Του Νικου Kαραμουζη
Ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα δέχεται τους τελευταίους μήνες μια πρωτοφανή σε ένταση και διάρκεια επίθεση απαξίωσης και ενοχοποίησης. Μια κοινωνία αγανακτισμένη, φοβισμένη, απογοητευμένη, χωρίς πυξίδα, χωρίς ηγετική καθοδήγηση και όραμα, χωρίς αντιστάσεις και κοινωνική συνοχή, σ’ ένα κλίμα κατάπτωσης αρχών και αξιών ψάχνει και καθοδηγείται όχι για ενωτικές λύσεις από τα αδιέξοδα, αλλά για εξεύρεση εξιλαστήριων θυμάτων και απόδοση ευθυνών.
Το πολιτικό σύστημα επιχειρεί να μεταφέρει το κέντρο βάρους των συζητήσεων και των ευθυνών για την τρέχουσα αρνητική συγκυρία, από την αποτυχία της πολιτικής, των θεσμών, του κράτους, τη δική μας συλλογική αποτυχία, κυρίως στις τράπεζες και το τραπεζικό σύστημα.
Σε μια εποχή που ο τραπεζικός κλάδος απαιτεί καθαρό και συλλογικό λόγο, ηγετικές πρωτοβουλίες και ειλικρινή διάλογο με το κράτος, αλλά κυρίως με την κοινωνία και τους φορείς της, η συλλογική δράση και έκφραση στον κλάδο έχει υποκατασταθεί από ατομικές στρατηγικές και επιδιώξεις.
Η ΟΤΟΕ σιωπά μπροστά στην πρωτοφανή επίθεση, προσδοκώντας κρατικοποιήσεις και μεγαλύτερη επιρροή, ικανοποιημένη που οι κοινωνικοί εταίροι «τιμωρούνται» για την προσέγγισή τους στα εργασιακά θέματα. Αγνοούν κοντόφθαλμα ότι αν ο κλάδος χάσει τον δυναμισμό, την προοπτική και την κερδοφορία του, οι δυνατότητες για ένα καλύτερο αύριο θα έχουν χαθεί οριστικά.
Eνα κερδοσκοπικό παιχνίδι χρηματιστηριακής απαξίωσης του εγχώριου τραπεζικού κλάδου έχει στηθεί, κυρίως από διεθνή μέσα ενημέρωσης και ξένες τράπεζες, χρεοκοπημένες στην πλειοψηφία τους, βασισμένο σε πρόχειρες αναλύσεις και ατεκμηρίωτες καταστροφικές προβλέψεις των δικών τους αναλυτών, για τους κινδύνους των τραπεζών στην Ανατολική Ευρώπη, όταν πριν από μερικούς μήνες έλεγαν ακριβώς τα αντίθετα. Η επίθεση διευκολύνεται από τη χωρίς μέτρο απαξιωτική καθημερινή συζήτηση για τις τράπεζες στα εγχώρια μέσα ενημέρωσης και τα κόμματα και την προτροπή - απειλή για κρατικοποίησή τους για να δώσουν δάνεια και να ασκηθεί ο καλούμενος κοινωνικός έλεγχος, είτε έχουν πρόβλημα είτε όχι.
Για να είμαστε ειλικρινείς, σε αυτή την ιστορική και κρίσιμη εποχή, πρέπει να κάνουμε κι εμείς στις τράπεζες την αυτοκριτική μας, ώστε να συμβάλουμε όλοι, με αμοιβαίες θυσίες και υποχωρήσεις, στην επιτυχή έξοδο από την κρίση.
Οι τράπεζες απέτυχαν να πείσουν τα τελευταία χρόνια την κοινωνία για τη συμβολή και τον ουσιαστικό τους ρόλο στην ανάπτυξη του τόπου, στην απασχόληση, στην ευημερία, στη διεθνοποίηση της χώρας. Χάσαμε τη μάχη με την κοινωνία, δεν μπορέσαμε να κερδίσουμε την εκτίμηση και την αναγνώριση του πολίτη για τον ρόλο μας. Ενώ η εικόνα μας χειροτέρευσε, δεν αντιδράσαμε, δεν είχαμε τα απαραίτητα αντανακλαστικά, δεν απαντήσαμε με θάρρος και ειλικρίνεια στα ζητήματα που έθετε η κοινωνία.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι ο τραπεζικός κλάδος έχει συμβάλει ουσιαστικά και καθοριστικά στην ανάπτυξη και τη διεθνοποίηση της χώρας. Δώσαμε την ευκαιρία σε χιλιάδες επιχειρήσεις κάθε μεγέθους να επενδύσουν, να εκσυγχρονιστούν, να διεθνοποιηθούν, να πραγματοποιήσουν τα επιχειρηματικά τους σχέδια, να διαχειριστούν κινδύνους, δημιουργώντας παράλληλα χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, βελτίωση αμοιβών, μερίσματα και επιπρόσθετα φορολογικά έσοδα. Προσφέραμε την ευκαιρία σε χιλιάδες νοικοκυριά να αποκτήσουν πρώτη και δεύτερη κατοικία, διαρκή αγαθά, να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Χρηματοδοτήσαμε τα μεγάλα και μικρά δημόσια και ιδιωτικά έργα, τα έργα υποδομής. Αναπτύξαμε σύγχρονες ανταγωνιστικές υπηρεσίες και προϊόντα παρά τις υπερβολές, που ενίοτε σημειώθηκαν.
