Tου Αθανασιου Ελλις
Aνήμερα τα Χριστούγεννα και, δυστυχώς, η Ελλάδα δεν βλέπει στον ορίζοντα ούτε Mεσσία ούτε ελπίδα να γεννιέται. Καταδικασμένη από τον ίδιο της τον εαυτό, χωρίς βοήθεια από τους ηγέτες της, και παραδομένη στο εξαγριωμένο πλήθος, βιώνει για άλλη μια φορά τη σταύρωση και αναζητεί τη δική της ανάσταση. Οι συγκρούσεις των τελευταίων εβδομάδων, οι καταστροφές, αλλά και η πρόσφατη αντιπαράθεση «κωφών» στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή, μας υπενθυμίζουν ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της φυλής μας, η διχόνοια, καλά κρατεί.
Αυτός ο ιδιότυπος αλληλοσπαραγμός φέρνει στη μνήμη τον Νίκο Καζαντζάκη. Απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για αφορισμό του, ο κορυφαίος συγγραφέας είχε γράψει: «Μου δώσατε μια κατάρα, Αγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Καθώς η σημερινή Ελλάδα αναζητεί εναγωνίως αυτή την καθαρότητα και το ήθος, το παρακάτω απόσπασμα από το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» μιλάει από μόνο του: «...ο Αλλάχ έπλασε το Ρωμιό, μα ευτύς, ως τον είδε, το μετάνιωσε, είχε ένα μάτι, ο αφιλότιμος, που τρυπούσε ατσάλι. “...να κάμω τον Τούρκο, να σφάξει το Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του”. Επιασε το λοιπόν μέλι και μπαρούτι, τα μάλαξε καλά καλά, έφτιασε τον Τούρκο. Κι’ ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σ’ ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν. Πάλευαν, πάλευαν, από το πρωί ώς το βράδυ, κανένας δεν έριχνε κάτω τον άλλο, μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος ο Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος!
“Ο διάολος να με πάρει την έπαθα πάλι, μουρμούρισε ο Αλλάχ, τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο... Τι να κάμω;” Ολη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης, μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του: “Βρήκα! Βρήκα!” φώναξε, έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, και έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό, και τους έβαλε στο ταψί να παλέψουν. Αρχισε το πάλεμα, τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος, μπηχτές ο ένας, μπηχτές κι ο άλλος... Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν... Κι’ ακόμα παλεύουν! Κι’ έτσι ο κόσμος, Μπραϊμάκι μου, βρήκε την ησυχία του».Kathimerini.
Comments