The Guardian Αναρωτιέμαι πόσοι από αυτούς που τον Μάιο του 1997 πανηγύριζαν για τη νίκη του νεαρού τότε πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, θα μπορούσαν να φανταστούν ότι μια δεκαετία αργότερα, εκείνος θα κατέληγε στο διοικητικό συμβούλιο της J.P. Morgan. Μολονότι πολλοί πρώην πρωθυπουργοί εκμεταλλεύονται το αξίωμα που κατείχαν για να βγάλουν το μεροκάματό τους μετά την απόσυρσή τους, η πλεονεξία του Μπλερ είναι παροιμιώδης. Λίγους μήνες αφότου άφησε την Ντάουνινγκ Στριτ, υπέγραψε ένα παχυλό συμβόλαιο με εκδοτικό οίκο για να γράψει τα απομνημονεύματά του. Χρεώνει 250.000 δολάρια για κάθε ομιλία του, ενώ πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι θα παράσχει «συμβουλευτικές υπηρεσίες» στην επενδυτική τράπεζα J.P Morgan, αντί 1.000.000 δολαρίων τον χρόνο. Η σχέση του Μπλερ με το χρήμα εξηγεί γιατί η Αριστερά ανέκαθεν τον παρεξηγούσε. Σκεπτόμενοι κατά παράδοση ιδεολογικά, οι αριστεροί διανοούμενοι τον έβλεπαν πάντοτε ως ένα κούκο που κατέλαβε τη φωλιά τους. Πήρε δηλαδή τον έλεγχο του Εργατικού Κόμματος για να το οδηγήσει στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Η εκτίμηση αυτή είναι εν μέρει ορθή, μόνο που αγνοεί μια σημαντική παράμετρο. Οι Νέοι Εργατικοί του Μπλερ δεν ήταν ούτε αριστεροί ούτε δεξιοί. Αντιθέτως, ο πολιτικός τους λόγος στερούνταν κάθε ιδεολογικού περιεχομένου. Ενώ λοιπόν ο συντηρητικός ιστορικός Αντριου Ρόμπερτς εξαίρει τον ρόλο του Μπλερ στην «καταστροφή του σοσιαλισμού», στην ουσία χάνει το βαθύτερο νόημα της πολιτικής του πρώην Βρετανού πρωθυπουργού. Ο Μπλερ ποτέ δεν κατάλαβε τις έριδες γύρω από το ζήτημα της σοσιαλδημοκρατίας, απλώς μισούσε τους Εργατικούς. Δεν ήταν ιδεολογικά πεπεισμένος για την ανωτερότητα της οικονομίας της αγοράς, απλώς λάτρευε τον πλούτο. Αυτό είναι και το πλέον χαρακτηριστικό και διαχρονικό γνώρισμα της προσωπικότητάς του. Ως θρησκευόμενος, αγγλικανός αρχικά και εσχάτως καθολικός, θα έπρεπε να γνωρίζει τον λόγο της Καινής Διαθήκης. Φαίνεται όμως ότι αντιλαμβανόταν το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο με το δικό του, αντεστραμμένο, τρόπο. Από τότε που ανέβηκε στην εξουσία, ποτέ δεν αρνήθηκε τις αμφιλεγόμενες εισφορές εύπορων επιχειρηματιών στο Εργατικό Κόμμα. Η μανία του με το χρήμα όμως δεν περιοριζόταν σε κομματικούς σκοπούς. Ποτέ δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για όσους ευτύχησαν να αποκτήσουν πολλά λεφτά, ούτε την απογοήτευσή του που δεν ήταν ένας από αυτούς, αλλά ούτε, τέλος, και την αποφασιστικότητά του να τους μοιάσει κάποτε. Οταν μετακόμισε στο πρωθυπουργικό μέγαρο, ο περιώνυμος σύμβουλός του, Αλαστερ Κάμπελ, τον συμβούλεψε να πουλήσει το σπίτι του, προκειμένου να μην αναγκαστεί να το νοικιάσει σε κανέναν που να βρεθεί μπλεγμένος αργότερα σε κάποιο σκάνδαλο. Ηταν η χειρότερη συμβουλή που είχε πάρει ποτέ από τον Κάμπελ (και αυτό από μόνο του λέει πολλά), καθώς οι τιμές των ακινήτων εκτινάχθηκαν στη συνέχεια. Αργότερα, αγόρασε ένα διαμέρισμα αξίας 5 εκατομμυρίων ευρώ στο Λονδίνο και κανείς δεν αναρωτήθηκε πού βρήκε τα λεφτά, αφού η πρωθυπουργική αποζημίωση δεν αρκεί από μόνη της για τέτοιες επενδύσεις. Η απάντηση είναι απλή: γνώριζε ότι μετά το τέλος της θητείας του, θα μπορέσει να εξαργυρώσει τον ίδιο του τον εαυτό, όχι λόγω των ικανοτήτων του ή των γνώσεων που κατέχει, αλλά απλώς και μόνο επειδή είναι ο Μπλερ. Παρά το γεγονός ότι η J.P Morgan έχει πληγεί από την πιστωτική κρίση στα στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου, αυτό δεν σημαίνει ότι οι διοικούντες της είναι ανόητοι. Δίνουν πολλά χρήματα για να εντάξουν στο προσωπικό της έναν άνθρωπο που ξέρει να «πουλάει τον εαυτό του» και όπως δήλωσε ο ίδιος «πάντα τον ενδιέφερε το εμπόριο». Αναφερόμενος στην πομπώδη αποχαιρετιστήρια ομιλία του από την πρωθυπουργία τον περασμένο Μάιο, ο Αλαν Μπένετ από την London Review of Books, παρατήρησε «ότι σημασία για τον Μπλερ δεν είχε το αξίωμα, αλλά το πνευματικό του ταξίδι». Αναρωτιέμαι σήμερα αν αντί για πνευματικό, το ταξίδι του Μπλερ είναι απλώς οικονομικό. |
Comments