Διαχειριστήκαμε με ευθύνη και σεβασμό τις αποταμιεύσεις, που μας εμπιστεύθηκαν οι πελάτες μας. Μείναμε μακριά από κερδοσκοπικές τοποθετήσεις υψηλού κινδύνου.
Οι τράπεζες, αντιλαμβανόμενες από νωρίς την ιστορική ευκαιρία, που προσφέρουν οι γειτονικές οικονομίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Eνωσης, αναπτύχθηκαν και επένδυσαν στην περιοχή, ακολουθώντας το ελληνικό επιχειρηματικό κεφάλαιο, διεθνοποιήθηκαν και εφήρμοσαν στρατηγική εξωστρέφειας.
Θα είναι ιστορικό και εθνικό επιχειρηματικό λάθος μεγάλης εμβέλειας για τη χώρα, αν η σημερινή κρίση μας οδηγήσει σε απόσυρση και εγκατάλειψη της στρατηγικής μας στην περιοχή.
Οι ελληνικές τράπεζες ανέλαβαν, κατά τη γνώμη μου, λελογισμένους κινδύνους και οι όποιες περιορισμένες υπερβολές δεν πρέπει να μηδενίζουν τη συνολική συμβολή και προσπάθεια. Βρισκόμαστε, σήμερα κατηγορούμενοι ότι δεν προβλέψαμε, όπως και κανένας άλλος σχεδόν στον κόσμο, ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η διεθνής οικονομία θα έφθαναν στο χείλος του γκρεμού σε μερικούς μόνο μήνες.
Με την πρώτη κρίση, «οι ποδοσφαιριστές της πολυθρόνας», οι κουτοπόνηροι του τόπου, οι λάτρεις της εσωστρέφειας, του προστατευτισμού, του κρατισμού και της περιθωριοποίησης έπιασαν δουλειά με μεγάλη αυστηρότητα και χωρίς επιείκεια επικρίνουν εκ των υστέρων και με γνώση του τρέχοντος περιβάλλοντος τις επιλογές τού χθες των άλλων.
Αλλά ποια είναι, πραγματικά, η σημερινή κατάσταση;
Πρώτον, οι ελληνικές τράπεζες, είτε από τύχη είτε από ικανότητα, δεν επηρεάσθηκαν από τις πρωτογενείς αιτίες της διεθνούς κρίσης, γιατί δεν είχαν έκθεση σε «τοξικά» προϊόντα και κερδοσκοπικές χρηματοδοτήσεις. Επικεντρώθηκαν, κυρίως, στη χρηματοδότηση των πελατών τους. Το κύριο πρόβλημα είναι οι δευτερογενείς επιπτώσεις της διεθνούς τραπεζικής κρίσης και κυρίως η δυσλειτουργία των διεθνών κεφαλαιαγορών που έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή παγκόσμια και εγχώρια κρίση ρευστότητας και εμπιστοσύνης και σε οικονομική ύφεση, που απειλούν και τη χώρα μας.
Σε χώρες όπως η Ελλάδα, με σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, το χρόνιο και σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, πάνω από 40 δισ. ετησίως, συνοδεύεται εξ ορισμού με καθαρή εκροή ρευστότητας στο εξωτερικό για πληρωμές. Η εκροή αυτή αντισταθμιζόταν πριν από την κρίση από τη διεθνή εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων, τον δανεισμό των τραπεζών και τον δανεισμό του Δημοσίου. Μετά την κρίση, το πρόβλημα ρευστότητας έγινε οξύτατο, διότι οι παραπάνω ιδιωτικές εισροές κεφαλαίων έχουν αντιστραφεί, δημιουργώντας συνθήκες ασφυξίας. Οι ανάγκες σε ρευστότητα της χώρας καλύπτονται, έτσι αναγκαστικά μέσω δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, τμήμα του οποίου χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση των υψηλών δανειακών αναγκών του δημόσιου τομέα, δανεισμού που έφτασε πρόσφατα τα 42 δισ. και επίσης από τον δανεισμό του Δημοσίου στις διεθνείς αγορές.
