Το νέο μουσείο αφηγείται την ιστορία Οδηγεί τους επισκέπτες σ’ ένα ταξίδι στους αιώνες και τους επιτρέπει να δουν, λεπτομερώς, τον Παρθενώνα με νέα ματιά
Ενα χαμηλών τόνων κτίριο από έναν πληθωρικό αρχιτέκτονα, η εκτίμηση του Νικολάι Ουρούσοφ για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης.Του Νicolai Ouroussoff / The New York Times Κανένας λογικός αρχιτέκτονας δεν θα επιθυμούσε να συγκριθεί το κτίριό του με τον Παρθενώνα. Επομένως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που στέκεται στους πρόποδες ενός επιτεύγματος της ανθρώπινης ιστορίας, είναι ένα ήπιο έργο, ειδικά για τα δεδομένα του πληθωρικού Ελβετού αρχιτέκτονα Μπερνάρ Τσουμί. Aλλά τιθασεύοντας το εγώ του, ο κ. Τσουμί έκανε ένα εντυπωσιακό κατόρθωμα: ένα κτίριο που αποτελεί την ίδια στιγμή έναν αποκαλυπτικό στοχασμό πάνω στον Παρθενώνα και συνιστά ένα γοητευτικό έργο από μόνο του. Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο κτίριο που να σχολιάζει τόσο εύγλωττα μία άλλη αρχιτεκτονική σύνθεση. Οταν το νέο μουσείο θα ανοίξει τις πόρτες του τον επόμενο χρόνο, εκατοντάδες μαρμάρινα γλυπτά από το παλιό μουσείο δίπλα στην Ακρόπολη θα έχουν μεταφερθεί σ' ένα χώρο που θα μπορεί να τα στεγάσει όπως θα έπρεπε. Ομως, θα λείπουν περισσότερα από τα μισά διασωθέντα γλυπτά του Παρθενώνα, τα Ελγίνεια Μάρμαρα, όπως ονομάζονται μετά τη μεταφορά τους στο Λονδίνο από τον λόρδο Ελγιν στις αρχές του 19ου αιώνα. Η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας ισχυρίζεται ότι ανήκουν νόμιμα στο Βρετανικό Μουσείο και επιμένει πως δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Οι Ελληνες, φυσικά, υποστηρίζουν ότι ανήκουν στην Αθήνα. Εως τώρα έτεινα να είμαι πιο κοντά στις βρετανικές θέσεις. Οι περισσότερες από τις συλλογές των μεγάλων μουσείων του κόσμου περιλαμβάνουν αμφιλεγόμενες συμφωνίες κατά το παρελθόν. Γιατί να μπούμε σε μία ενοχλητική διαδικασία επιχειρώντας να σκαλίσουμε χιλιάδες χρόνια ιμπεριαλιστικής ιστορίας; Οι σοφοί άνθρωποι αποστρέφουν τα μάτια τους και προχωρούν μπροστά. Αλλά αναμειγνύοντας γλυπτική, αρχιτεκτονική και το αρχαίο τοπίο σε μία δυναμική, οπτική αφήγηση, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης προσφέρει μία καινούργια οπτική που υπερνικά τις δογματικές θέσεις. Είναι αδύνατον να στέκεσαι στις αίθουσες του τελευταίου ορόφου, με θέα τον ταλαιπωρημένο, ξεθωριασμένο από τον ήλιο, σκελετό χωρίς να λαχταράς την επιστροφή των μαρμάρων. Λιτό, αυστηρό Η ρητορική δύναμη του μουσείου ίσως να εκπλήσσει ανθρώπους που έχουν παρακολουθήσει το πρότζεκτ τα τελευταία έξι χρόνια. Ο κ. Τσουμί κέρδισε τον διαγωνισμό μ' ένα σχέδιο που έμοιαζε λιτό και αυστηρό σε σύγκριση με τις φανταχτερές συνθέσεις που είναι πολύ συχνό φαινόμενο στον σύγχρονο σχεδιασμό μουσείων. Το μουσείο όφειλε να κερδίσει περισσότερες από εκατό αγωγές πριν από την έναρξη της κατασκευής, περιλαμβανομένων και των διαφωνιών ως προς την τοποθεσία και για το αν η μεταφορά των γλυπτών έκρυβε κινδύνους. (Ντόπιοι ακτιβιστές παλεύουν τώρα για να σταματήσουν την κατεδάφιση δύο διατηρητέων κτιρίων -ένα αρ ντεκό διαμάντι κι ένα υποδεέστερο νεοκλασικό - που εμποδίζουν την οπτική επαφή ανάμεσα στο μουσείο και ένα αρχαίο αμφιθέατρο στους πρόποδες της Ακρόπολης.) Αλλά στο τέλος το