ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΚΕΣ ΗΘΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΣΗ ΣΙΟΡΑ - ΚΑΤΕΣ Ο καπιτά Θεμιστοκλής είχε, τα χρόνια εκείνα καϊκι δικό του και με δαύτο έκανε καθημερινά τη συγκοινωνία μεταξύ των πόλεων Αργοστολίου - Ληξουρίου. Ένα βράδυ, την ώρα που σαλπάριζε από το Αργοστόλι, άρχισε να μπήγει φωνές απελπισίας, να χτυπιέται και να τραβά τα μαλλιά του, κοιτώντας κόστα-κόστα τον προ του Τελωνείου τ’ Αργοστολιού βυθό της θάλασσας, όπου ήτανε το καΐκι αραγμένο. Οι επιβάτες του, ο κόσμος που διάβαινε, οι βαρκάρηδες και άλλοι περίεργοι, μαζευτήκανε γύρω του κι άρχισαν να τον ρωτούνε τι έπαθε. Σ’ όσες όμως ερωτήσεις κι αν του κάνανε, ο καπιτά-Μαρέντος δεν αποκρινότανε, αλλά συνέχιζε να σκούζει και να χτυπιέται. Έπειτα όμως από αμέτρητες ερωτήσεις των περίεργων και των γνωστών του, αναγκάστηκε να τους αφηγηθεί επιτέλους τι του συνέβηκε. - Ω, συφορά που με βρήκε, το μαγκούφη!...Μου 'δωσε η Σιόρα -Κάτε η Χαριτάτη, η πρώτη αρχόντισσα του Ληξουριού, το ολόχρυσο της βενέτικο δαχτυλίδι, πού χε απάνου για πέτρα, ένα μπριλλάντι μεγάλο σαν καρύδι, αν το φέρω στο Γροστόλι να τση το κολλήσουνε, και μούπεσε από τον κόρφο μου, που το φύλαξα μόλις το πήρα εδώ και μία ώρα έτοιμο από το χρυσικό...Μούπεσε εδώ, όπως έκανα να μπω στο καΐκι μου για να σαλπάρω... Ω, τι θα γίνω, ο φουκαράς, τώρα;... Όλοι τότε αρχίσανε να κοιτάζουνε σκύβοντας στο βυθό της θάλασσας, ως που σουρούπωσε για καλά, κι ο καπιτά-Θεμιστοκλής, βογκώντας και με δάκρυα σχεδόν στα μάτια του, σαλπάρισε επιτέλους για το Ληξούρι Όντες το καϊκι του έφτασε μισοκάναλα, ο Θεμιστοκλής, που σ’ όλο το διάστημα του ταξιδιού ήταν περίλυπος και με το κεφάλι του σκυμμένο, γυρίζει και λεει στους επιβάτες του: -Θέλετε αύριο τα χαράματα ναρθείτε στ’ Αργοστόλι, να γουδέρετε μακροβούτι που θα κάνουνε οι Γροστολιώτες, τα κορόϊδα;... Και πραγματικά, την άλλη μέρα, πριν φανεί ο ήλιος στον ορίζοντα, καμιά εικοσαριά βαρκάρηδες, που χάψανε τη φάρσα του Μιστροκλή, βουτούσανε σαν παπιά στ’ αγκυροβόλιο του Μαρέντου, για να βρούνε στον πάτο τση θάλασσας το βενέτικο δαχτυλίδι τση Σιόρα-Κάτες, με το μεγάλο μπριλάντι Το δακτυλίδι, που ούτε ποτές του είχε ιδεί στα μάτια του ο Μιστροκλής, ούτε και οι βαρκάρηδες του Αργοστολιού με τις ατέλειωτες βουτιές τους... το βρήκαν. ΜΙΑ.... ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ Πολλές φάρσες εις βάρος φίλων και γνωστών του σκάρωνε ο καπιτά - Μιστροκλής. Αλλά και το Αργοστόλι είχε τον δικό του φαρσέρ, τον φραγκοράφτη Παναγή Φρίγκο. Και συχνά Φρίγκος και Μαρέντος προσπαθούσαν να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλο, σα να έκαναν μεταξύ του πνευματικούς διαξιφισμούς! Έτσι κάποιο πρωί συναντά στη λαχαναγορά τ’ Αργοστολίου ο Φρίγκος, στο καΐκι του, τον καπιτά-Μιστροκλή. - Τι ώρα σαλπάρεις για το Ληξούρι, καπιτάνιο μου; τον ρωτάει. - Μα, κατά τσι έντεκα, μαστρο-Παναγή μου! Μην ήθελες τίποτσι για το Ληξούρι; - Δεν τάμαθες; - Όγεσκε , τι συμβαίνει - Μωρέ, δεν ταμαθες, του λεει ο Φρίγκος