Λόγω των παραπάνω εξελίξεων, τα επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα είχαν φθάσει μέχρι πρόσφατα στα πρωτοφανή επίπεδα των 3 - 4 ποσοστιαίων μονάδων πάνω από τα αντίστοιχα διατραπεζικά, με αποτέλεσμα οι καταθέτες να εισπράττουν επιπρόσθετους τόκους δισεκατομμυρίων και το κόστος χρήματος να αυξάνεται.
Επιπροσθέτως, το Δημόσιο με τη διάθεση τίτλων με υψηλές αποδόσεις απευθείας στο επενδυτικό κοινό στην Ελλάδα ανταγωνίζεται ευθέως τις τράπεζες, ύστερα από πολλά χρόνια, στην προσέλκυση της περιορισμένης εγχώριας ρευστότητας, ενώ Οργανισμοί και τράπεζες, απόλυτα ελεγχόμενοι από το Δημόσιο, κατά περίεργη πρακτική, προσφέρουν υπερβολικά υψηλά επιτόκια καταθέσεων, παρότι έχουν, ήδη, υψηλή ρευστότητα, επιδεινώνοντας το πρόβλημα.
Δεύτερον, το περίφημο πακέτο των 28 δισ., οι τράπεζες δεν το έλαβαν δωρεάν. Οι τράπεζες πληρώνουν 10% ετησίως στο κράτος για τα αντλούμενα κεφάλαια και προσφέρουν εξασφαλίσεις και προμήθειες μέχρι 1% για τις εγγυήσεις και τις άλλες διευκολύνσεις που παρέχονται. Είναι γεγονός ότι η χρήση του πακέτου έχει γίνει μόνο κατά 20% - 25%. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι το ίδιο το Δημόσιο πληρώνει ακριβά για να δανειστεί στις διεθνείς αγορές, με spread ρεκόρ ύψους 2,0 και 2,5 εκατοστιαίων μονάδων πάνω από τη διατραπεζική αγορά. Ετσι το τελικό κόστος δανεισμού στις αγορές για τις τράπεζες με την εγγύηση του Δημοσίου μπορεί να φθάσει και τις 3,5 με 4 εκατοστιαίες μονάδες, ύψος απαγορευτικό για χρηματοδοτήσεις.
Τρίτον, κατηγορούνται οι τράπεζες ότι δεν δίνουν δάνεια, «ότι κάθονται» πάνω στα 28 δισ. Είναι σαν να κατηγορείς τον φούρναρη ότι δεν θέλει να πουλάει ψωμί. Κατ’ αρχάς, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρά την έλλειψη ρευστότητας εκταμίευσε 5,2 δισ. νέα δάνεια το δ΄ τρίμηνο 2008, σε αντίθεση με την αρνητική μεταβολή δανείων στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση!! Επιπλέον, οι εκταμιεύσεις του ΤΕΜΠΕ ξεπέρασαν το 1,8 δισ. παρότι το πρόγραμμα εκλαμβάνεται ατυχώς από τους πελάτες πιο πολύ ως εφάπαξ ενίσχυση παρά ως δάνειο προς επιστροφή.
Επίσης, όταν ξεκίνησε η κρίση, οι ξένες τράπεζες «εγκατέλειψαν» τη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων, της ναυτιλίας και των μεγάλων έργων και το κενό γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί από τις ελληνικές τράπεζες παρά τις δυσκολίες. Τίθεται, λοιπόν, στα νέα διεθνή δεδομένα το στρατηγικό θέμα της διατήρησης της ελληνοκεντρικότητας του κέντρου λήψης των αποφάσεων στις τράπεζες σαν ασπίδα προστασίας απέναντι στις διακυμάνσεις και τις κρίσεις της διεθνούς οικονομίας.