αποτέλεσμα είναι ένα συμπαγές και λιτό κτίριο. Οταν το πρωτοκοίταξα φτάνοντας την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μία πεζοδρομημένη λεωφόρο που αρχίζει από την Πλάκα, έμοιαζε να αχνοσβήνει στην πυκνή μάζα της πόλης. Η πρόσοψή του, βαριές λωρίδες από γυαλί πάνω σε μία βάση από μπετόν, διάτρητη από στενά παράθυρα, έμοιαζε ήρεμη και διακριτική. Οσο πλησίαζα, οι φόρμες γίνονταν περισσότερο τολμηρές. Για να προστατευθούν τα ερείπια ενός αρχαίου χωριού που αποκαλύφθηκε στον χώρο κατά τη διάρκεια των εργασιών ανέγερσης του μουσείου, ολόκληρο το κτίριο υψώνεται πάνω σε τεράστιες κολόνες. Ενας υπερμεγέθης πρόβολος εξέχει πάνω από την κύρια είσοδο. Ακριβώς από πάνω, ο τελευταίος όροφος του μουσείου μοιάζει σαν να έχει πάρει μία ελαφριά στροφή, οι γωνίες του εξέχουν πάνω από την άκρη του προηγούμενου ορόφου σαν να γλιστράει στην κορυφή του κτιρίου. Aυτή η αστάθεια θέτει σε κίνηση μία προσεκτικά διατυπωμένη αφήγηση, οδηγώντας τους επισκέπτες σ' ένα ταξίδι στους αιώνες της ελληνικής ιστορίας κι επιτρέποντάς τους να δουν τον Παρθενώνα με φρέσκα μάτια. Ενα ελλειπτικό άνοιγμα στο δάπεδο της πλατείας προσφέρει μία άποψη των αρχαιολογικών ευρημάτων ακριβώς από κάτω. Από εκεί προχωράς σ' ένα χαμηλό, ημισκότεινο λόμπι και αμέσως αντικρίζεις μία τεράστια ράμπα που οδηγεί στις βασικές αίθουσες. Ο φωτισμός Φυσικός φωτισμός διαχέεται από ένα πλέγμα από μπετόν και γυαλί αρκετούς ορόφους πιο πάνω. Ο όροφος της ράμπας είναι ένας σκελετός από υαλοπετάσματα που επιτρέπει επιπλέον ματιές στα υπόγεια ευρήματα. Καθώς ανεβαίνεις, διασχίζεις μία σειρά από βάθρα με σμιλεμένες φιγούρες από γκρι μάρμαρο πριν φτάσεις σ' ένα αρχαϊκό αέτωμα από ασβεστόλιθο στην κορυφή της ράμπας. Η πομπή αντηχεί την ανάβαση στον Παρθενώνα που μεσουρανεί όταν κοντοστέκεσαι πριν από τις γυμνές κολόνες των Προπυλαίων ή στην είσοδο. Μόνο όταν στρίψεις και εισέλθεις στην κύρια αίθουσα αρχίζεις και αντιλαμβάνεσαι τη σημασία του ταξιδιού. Αυτός ο αχανής χώρος, σήμερα άδειος, σύντομα θα γεμίσει με γλυπτά θεών και άλλων μυθολογικών προσώπων που χρονολογούνται από τη μυκηναϊκή περίοδο και φτάνουν μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Ενα θραύσμα μαρμάρινου αετώματος που απεικονίζει την Αθηνά να παλεύει με τους Γίγαντες -ένα παράδειγμα του ασυγκράτητου, εκφραστικού στυλ που προηγήθηκε της ελεγχόμενης ζωντάνιας του Χρυσού Αιώνα- θα βρίσκεται στο τέλος της αίθουσας. Από εκείνο το σημείο περιστοιχίζεσαι από ακόμα περισσότερους ανελκυστήρες και κυλιόμενες σκάλες που οδηγούν στο εστιατόριο του ημιωρόφου και σε μία μικρή αίθουσα που θα στεγάσει ένα κιγκλίδωμα από τον Ναό της Αθηνάς στο οποίο απεικονίζεται η αρχαία θεά περιστοιχισμένη από φτερωτές Νίκες. H ακολουθία φέρνει στο μυαλό ένα κείμενο του Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αιζενστάιν, χρονολογημένο το 1940, όπου περιέγραφε την Ακρόπολη ως ένα από τα αρχαιότερα φιλμ εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο κινείσαι στον χώρο. «Είναι δύσκολο να φανταστείς μία σειρά από εικόνες για ένα αρχιτεκτονικό σύνολο που να έχει συντεθεί με περισσότερη απλότητα από την αντίστοιχη που δημιουργούν τα πόδια μας περπατώντας ανάμεσα στα μνημεία». Οπως και ο Αϊζενστάιν, ο κ. Τσουμί επιχειρεί να δημιουργήσει