Γραφει ο Aντωνης Kαρκαγιαννης
Μιλώντας προχθές με συνάδελφο δημοσιογράφο μου πέταξε έναν όρο που δεν το είχα ξανακούσει. Περνούμε, λέει, περίοδο αριστερομυστικισμού. Και καθώς τις επόμενες ώρες και μέρες σκεφτόμουνα τον «αριστερομυστικισμό» νόμιζα πως βρήκα το κλειδί για να καταλάβω πολλά παράλογα αυτών των ημερών και ακόμα πολλά γεγονότα της ιστορίας και τέλος να ανατρέξω στα νεανικά μου χρόνια, με νοσταλγία πάντοτε, αλλά και με εκείνο το συγκαταβατικό, όσο και μελαγχολικό χαμόγελο που μας προσθέτει το πέρασμα του χρόνου και το γήρας. Φρόνηση και ανημποριά ταυτόχρονα.
Ο αριστερομυστικισμός μού φαίνεται ότι είναι συνέχεια ενδεχομένως και τέκνο του χριστιανομυστικισμού, του θρησκευτικού μυστικισμού γενικότερα. Κυρίως, όπως ίσχυσε τον Μεσαίωνα που ξεκινούσε μεν από ένα αόρατο ιερατείο, αλλά κατέβαινε και διαπότιζε τα πνεύματα και τη δράση όλων των ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον έβαζαν στην καθημερινότητά τους. Αυτή νομίζω είναι η καταγωγή του αριστερομυστικισμού. Καλύπτει βιωτικά και υπαρξιακά κενά και γίνεται ευρύτατα αποδεκτός, άλλοθι και δικαιολογία του πλέον ακραίου παραλογισμού.
Με μια ουσιώδη διαφορά. Οι θρησκείες αποδέχονται τον μυστικισμό τους, είναι η πεμπτουσία τους. Ομολογούν ότι δογματίζουν και θεωρούν το δόγμα ασύλληπτο, ακατανόητο και μυστικό, αποκαλυπτόμενο μόνο με μαγικές τελετουργίες από μάγους - ιερείς. Ολα ξεκινούν από μια μείζονα πρόταση αναπόδεικτη και ανερμήνευτη, πέραν της λογικής. Από αυτήν απορρέουν όλες οι ελάσσονες προτάσεις που μπορούν ή και οφείλουν να είναι απόλυτα και ενίοτε αδυσώπητα λογικές. Μου έρχεται στον νου εκείνος ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι που συνάντησε στον δρόμο τον Χριστό (τη μείζονα πρόταση) και έκανε πως δεν τον αναγνωρίζει γιατί ήταν το ακριβώς αντίθετο με τον χριστιανισμό (τις αδυσώπητα λογικές ελάσσονες προτάσεις, αυτό που λέμε «σύστημα»), το οποίο ο Ιεροεξεταστής θεωρούσε καθήκον του να υπερασπιστεί ακόμη και εναντίον του Χριστού, με φρικτά και παράλογα εγκλήματα.
Συνέπεσε αυτές τις μέρες να διαβάζω μια θαυμάσια βιογραφία του Μπορίς Παστερνάκ, γραμμένη από τον Ανρί Τρουαγιά (εκδόσεις ΟΛΚΟΣ). Ο Παστερνάκ άρχισε να καταγράφει στη συνείδησή του και στα ποιήματά του στην αρχή και πολύ αργότερα να τα συναιρεί στο πασίγνωστο μυθιστόρημα «Δοκτωρ Ζιβάγκο», όλα τα γεγονότα της χώρας του από το 1905 και μετά. Εζησε τον επαναστατικό ενθουσιασμό και τον ενστερνίσθηκε. Εζησε όμως και υπέστη κατά την κατάληξή του σε ένα παράλογο και μυστικιστικό καθεστώς (παράλογο μέσα στην αδυσώπητη λογική του που από το ένα έγκλημα το οδηγούσε μοιραία και αναπότρεπτα στο άλλο). Και καθώς το διάβαζα έλεγα μέσα μου ότι ο σύγχρονος άνθρωπος ποτέ δεν θα επιτρέψει αυτή τη μεγάλη στρέβλωση και αντιστροφή: τη μετατροπή μιας δίκαιης ή απλώς δικαιολογημένης και αθώας εξέγερσης στο αντίθετό της, στην τυφλή και παράλογη βία και στον καταναγκασμό. Και όμως! Εκεί, σε αυτήν την κρίσιμη αντιστροφή καραδοκεί ο αριστερομυστικισμός.
Η «Αγία Τριάδα»
Οπως όλοι παρατηρούμε, ιδεολογικά όλα ξεκινούν από τη νέα «Αγία Τριάδα». Από την εργατική τάξη, από την εξέγερσή της και από το κόμμα της εργατικής τάξης. Μια προσαρμογή των ημερών είναι τα παιδιά, η εξέγερσή τους και το κόμμα... των παιδιών (και παιδαριώδες). Αυτές οι «άγιες τριάδες» είναι εξ ορισμού εκτός της λογικής, βυθισμένες στο μυστήριο. Οπως και για τη χριστιανική «αγία τριάδα», δεν επιδέχονται την έρευνα των τριών συστατικών της, αν π.χ. η εξέγερση ή η επανάσταση είναι το φυσικό χαρακτηριστικό της εργατικής τάξης ή «των παιδιών» και αν το κόμμα της εργατικής τάξης ή «των παιδιών» (και παιδαριώδες) αποτελεί την «επαναστατική τους συνείδηση». Αρκεί ότι το δηλώνουν ως ομολογία πίστεως!