Αγνοείται, επίσης, η πραγματικότητα ότι η ζήτηση δανείων έχει μειωθεί δραστικά γιατί η οικονομική ανάπτυξη της χώρας επιβραδύνεται σοβαρά, όπως σε όλο τον κόσμο. Η αρνητική ψυχολογία και το κακό κλίμα, η ανασφάλεια και ο φόβος της ανεργίας λειτουργούν επιταχυντικά στη μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Αν δεν ενισχυθεί η συνολική ζήτηση της οικονομίας στην Ελλάδα με μέτρα επεκτατικής οικονομικής πολιτικής, αν δεν δημιουργήσουμε ελκυστικό περιβάλλον και κλίμα εμπιστοσύνης για την προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων, αν δεν αποκατασταθεί η λειτουργία των διεθνών κεφαλαιαγορών και του τραπεζικού συστήματος και αν δεν ανακάμψει η διεθνής οικονομία, η τελική ζήτηση των δανείων και η ρευστότητα θα παραμείνουν περιορισμένες και η οικονομία στην Ελλάδα θα υπολειτουργεί.
Να σημειώσουμε εδώ ότι, όντως, οι τράπεζες οφείλουν και είναι πιο επιφυλακτικές στη χορήγηση δανείων και αξιολογούν με αυστηρότερα κριτήρια τις εγκρίσεις χρηματοδοτήσεων στο σημερινό περιβάλλον της οικονομικής ύφεσης και κρίσης. Αυτό επιβάλλει η ευθύνη μας έναντι των καταθετών και των μετόχων μας, που μας εμπιστεύθηκαν τις αποταμιεύσεις τους και τις οποίες και διαχειριζόμαστε.
Τέταρτον, αναπτύχθηκε μια ολόκληρη φιλολογία για το πακέτο των 28 δισ, να μην πάει στις θυγατρικές των τραπεζών στο εξωτερικό, λες και δεν καταλαβαίνουν ότι αν καταρρεύσει μια ή περισσότερες θυγατρικές ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό, η μητέρα τράπεζα και οι άλλες τράπεζες στην Ελλάδα δεν θα μείνουν αλώβητες. Λες και δεν γνωρίζουν ότι οι επενδύσεις και οι χρηματοδοτήσεις ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων στην περιοχή ξεπερνούν τα 60 - 70 δισ. και ότι η οικονομική κατάρρευση των χωρών της περιοχής θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Λες και δεν αντιλαμβάνονται ότι το ολοένα αυξανόμενο κομμάτι των εξαγωγών (30%) και του τουρισμού μας σχετίζεται με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και οι αρνητικές επιπτώσεις σημαντικής επιβράδυνσής τους θα είναι τεράστιες για τη χώρα μας.
Αντί να λάβουμε ηγετικές πρωτοβουλίες στην περιοχή και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, επιλέξαμε, αρχικά, την εσωστρέφεια και το κακώς νοούμενο στενό μας συμφέρον. Οι λαοί, οι κυβερνήσεις και οι Αρχές θα θυμούνται μετά την κρίση, τη δική μας κοντόφθαλμη στάση στα δύσκολα και στα κρίσιμα.
Η πρόσφατη εμπειρία διεθνώς και στην Ελλάδα έδειξαν ότι το πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών και των κεφαλαιαγορών σε περιβάλλον ανοικτών αγορών χρήζουν μεγάλων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, ενός νέου πλαισίου λειτουργίας, αυστηρότερης εσωτερικής και εξωτερικής εποπτείας, νέων κανόνων ρευστότητας, αποτελεσματικότερης διαχείρισης κινδύνων, αυστηρότερων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, ουσιαστικού εσωτερικού ελέγχου και λογοδοσίας, μεγαλύτερης διαφάνειας και ενημέρωσης, αναμόρφωσης του συστήματος αμοιβών, περιορισμού των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων και ευρύτερης κοινωνικής αναφοράς και ευθύνης.
Το χειρότερο, όμως, που μπορεί να συμβεί στη χώρα είναι η κρατικοποίηση του βασικού κορμού του τραπεζικού μας συστήματος και η εσωστρέφειά του, έστω και αν αυτό παραμένει βασικά υγιές, η μετατροπή του σε δημόσιο οργανισμό, με κατευθυνόμενες χρηματοδοτήσεις σε κλάδους και επιχειρήσεις, που επιλέγει το πολιτικό σύστημα και τα οργανωμένα συμφέροντα χωρίς αξιολόγηση κινδύνων με χειραγώγηση των στελεχών, με αναξιοκρατία, με καλλιέργεια νοοτροπίας ανευθυνότητας των δανειζομένων. Τότε θα επικρατήσουν χαλαρές πρακτικές αποπληρωμής των υποχρεώσεων, πρακτικές, που θα γενικευθούν στην κοινωνία, πιέσεις να τα δώσουμε όλα, με αποτέλεσμα οι συνεπείς πελάτες (το 97% των πελατών μας) και στο τέλος οι φορολογούμενοι να κληθούν να πληρώνουν τον λογαριασμό και το κονδύλι θα είναι δυσβάσταχτο για τη χώρα.