ένα κολλάζ οπτικών εμπειριών. Ο θεατής, αντί για την κάμερα, συλλέγει και επανασυναρμολογεί αυτές τις εικόνες κατά τη διάρκεια της πορείας του. Μόνο όταν φτάσεις στον προορισμό σου, όλα αυτά συγκροτούν ένα συνεκτικό όραμα. Η αίσθηση της προσμονής εκτοξεύεται καθώς εισέρχεσαι στις αίθουσες του τελευταίου ορόφου. Απηχούν τη διάταξη του ίδιου του Παρθενώνα με μία κιονοστοιχία. Οι ζωφόροι του ναού βρίσκονται σε μία αδιάλειπτη συνέχεια έτσι ώστε να μπορείς να παρακολουθείς την αφήγηση χωρίς διακοπές. Τα χαμένα αρχαία μέλη θα παραμείνουν κενά. Οσα βρίσκονται στο Λονδίνο θα αναπαραχθούν σε αντίγραφα, αλλά θα διακρίνονται από τα αυθεντικά μ' ένα διάφανο πέπλο. Ολόκληρος ο όροφος τυλίγεται από υαλοπετάσματα που επιτρέπουν την ανεμπόδιστη οπτική επαφή με την πόλη. Το επίτευγμα συνίσταται στον τρόπο με τον οποίο η αίθουσα συνταιριάζει ανόμοια γλυπτικά και αρχιτεκτονικά μέλη σ' ένα κατάλληλο πλαίσιο. Πρώτα μπαίνεις στη νότια πλευρά της αίθουσας όπου οι ζωφόροι και οι μετόπες του μουσείου συνδιαλέγονται με τις ταράτσες της Αθήνας. Καθώς γυρίζεις στη γωνία, ο Παρθενώνας εμφανίζεται ολόκληρος μπροστά σου. Το αρχαίο μνημείο μετεωρίζεται ανάμεσα στα τεράστια παράθυρα. Η ανατολική όψη του Παρθενώνα και τα γλυπτά που κάποτε την κοσμούσαν ενωμένα, σας επιτρέπει να σχηματίσετε την εικόνα του ναού όπως ήταν στην Αθήνα του Περικλή. Στο τέλος, κατεβαίνετε διασχίζοντας μία αλληλουχία μικρότερων αιθουσών, όπου η δόξα της Χρυσής Εποχής του Περικλή δίνει χώρο σε ρωμαϊκά αντίγραφα ελληνικών αρχαιοτήτων. Ο Παρθενώνας χάνεται από τα μάτια σου. Είναι μία μαγική εμπειρία. Περισσότερο από το να αναπαραστήσει ή απλά να αντηχήσει το κλασικό παρελθόν, ο κ. Τσουμί επιχειρεί ένα διάλογο ανάμεσα στους αιώνες. Στο Βρετανικό Μουσείο Μετέφερα μαζί μου αυτές τις σκέψεις καθώς έφτανα με μία απογευματινή πτήση στο Λονδίνο, λίγο μετά την επίσκεψη στο μουσείο. Το επόμενο πρωί κατευθύνθηκα στο Βρετανικό Μουσείο για να δω τα Ελγίνεια Μάρμαρα. Μέσα στη μακρόστενη Duveen Gallery αισθάνθηκα αμέσως μία σουβλιά γεμάτη πόνο. Τα Μάρμαρα ήταν καταπληκτικά, άλλα έδειχναν να υποφέρουν από νοσταλγία. Προκειμένου να δώσουν στους επισκέπτες τους μία αίσθηση του πώς βρίσκονταν στον Παρθενώνα, οι επιμελητές έχουν τοποθετήσει τις ζωφόρους αντικριστά στους δύο τοίχους, με τα αετώματα στο τέλος της αίθουσας. Ακόμα κι έτσι, τα «διαβάζεις» ως ξεχωριστά έργα τέχνης, όχι σαν κομμάτια μιας σύνθεσης. Η απεικόνιση της ουράς του αλόγου που φεύγει μπροστά και του αλόγου με το κεφάλι που πλησιάζει και το κενό κομμάτι ενδιάμεσα, σου κόβει την ανάσα. Αλλά είναι δύσκολο να αναπαραστήσεις πώς ήταν αυθεντικά τοποθετημένα στον Παρθενώνα. Η έλλειψη πλαισίου ενισχύθηκε από την απόφαση του λόρδου Ελγιν να τεμαχίσει τα έργα, μία βάρβαρη πράξη βανδαλισμού, προκειμένου να μεταφερθούν στο Λονδίνο. Με την επανασυναρμολόγηση των ερειπίων ενός επιτεύγματος του δυτικού πολιτισμού, ο λόρδος Ελγιν αφαίρεσε το νόημά τους. Ο βαθύς δεσμός των Μαρμάρων με τον πολιτισμό που τα γέννησε χάθηκε. Το μεγάλο επίτευγμα του κ. Τσουμί είναι να εκφράσει αυτήν την αλήθεια με ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο. Χωρίς στόμφο και υπερβολές, το κτίριό του αποτελεί από μόνο του επιχείρημα για την επιστροφή των Μαρμάρων. |
Comments