Αριστερά υπό παραίτηση
Πηγή: The Economist, επιμέλεια, Δημήτρης Θωμάς - 16/12/2008
Tο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο αντιμετώπισε έναν εξαιρετικά ασθενή εξωτερικό ανταγωνισμό
Σήμερα εγείρονται ερωτήματα για την πολιτική υγεία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, καθώς η οικονομική ύφεση που βαθαίνει, δεν ενισχύει τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολλοί αναρωτιούνται το γιατί. Εξάλλου, οι τελευταίες οικονομικές εξελίξεις εξέθεσαν την “ψύχωση” των Άγγλο – Σαξόνων με τις ελεύθερες αγορές, η οποία τώρα χαρακτηρίζεται ως “τρέλα”, αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν οι απανταχού “αριστεριστές”. Σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο οι άλλοτε κραταιοί μεγιστάνες εκλιπαρούν για κρατικές ενισχύσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι ψηφοφόροι δεν στρέφονται μαζικά προς τα κεντροαριστερά κόμματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Πρόσφατα, η γαλλική αριστερή εφημερίδα Liberation, “παραπονέθηκε ότι αυτό δεν αποτελεί μόνον παράδοξο αλλά και αδικία”.
Για να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει, θα πρέπει να εξετάσουμε το μανιφέστο που υιοθέτησαν τα κεντροαριστερά κόμματα της Ευρώπης, για τις επόμενες εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο. Το μανιφέστο είναι αρκετά αιχμηρό, και κατηγορεί τους Συντηρητικούς για “τυφλή πίστη στην ελεύθερη αγορά”. Υπό την ομπρέλα του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών(PES), η Αριστερά προωθεί πολλούς νέους κανονισμούς για τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, περιλαμβανομένων και “συγκεκριμένων ορίων για το υπερβολικό επιχειρηματικό ρίσκο και το χρέος”. Βέβαια στο μανιφέστο δεν εξηγείται με ποιόν τρόπο και από ποιους ελεγκτικούς μηχανισμούς θα εντοπίζεται το “υπερβολικό ρίσκο”. Πολλές βέβαια τράπεζες θα ήθελαν να γνωρίζουν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Στο μανιφέστο των Σοσιαλιστών υπάρχει ένα μοτίβο που προσφέρει ένα “δρόμο μακριά από τις αγορές χωρίς κανόνες που θα ρυθμίζονται πλέον από την σοφία των δημοσίων αρχών”. Σε αυτό όμως ακριβώς το σημείο εστιάζεται το πρόβλημα της Αριστεράς. Το πραγματικό πρόβλημα δεν οριοθετείται από το “μανιχαϊστικό” σχήμα, αγορά εναντίον του κράτους. Ακόμη και πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση το σχήμα αυτό δεν μπορούσε να σταθεί. Κάθε καπιταλιστική οικονομία χαρακτηρίζεται από ένα μίγμα κρατικής παρέμβασης και φιλελευθερισμού. Τώρα που τράπεζες κρατικοποιούνται μερικώς ή ολικώς, και δίδονται χρήματα ως πακέτα διάσωσης σε μεγάλες βιομηχανίες, τα όρια μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής “σφαίρας επιρροής” είναι πλέον δυσδιάκριτα, σχεδόν σε όλες τις χώρες και σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Αντίθετα το μεγάλο πλέον χάσμα αφορά την παγκοσμιοποίηση και το αν πρέπει ή όχι να προωθηθεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ διαφορετικών χωρών. Σε αυτό το μέτωπο το μανιφέστο των Σοσιαλιστών έχει βαλτώσει. Εδώ το μανιφέστο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η μακροσκελέστερη επιστολή παραίτησης της ιστορίας.
Καθώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες υποκύπτουν διαδοχικά στην σφοδρή επίθεση της οικονομικής ύφεσης, αυτό που φοβίζει ή και εξαγριώνει περισσότερο τους απανταχού εργαζόμενους, είναι να χαθούν θέσεις εργασίες λόγω του ανταγωνισμού από άλλες χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Το μανιφέστο των ευρωπαίων Σοσιαλιστών “χορεύει” γύρω από το ζήτημα αυτό. Το μανιφέστο μιλά για “διαχείριση της παγκοσμιοποίησης προς όφελος όλων”, και προτρέπει στην “στρατολόγηση όλων των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το μέγεθος της αγοράς της και η δύναμη των εργαζομένων με υψηλή εξειδίκευση, για την “προστασία των υψηλών κοινωνικών προτύπων και δικαιωμάτων”. Δεν υπόσχεται όμως να σταματήσουν οι απολύσεις και το κλείσιμο των εργοστασίων.
Η σιωπή πάνω στο ζήτημα αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, τα κεντροαριστερά κόμματα της Ευρώπης είναι διχασμένα σχετικά με τους τρόπους προστασίας των θέσεων εργασίας. Στην προπαρασκευαστική συνάντηση των Σοσιαλιστών για το μανιφέστο, στη Μαδρίτη, κάποια από τα ευρωπαϊκά κόμματα ζήτησαν τη διατύπωση θέσεων που θα πρόκριναν τον περιορισμό της ελεύθερης διακίνησης εργαζομένων μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως επισημαίνει ο Ντένις ΜακΣέιν, εκπρόσωπους του βρετανικού Εργατικού Κόμματος στο Κόμμα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Εκπρόσωποι όμως χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν χαμηλό κόστος παραγωγής και εργασίας, απορρίπτουν τις ιδέες αυτές και επιμένουν ότι η “ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και εργαζομένων είναι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο τέλος οι ηγέτες του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, “μαγείρεψαν” τις θέσεις του κόμματος τους, καταλήγοντας στην φτωχή επίσημη θέση ότι “τα αποδυναμωμένα κοινωνικά δικαιώματα και μειωμένα πρότυπα, όπως και οι περικοπές των μισθών, δεν θα πρέπει να δίνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε κάποια χώρα, εις βάρος μιας άλλης ή των εργαζομένων.
