Του Πετρου Παπακωνσταντινου
Το παιχνίδι του καλού και του κακού αστυνομικού έχει παιχτεί πολλές φορές στη Μέση Ανατολή, με τη Γαλλία και την Αμερική στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους. Μετά τον πόλεμο του Σουέζ, η Γαλλία του ντε Γκωλ ή του Σιράκ, η πιο φιλοαραβική εκ των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, αναλάμβανε κατά κανόνα τον ρόλο του «καλού» και η Αμερική εκείνον του σκληρού. Αυτήν τη φορά, όμως, η νέα Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί βάλθηκε να καταπλήξει τη διεθνή κοινή γνώμη, διεκδικώντας για λογαριασμό της τον ρόλο του σκληρού «επιθεωρητή Κάλαχαν» έναντι του Ιράν, από την Αμερική του Μπους και του Τσέινι!
«Δεν θα αποδεχθούμε την κατασκευή πυρηνικής βόμβας από το Ιράν. Πρέπει να ετοιμαζόμαστε για το χειρότερο», δήλωσε στην πολύκροτη συνέντευξη της περασμένης Κυριακής ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ και, κληθείς να διευκρινίσει ποιο είναι το χειρότερο για το οποίο οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε, ξεκαθάρισε ορθά-κοφτά: «Ο πόλεμος»!
Η αλήθεια είναι ότι, υπό το βάρος των διεθνών και εσωτερικών αντιδράσεων, η κυβέρνηση Σαρκοζί αναδιπλώθηκε. Τόσο ο πρωθυπουργός Φρανσουά Φιγιόν όσο και ο υπουργός Αμυνας Ερβ Μορέν διαβεβαίωσαν ότι η Γαλλία επιμένει στον δρόμο της ειρηνικής διαπραγμάτευσης με την Τεχεράνη. Ο ίδιος ο Κουσνέρ υποστήριξε ότι οι δηλώσεις του «παρερμηνεύθηκαν», ενώ πολλοί τις απέδωσαν στο εκρηκτικό ταμπεραμέντο και τη διπλωματική απειρία του.
Τρίτη φάση της έντασης
Θα ήταν αφέλεια να πιστέψει κανείς, ωστόσο, ότι σε μια σοβαρή χώρα με προεδρικό πολίτευμα, όπως η Γαλλία, ο υπουργός Εξωτερικών μπορεί να εκστομίσει τη λέξη «πόλεμος» χωρίς άνωθεν εξουσιοδότηση.
Αλλωστε, ο ίδιος ο Σαρκοζί είχε δηλώσει πρωτύτερα, με τον πιο επίσημο τρόπο ότι, αν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις, το δίλημμα θα είναι «ιρανική βόμβα ή βομβαρδισμός του Ιράν».
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι διανύουμε την τρίτη φάση ενός κλιμακούμενου ψυχολογικού πολέμου εναντίον του Ιράν. Η πρώτη φάση ξεκίνησε όταν άρχισαν να διαφαίνονται τα αδιέξοδα της αμερικανικής κατοχής στο Ιράκ: εκμεταλλευόμενοι υπαρκτά φαινόμενα, όπως ο αντισημιτισμός, η καταπίεση των γυναικών και ο θρησκευτικός φανατισμός, η Ουάσιγκτον επιχείρησε να δαιμονοποιήσει το Ιράν, ναρκώνοντας τα αντιπολεμικά ανακλαστικά των Αμερικανών φιλελεύθερων και της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Η δεύτερη φάση επικέντρωσε στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ώστε να στηθεί στα πόδια του το απειλητικό σκιάχτρο της «ατομικής βόμβας στα χέρια ενός απρόβλεπτου Αγιατολάχ». Στην τρίτη φάση, την οποία ήδη διανύουμε, επιχειρείται να εθιστεί, σιγά σιγά, η διεθνής κοινή γνώμη στην ιδέα ότι ένας πόλεμος κατά του Ιράν είναι, ίσως, το λιγότερο κακό. Το ερώτημα που τίθεται αβίαστα είναι αν η τέταρτη φάση σημάνει το πέρασμα από τον ψυχολογικό πόλεμο στον πραγματικό.
Η έκθεση της ΙΑΕΑ
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δεν είναι το πραγματικό, ή τουλάχιστον, δεν είναι το άμεσο πρόβλημα της Ουάσιγκτον. Δεν έχουν περάσει ούτε τρεις εβδομάδες από τη συμφωνία μεταξύ της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) και του Ιράν για τη διαλεύκανση όλων των ανοιχτών ζητημάτων. Στη σχετική έκθεση της ΙΑΕΑ, τονίζεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι το πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου περιορίζεται στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας και ότι δεν υπάρχουν σκιές υποψίας για τα προηγούμενα χρόνια.
