Ο γέροντας που έπαιζε λαούτο/ καθημερινή
The Guardian
Οι πάντες στο μπαρ Luda Kuca θυμούνται τον Ντράγκαν Ντάβιντ Ντάμπιτς. Τον ασπρομάλλη γιατρό, ο οποίος ζούσε σ’ ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στη γωνία και τα παιδιά τον φώναζαν «Αγιο Βασίλη». Ο άνθρωπος, ο οποίος τη Δευτέρα αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο πιο καταζητούμενος φυγόδικος στην Ευρώπη, ήταν τακτικός πελάτης του μπαρ. Θα περνούσε συχνά, για να πιει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και να περάσει λίγες ώρες γράφοντας και διαβάζοντας.
Εκ των υστέρων, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ήταν το αγαπημένο του στέκι. Οι τοίχοι και όλο το μπαρ του Luda Kuca (το όνομά του σημαίνει τρελοκομείο) είναι διακοσμημένο με το σερβικό πάνθεον –Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, Βόισλαβ Σέσελι, Ράτκο Μλάντιτς και βεβαίως Ράντοβαν Κάρατζιτς– ο καθένας τους κι ένας εθνικός ήρωας. Για τους σκληροπυρηνικούς πελάτες του, το γεγονός ότι έχουν την τιμή να κατηγορηθούν από το δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα πολέμου απλώς ενισχύει τη θέση τους ως πολεμιστών.
Κυκλοφορούσαν πολλές ιστορίες εκείνο το βράδυ για τον άνθρωπο, που οι θαμώνες ήξεραν ως δρ Ντάβιντ, ψυχίατρο ολιστικής ιατρικής και μυστικιστή. Αλλά η ιστορία για ένα χειμωνιάτικο βράδυ, ειδικότερα, είχε πάρει γρήγορα φολκλορικές διαστάσεις.
Εκείνο το βράδυ, υπήρχε συνωστισμός, ένα μοναδικό λαούτο θα συνόδευε την απαγγελία επικής ποίησης. Ο Ντάμπιτς είχε έρθει, για να ακούσει, αλλά εν τέλει πείστηκε να συμμετάσχει. Οσοι ήταν παρόντες εκείνο το βράδυ κουνούσαν το κεφάλι τους, με δυσπιστία, στη θύμησή του. Ηταν ο Ράντοβαν Κάρατζιτς, ο ήρωάς τους, αυτός που έπαιζε λαούτο κάτω από το ίδιο του το πορτραίτο, και κανείς τους δεν είχε ιδέα, ποιος ήταν. Ηταν αυτή η αίσθηση του θρύλου. Ο Ράζο Βούτσινιτς, ένας νεαρός Σέρβος εθνικιστής, που έπαιζε το λαούτο εκείνο το βράδυ, σκάρωνε ένα παραμύθι, που θα μπορούσε να διηγηθεί μια μέρα στα εγγόνια του.
«Φορούσε μαύρο καπέλο και μαύρο παλτό και στεκόταν στην είσοδο, ακούγοντας», λέει ο Βούτσινιτς. «“Εσείς οι νέοι, είστε ο μεγαλύτερος θησαυρός του σερβικού λαού”, μού είπε. “Τραγουδήστε με το λαούτο. Μιλήστε για τις σερβικές παραδόσεις. Σηκώστε ψηλά το λάβαρο της δόξας μας”. Κι αυτός θα έγραφε τους στίχους των τραγουδιών μας για τον πόλεμο στη Βοσνία.» Κι εν τέλει ο ασπρομάλλης γέροντας πείστηκε να πιάσει το λαούτο και να παίξει. Αρνήθηκε να τραγουδήσει, αλλά οι θαμώνες επιμένουν ότι έπαιζε όμορφα. Το Luda Kuca είναι ένας πολύ μικρός χώρος, αλλά είναι ένας τόπος κοινωνικής συναναστροφής στη γειτονιά, ένα δάσος από τσιμεντένια συγκροτήματα στο Νέο Βελιγράδι, γνωστά απλώς ως Μπλοκ 45.
Στην περιοχή Μπλοκ 45
Στις μέρες της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, το Μπλοκ 45 ήταν καλή περιοχή. Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Σάβα και τα συγκροτήματα ήταν γεμάτα με κήπους. Ωστόσο, οι τρεις τελευταίες δεκαετίες άλλαξαν προς το χειρότερο το προάστιο, αφότου η Σερβία αποκόπηκε από την υπόλοιπη Ευρώπη και αγκάλιασε τον Μιλόσεβιτς, τον Μλάντιτς και τον Κάρατζιτς. Οι κήποι του Μπλοκ 45 είναι σήμερα απεριποίητοι και σκονισμένοι, η αστυνομία το αποφεύγει τα βράδια και το γκράφιτι καταδυναστεύει τα κτίρια σαν αρρώστια.
Ο Ντράγκαν Ντάβιντ Ντάμπιτς ζούσε σ’ έναν πύργο 50 μέτρα μακριά από το Luda Kuca. Το διαμέρισμά του, στο νούμερο 19, βρίσκεται στον τρίτο όροφο και το όνομα στην πόρτα είναι Μασκίμοβιτς, το όνομα του ιδιοκτήτη του. Ο Ντάμπιτς ζούσε μόνος για περίπου 18 μήνες, απ’ ό,τι μπορούν να θυμηθούν οι γείτονες, αλλά τις τελευταίες οκτώ εβδομάδες ζούσε μαζί του και μια γυναίκα γνωστή ως Μίλα, η οποία γρήγορα μετατράπηκε στη μυστηριώδη Μίλα από τις «ταμπλόιντ» του Βελιγραδίου. Ο Ντράγκαν Γκράοβατς, ο οποίος μένει στον έκτο οροφο, λέει: «Χαιρετούσε πάντα κι έδινε την εντύπωση μορφωμένης κυρίας, καλοντυμένης».
Οσο για τον Ντάμπιτς, τον γενειοφόρο μυστικιστή του τρίτου ορόφου, λέει: «Ηταν πάντα καλός με τα παιδιά και πάντα σταματούσε, για να τους μιλήσει, ενώ εκείνα τον φώναζαν Αγιο Βασίλη. Ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι μπορεί να ήταν ο Κάρατζιτς».
Στο Luda Kuca, οι παλιοί του φίλοι ήταν απλώς σκεπτικοί. «Κάποιοι θα έλεγαν ότι ήταν περίεργος, αλλά εγώ τον έβλεπα σαν άγιο και δεν ήξερα καν ποιος ήταν», λέει ο Βούτσινιτς, ο οργανοπαίκτης του λαούτου. «Είχε κάτι το ιδιαίτερο, μια αύρα, ένα χάρισμα. Είχε το παρουσιαστικό αγίου, προφήτη, μάγου», λέει ο ιδιοκτήτης του μπαρ, Τόμας Κοβίγιανιτς, γνωστός στους πελάτες του ως Μίσκο. Δεν αισθάνεται πικρία για την απάτη του Κάρατζιτς, μόνο υπερηφάνεια στη θύμηση ότι μοιράστηκε την παρέα του στο μπαρ.
Comments