είχαν μια συμφωνία στα χέρια τους. Το ίδιο βράδυ όμως ο Μακ Κόνελ τους είπε ότι «η άλλη πλευρά», δηλαδή ο Λευκός Οίκος, ζητούσε κι άλλες παραχωρήσεις. Η συμφωνία κατέρρευσε και ο Λευκός Οίκος, νομίζοντας ότι έχει το πάνω χέρι, άσκησε πιέσεις για ένα ακόμη πιο βολικό νόμο, τροποποιήσιμο ανά εξάμηνο.

Οι θερινές διαπραγματεύσεις κληροδότησαν πληγωμένα αισθήματα και στις δύο πλευρές. Επειτα ο Μακ Ντόνελ έριξε λάδι στη φωτιά δηλώνοντας προς τους Τάιμς του Ελ Πάσο ότι «κάποιοι Αμερικανοί θα πεθάνουν» εξαιτίας της αντιπαράθεσης για το νομικό πλαίσιο των παρακολουθήσεων. Οι Δημοκρατικοί απάντησαν με δικούς τους αφορισμούς. Ετσι και αυτοί και ο Μακ Ντόνελ μπήκαν πάλι στο κλουβί.

Τώρα η κυβέρνηση Μπους ζητεί, δικαίως, να χορηγηθεί εκ των υστέρων ασυλία σε εταιρείες τηλεπικοινωνιών που συνεργάστηκαν μαζί της, νομίζοντας ότι το πρόγραμμα παρακολουθήσεων ήταν νομοθετικά κατοχυρωμένο. Δικαίως όμως και οι Δημοκρατικοί ζητούν από τον Λευκό Οίκο να παραδώσει έγγραφα που να εξηγούν πώς δημιουργήθηκαν τα προγράμματα αυτά.

Σε ένα υγιές πολιτικό σύστημα θα βρισκόταν κάποιος συμβιβασμός ώστε να επιτραπεί η παρακολούθηση των εχθρών. Στους ασύμμετρους πολέμους του 21ου αιώνα αυτή έχει το πλεονέκτημα –ένα από τα ελάχιστα– να ελέγχει τον ψηφιακό επικοινωνιακό χώρο. Με τη διαφορά ότι η παρακολούθηση πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρά νομικά ερείσματα. Εάν οι δυο τους δεν μπορούν να συμφωνήσουν στο στοιχειώδες αυτό, τότε η κοινή γνώμη καλά θα κάνει να τους καταγγείλει δημοσίως για συναυτουργία στις επερχόμενες αιματοχυσίες.


Comments

Popular posts from this blog

επιλογές .....κεφαλονίτικα ανέκδοτα

Macmillan and Eisenhower in 1959 tv debate-bbc

«Η Ελλάδα αισθάνεται αποκλεισμένη»