Επειτα, παραμένει το θεμελιώδες ερώτημα: γιατί η ανησυχία της Δύσης στρέφεται μονόπλευρα στο ενδεχόμενο ενός μελλοντικού, πυρηνικού Ιράν και όχι και προς την πλευρά του Ισραήλ και του Πακιστάν, που ήδη διαθέτουν πυρηνικά όπλα; Γιατί δεν γίνεται αποδεκτή η πρόταση των Αράβων, την οποία αποδέχονται και οι Πέρσες, αλλά και εξέχοντες Ισραηλινοί πολιτικοί, όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Σλόμο Μπεν- Αμι, για αποπυρηνικοποίηση συνολικά της Μέσης Ανατολής;
Το καθεστώς της Τεχεράνης
Τέλος, το καθεστώς της Τεχεράνης μπορεί να είναι θεοκρατικό, αλλά δεν είναι παράλογο. Συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ (με αποκορύφωμα το μέγα σκάνδαλο Ιράν-Κόντρας, τη δεκαετία του ’80), απέναντι στον κοινό εχθρό, τον Σαντάμ Χουσεΐν. Στήριξε τις ΗΠΑ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, στον αγώνα εναντίον της Αλ Κάιντα και στον πόλεμο εναντίον των Ταλιμπάν, ενώ ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την κυβέρνηση Μαλικί στο Ιράκ. Ο Αμερικανός στρατηγός Τζον Αμπιζαΐντ, μέχρι πρότινος επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης, δήλωσε στις 18 Σεπτεμβρίου:
«Το Ιράν δεν είναι αυτοχειριαστικό έθνος… Ακόμη κι αν αποκτήσει πυρηνικά όπλα, έχουμε τη δύναμη να το συγκρατήσουμε. Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: ζήσαμε με μια πυρηνική Σοβιετική Ενωση, με μια πυρηνική Κίνα και ζούμε σήμερα με σειρά άλλων πυρηνικών δυνάμεων. Υπάρχουν πάντα τρόποι να συνυπάρξουμε με ένα πυρηνικό Ιράν».
Αμερική, ο Μεγάλος… Ευεργέτης του Ιράν!
Το πραγματικό πρόβλημα των ΗΠΑ είναι ότι το Ιράν, ακόμη και χωρίς πυρηνικά όπλα, τείνει να αναδειχθεί σε ηγεμονική, περιφερειακή δύναμη της κατ’ εξοχήν πετρελαιοπαραγωγού περιοχής του πλανήτη. Αλλά αν οι Αμερικανοί πρέπει να κατηγορούν κάποιον γι’ αυτή την εξέλιξη, είναι την ίδια η κυβέρνησή τους, που τσάκισε τους δύο βασικούς αντιπάλους και γείτονες του Ιράν, το κοσμικό, μπααθικό Ιράκ και το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν. Ο «Μεγάλος Σατανάς» αποδείχθηκε, στην πραγματικότητα, ο μέγιστος… ευεργέτης των Αγιατολάχ!
Με δεδομένα τα τεράστια προβλήματα των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, το άνοιγμα και τρίτου πολεμικού μετώπου, με τη μαζική εμπλοκή χερσαίων δυνάμεων πρέπει να αποκλεισθεί ως παραλογισμός. Το ενδεχόμενο επιλεκτικών βομβαρδισμών των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων ή και πιο εκτεταμένων (τα σχετικά σενάρια μιλάνε για 2.000 στόχους) εναντίον του αμυντικού του συστήματος δεν μπορεί θεωρητικά να αποκλεισθεί. Παρουσιάζει ωστόσο τεράστιους κινδύνους – απάντηση του Ιράν με εκτόξευση πυραύλων κατά του Ισραήλ και των αμερικανικών βάσεων, ανάφλεξη του αραβομουσουλμανικού κόσμου, εκτόξευση του πετρελαίου πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι σε μια ήδη δύσκολη διεθνή οικονομική συγκυρία κ.ά.
Σ’ αυτό το φόντο, δεν αποκλείεται ο ψυχολογικός πόλεμος εναντίον της Τεχεράνης να εξυπηρετεί αυτό που η Κοντολίζα Ράις αποκαλεί «διπλωματία με δόντια»: την αποφασιστική σκλήρυνση πριν από την τελική διαπραγμάτευση για ένα «ιστορικό συμβιβασμό» Δύσης - Ιράν γύρω από όλα τα ανοιχτά ζητήματα της Μέσης Ανατολής και πρωτίστως το Ιράκ. Το ανησυχητικό είναι, όμως, ότι η στροφή της Γαλλίας, η αφωνία της υπόλοιπης Ευρώπης και η ανυπαρξία οποιασδήποτε αντίδρασης από τα φιλειρηνικά κινήματα αφήνουν ανοιχτή, για την Ουάσιγκτον, τη δυνατότητα να περάσει από τον πόλεμο των λέξεων στον πόλεμο των F-16 εάν και εφόσον το αποφασίσει.
Comments