Στη Βρετανία και τις σκανδιναβικές χώρες, έχουν αλλάξει προσανατολισμό, επιδιώκοντας κυρίως την προστασία του εργαζόμενου ατομικά, και λιγότερο της θέσης εργασίας καθεαυτής, με μεθόδους όπως η αμειβόμενη επανεκπαίδευση σε περίπτωση απόλυσης. Σε άλλες χώρες, οι Σοσιαλιστές υποστηρίζουν ότι η δύναμη του κράτους μπορεί και πρέπει να προστατεύσει απευθείας τους εργαζόμενους. Στη Γαλλίας για παράδειγμα, κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να απαγορευθεί σε εταιρείες που παρουσιάζουν κέρδη να κάνουν απολύσεις. Στην Πορτογαλία, μιας από τις τέσσερις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κεντροαριστερή κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός έδωσε στη δημοσιότητα σχέδια για επιδότηση μισθών σε αυτοκινητοβιομηχανίες, για τουλάχιστον ένα χρόνο, καθώς αναδιαρθρώνονται οι γραμμές παραγωγής των εργοστασίων.
Οι στρατηγικές όμως αυτές δυστυχώς έχουν σχέση με την δεύτερη αιτία της σιωπής του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Και αυτή είναι ότι οι προσπάθειες, τα μέτρα και οι στρατηγικές για αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση, σπάνια λειτουργούν αποδοτικά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Υπό συνθήκες χρεοκοπίας, τα εργοστάσια αργά ή γρήγορα θα κλείσουν, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων και τις παρεμβάσεις των πολιτικών.
To πιο ακριβό τρόπαιο της Αριστεράς, είναι το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, που είναι ένας ιστός από εργατικούς νόμους που προσφέρουν “έναν υψηλό βαθμό κοινωνικής προστασίας και ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας”. To μοντέλο αυτό γεννήθηκε την περίοδο της μεταπολεμικής οικονομικής ανάκαμψης, κατά την οποία το επίπεδο ζωής ανέβηκε κατακόρυφα σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη. Στο βιβλίο του “Postwar” (Μεταπολεμικά), ο εγκατεστημένος στη Νέα Υόρκη, ακαδημαϊκός, Τόνι Τζουντ, παραθέτει πολλούς από τους παράγοντες της οικονομικής ανάκαμψης, εκείνης της περιόδου. Οι κυβερνήσεις της μεταπολεμικής εποχής εγκατέλειψαν τον οικονομικό και εμπορικό προστατευτισμό, οι άνθρωποι άρχισαν να κάνουν πολλά παιδιά, η ενέργεια ήταν φθηνή, και η Ευρώπη έπρεπε να κάνει μεγάλα άλματα. Το 1957, μόνον το 2% των ιταλικών νοικοκυριών είχαν ψυγείο, ενώ το 1994 το ποσοστό έφτασε το 94%.
Ουσιαστικά, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο αντιμετώπισε έναν εξαιρετικά ασθενή εξωτερικό ανταγωνισμό. Το 1960, ένας εργάτης αυτοκινητοβιομηχανίας στην τότε Δυτική Γερμανία δεν είχε να φοβηθεί τίποτε από την ανατολική Ευρώπη και την Ασία. Τα Skoda και τα Nissan ήταν πραγματικά “φρικτά”. Οι κινέζοι εργάτες είχαν παγιδευτεί στην “τρέλα του Μάο”. Όταν η Κίνα, η Ινδία και οι πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες, εντάχθηκαν στο καπιταλιστικό σύστημα, τριάντα χρόνια αργότερα, η δεξαμενή του εργατικού δυναμικού είχε μεγαλώσει, από το 1,5 δισεκατομμύρια στα 3 δισεκατομμύρια εργάτες. Η αύξηση αυτή ονομάστηκε η “ο μεγάλος διπλασιασμός” από τον Ρίτσαρντ Φρίμαν, οικονομολόγο του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Ποτέ ξανά οι εργαζόμενοι της δυτικής Ευρώπης δεν θα ξαναζήσουν μέσα σε ένα κόσμο με τόσο αδύναμο διεθνή ανταγωνισμό. Οι “τίμιοι και ειλικρινείς” ευρωπαίοι πολιτικοί αυτό το γνωρίζουν, όπως κατά βάθος το γνωρίζουν και οι περισσότεροι ψηφοφόροι. Γι αυτό και ο αριθμός των ανθρώπων που είναι μέλη συνδικάτων εξακολουθεί να μειώνεται. Γι αυτό και η “επικρατούσα Αριστερά” δεν μπορεί να υποσχεθεί, με αξιοπιστία την ανάσχεση ή και αντιστροφή της Παγκοσμιοποίησης, ενώ προτιμά να αποδίδει την άσχημη διεθνή οικονομική κατάσταση στον “αναποτελεσματικό έλεγχο των άναρχων αγορών”. H επίθεση όμως στις αγορές δεν αποτελεί αποκλειστική θέση της Αριστεράς, όπως αποδεικνύουν και οι θέσεις του “κεντροδεξιού” προέδρου της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί. Η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά “υποφέρει επειδή πεθαίνει η λογική που η ίδια απέκτησε κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Αν η Αριστερά δεν καταφέρει να βρεί και να υποστηρίξει ένα πιο ξεκάθαρο μήνυμα που θα “αγκαλιάζει με σαφήνεια την παγκοσμιοποίηση”, θα υποστεί το τελευταίο θανάσιμο πλήγμα από την παρούσα οικονομική κρίση.
Comments