Η εμπειρία μας με κρατικές εταιρείες και τράπεζες στην Ελλάδα δεν είναι η καλύτερη δυνατή παρά τις όποιες φωτεινές εξαιρέσεις του κανόνα. Παρότι διεθνώς ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας δεν έκανε πάντα τις καλύτερες αξιολογήσεις κινδύνων και υπάρχουν κραυγαλέες αποτυχίες, ενώ η εποπτεία του δεν ήταν η αποτελεσματικότερη, οφείλουμε να αναμορφώσουμε ριζικά το ισχύον σύστημα αντί να επιλέξουμε υποδεέστερες και επικίνδυνες λύσεις. Οι κρατικοποιήσεις τραπεζών σε ένα ανοικτό ανταγωνιστικό σύστημα αγορών πρέπει να είναι προσωρινές λύσεις έσχατης ανάγκης, όταν οι ιδιωτικές λύσεις έχουν αποτύχει, όπως πρόσφατα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ανασυγκρότησης της χώρας.
Στο τέλος της ημέρας όλοι να θυμόμαστε ότι δανείζουμε τα χρήματα, που μας εμπιστεύθηκαν οι καταθέτες μας, που μέχρι 100.000 τα έχει εγγυηθεί το Δημόσιο, δηλαδή οι Ελληνες φορολογούμενοι και έχουμε ύψιστη θεσμική, νομική και ηθική υποχρέωση, αλλά και προσωπική ευθύνη να τα διαχειριστούμε με επιτυχία, διασφαλίζοντας την επιστροφή τους και την πληρωμή των τόκων στους δικαιούχους.
Στην τρέχουσα συγκυρία είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν ατυχώς και αποτυχίες επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Το τελευταίο, που επιζητούν οι τράπεζες, είναι να χρεωκοπήσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, γι’ αυτό επιδεικνύουν μεγάλη ευελιξία, κατανόηση και προσαρμοστικότητα έναντι των πελατών τους, που εμφανίζουν δυσκολίες αποπληρωμής και προσδοκούν ότι και οι πελάτες τους θα επιδείξουν συνυπεθυνότητα και θα συμβάλουν, επίσης, στη βιωσιμότητά τους.
Η ζωή έδειξε ότι οι ελεύθερες αγορές δεν αυτορρυθμίζονται και δεν αυτοδιορθώνονται, ιδιαίτερα στο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου κερδοσκοπικές φούσκες και υπερβολές θέτουν σε κίνηση επικίνδυνους αποσταθεροποιητές, φαύλους κύκλους και domino effects, που μεταφέρουν την κρίση με ένταση στην πραγματική οικονομία. Στη νέα διεθνή αρχιτεκτονική των οικονομιών και των αγορών που διαμορφώνεται, η αποτελεσματική και επιτελική παρέμβαση του κράτους είναι μια νέα πραγματικότητα.
Στην Ελλάδα, μπορούμε και οφείλουμε να διαμορφώσουμε μια νέα αποτελεσματική και παραγωγική ισορροπία μεταξύ κράτους, κοινωνίας και οικονομίας με τον ιδιωτικό τομέα να ηγείται της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας, με ένα γενναίο πρόγραμμα ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων και συνεπενδύσεων, με μια ουσιαστική αναμόρφωση και σοβαρό νοικοκύρεμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με ανάδειξη των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, με μεγάλες θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις και πρωτοβουλίες, με αποτελεσματική κοινωνική πολιτική και διεύρυνση των ευκαιριών και του κοινωνικού μισθού για τους ασθενέστερους, με ανάδειξη των μεγάλων αρετών, που μας διακρίνουν, με οδηγό την ιστορία και τον πολιτισμό μας, με πολιτικές και οράματα, που κινητοποιούν, που ενώνουν και δεν διχάζουν, που συστρατεύουν και δεν κομματικοποιούν, που βάζουν τη χώρα πάνω από μικροπολιτικές και προσωπικά συμφέροντα, με έμφαση στην εξωστρέφεια και τις ανοιχτές αγορές και κοινωνίες.
* Ο κ. Νίκος Καραμούζης είναι αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος Eurobank EFG, καθηγητής Τμήματος Χρηματοοικονομικής & Τραπεζικής Διοικητικής.
Comments