Αυτές οι απλοϊκές και μυστικιστικές ταυτίσεις π.χ. η ταύτιση των παιδιών με την «εξέγερση» (για να έρθουμε στις μέρες μας) μας εμποδίζει να δούμε και να καταλάβουμε τι είναι και τι θέλουν τα παιδιά και τελικά τι είναι και πού οδηγεί η «εξέγερσή» τους. Απλώς οδηγούμαστε στην ανάγκη να υιοθετήσουμε το δίκιο τους (αφού άλλωστε είναι παιδιά μας και αισθανόμαστε και ενοχές) και την εξέγερσή τους. Μέσα σ’ αυτήν τη γενική αποδοχή μερικοί επαγγελματίες των εξεγέρσεων και των κινημάτων νομίζουν ότι βρήκαν (ή πραγματικά βρήκαν) την ευκαιρία να παραστήσουν το παιδαριώδες κόμμα των παιδιών.
Και επειδή η «επανάσταση» και η «εξέγερση» συνεπάγεται εξ ορισμού (για την Αριστερά όσο και για τη Δεξιά) την κατάλυση των νόμων και τη βία (άλλη μυστικιστική ταύτιση) η βία και η παρανομία, ανεξάρτητα εναντίον τίνος και εναντίον ποιων αγαθών στρέφονται, θεωρούνται μέγιστες αρετές καθημερινής πολιτικής τακτικής. Ετσι, οι κουκουλοφόροι τραμπούκοι φυσιολογικά και αναπότρεπτα και με τα χειροκροτήματα όλων μας (ιδιαίτερα του Τύπου και των ΜΜΕ), επληθύνθησαν και είναι πλέον η πρωτοπορία της εξέγερσης και πρότυπο «εξεγερμένων παιδιών».
Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο ο αριστερομυστικισμός συναντάται με τον δεξιό μυστικισμό της «τάξης και ασφάλειας» και ο ένας αρχίζει να τροφοδοτεί τον άλλον. Μια τέτοια μοιραία συνάντηση, πολύ μεγαλύτερου μεγέθους και πολύ ευρύτερων συνεπειών, η ιστορία μας κατέγραψε σε έναν άλλο Δεκέμβρη, τον Δεκέμβρη του 1944.
Ακούω αυτές τις μέρες όλες τις εξεγερμένες ντουντούκες να διαλαλούν και να φωνασκούν «ενάντια στην κρατική καταστολή». Θα τους πω ξεκάθαρα: Δεν έζησαν (ευτυχώς) και δεν ξέρουν τι σημαίνει κρατική καταστολή. Νομίζουν δικαιολογημένα ότι τη βλέπουν στα Εξάρχεια στο πρόσωπο του μεροκαματιάρη αστυνομικού ή του «μπάτσου», όπως τον αποκαλούν. Τη φαντάζονται την κρατική καταστολή, δεν καταλαβαίνουν πόσο βαθιά είναι και αφελώς την προσωποποιούν στον «μπάτσο». Πιστεύω ότι αυτή η αντιπαράθεση «εξεγερμένων και μπάτσων» σκοπίμως καλλιεργήθηκε από πολλά χρόνια, από όλες τις πλευρές για να καλύψει την ευρύτατη παρανομία που μαστίζει τη χώρα μας. Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα γενικευμένης παρανομίας και πλαστών αντιπαραθέσεων κλείσθηκε το θανάσιμο ραντεβού του δεκαπεντάχρονου μαθητή και του αστυνομικού, στη γωνία της οδού Μεσολογγίου, στα Εξάρχεια. Τώρα όλοι υποκριτικότατα θρηνούμε!
Το 1974 αποκαταστήσαμε το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα και τη νομιμότητά του, την «αστική» ή την «τυπική» δημοκρατία, όπως την αποκαλούν μερικοί με μόλις αποκρυπτόμενη περιφρόνηση. Η πρακτική της εφαρμογή παρουσιάζει κενά, παρεκκλίσεις, αντινομίες και επιτρέπει ή ανέχεται κοινωνικές αδικίες και ανισότητες. Οσοι νομίζουν ότι η δημοκρατία μας είναι απλώς ένα συμβόλαιο που το καταργούμε κάθε φορά που διαπιστώνουμε (ή νομίζουμε ότι διαπιστώνουμε) ότι παραβιάζεται, κάνουν μεγάλο λάθος. Η δημοκρατία, αυτή η «αστική» και «τυπική» δεν είναι συμβόλαιο, είναι η ίδια η ζωή μας που περικλείει τα πάντα: το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, το ηθικό και το ανήθικο. Είναι πολύτιμο αγαθό επειδή ακριβώς περικλείει και ρυθμίζει τα ανθρώπινα χωρίς αποκλεισμούς. Μερικοί αισθάνονται αμήχανοι απέναντι στην «αστική» δημοκρατία. Στην καλύτερη περίπτωση τη θεωρούν ένα «στάδιο» στην εξέλιξη που υπάρχει μόνο και μόνο για... να διευκολύνει την ανατροπή της. Δεν τη θεωρούν εσαεί κατάκτηση για οποιαδήποτε μελλοντική εξέλιξη...from kathimerini.
Comments