περίλυπος, πως εψές το βράδυ, μέσα στην ταβέρνα του Κωστάτου, του ήρθε συγκοπή του Σαχίνη; - Μωρέ τι μου λες;... Τον κακομοίρη... - Κι έτσι, συνεχίζει ο Φρίγκος, χάσαμε το Ληξουριώτη θεληματάρη μας που τόσο μας εξυπηρετούσε σε όλα. -Μωρέ, ο Θεός σχωρέστονε, πάει κι αυτός! Ήταν καλός άνθρωπος, ο Σαχίνης, συμπληρώνει ο Μαρέντος. Κι αφού είπαν τα πιο καλά εγκώμια και οι δύο τους για το Σαχίνη, ο Φρίγκος φεύγει να πάει να φέρει το λείψανο του, να το μεταφέρει ο Μιστόκλης στο Ληξούρι, για να τον θάψουν εκεί.Βέβαια θα καταλάβατε εσείς, φίλοι μου, εκείνο που δεν κατάλαβε ο φουκαράς ο Μαρέντος. Μ’ άλλα λόγια, ότι ο Φρίγκος με τους φίλους του καλοπλήρωσαν τον Σαχίνη, να παραστήσει τον πεθαμένο. Έτσι, σε μισή ώρα γυρίζει ο Φρίγκος με την παρέα του, με το φέρετρο, μέσα στο οποίο αναπαυότανε σε μαλακά μαξιλάρια ο Σαχίνης, και προσεκτικά το τοποθετούν στην πρύμνη του καϊκιού. Ο Μιστροκλής σταυροκοπούμενος σαλπάρει για το Ληξούρι μ’ επιβάτες όλη την παρέα του Φρίγκου, που συνόδευε τιμητικά το νεκρό.Όλοι τους άρχισαν την πένθιμη υπενθύμιση, των προσόντων του μακαρίτη, ώσπου έφθασαν μισοκάναλα Αργοστόλι-Ληξούρι. Οπότε!... Οπότε!... Ο Μιστροκλής που μπροστά του είχε το φέρετρο, βλέπει με τρόμο του το σκέπασμα να ανασηκώνεται. Τον νεκρό να τρίβει τα μάτια του, να ξεντολογιέται, να χασμουριέται και να λεει στο Μιστροκλή: -Μωρέ Μιστροκλή... έλα μωρέ μαζί μου στον Άδη, να ησυχάσεις κι εσύ από τα βάσανα!... Αλλά ο Μιστροκλής δεν έκατσε ν’ ακούσει περισσότερα. Βλέποντας τον νεκρό ν΄ανασταίνεται ένιωσε μία ανατριχίλα, τις τρίχες του ν΄ανασηκώνονται από τρόμο και, παρατώντας πανί και τιμόνι,... πέφτει στη θάλασσα!...Μόνο δε όταν είδε το κανό του να γυρίζει πίσω, τον Σαχίνη σκασμένο στα γέλια και το Φρίγκο με την παρέα του να του ορκίζονται πως ήταν φάρσα, πίστεψε πως ο Σαχίνης δεν πέθανε και δέχθηκε να ξαναμπεί στο καΐκι του και να συνεχίσει το ταξίδι του προς το Ληξούρι. Αλλά φτάνοντας εκεί, πήγε και κρύφτηκε στο σπιτάκι του κι έκατσε δέκα μέρες κατάκλειστος, μέχρι που να ξεχάσουν οι Αργοστολιώτες και οι Ληξουριώτες το πάθημα του!... Ο ΜΠΟΝΑΜΑΣ ΤΟΥ ΒΕΓΙΑ Θάχουνε περάσει από τότενες κάπου 30 χρόνια. Ήτανε παραμονή Χριστουγέννων. Κι ο καπιτάν Μιστροκλής ο Μαρέντος, κρατώντας στο ένα χέρι τη λαγουδέρα και στο άλλο τη σκότα, αρμένιζε με το παραφορτωμένο κανό του για το λιμάνι του Αργοστολιού. Χρόνια και χρόνια έκανε με το κανό του την συγκοινωνία Αργοστολιού- Ληξουριού ο καπιτά Μισθροκλής, κι όλοι τον προτιμούσανε, για την ευθυμία του και τα χωρατά του. Έτσι και εκείνο το πρωινό έχοντας καμία δεκαριά επιβάτες μικρέμπορους και χωριάτες του Ληξουριού, άλλους με αυγά, άλλους με κοτόπουλα, άλλους με λαχανικά, ερχότανε να ξεφορτώσει πλάι στο “Μαρκάτο” τ’ Αργοστολιού Τα αρνιά μπελάζανε, οι κότες κακαρίζανε, οι γαλοπούλες σκούζανε μεγαλόφωνα, κι άλλοι καλλίφωνοι επιβάτες με πρίμα, τέρτσα και μπάσα τόχανε ρίξει στις αρριέτες και στο μινόρε. Όπου σε μία στιγμή σηκώνεται από τη θέση του ένας Ληξουριώτης μικρέμπορος και λύνει μια κότα από το μάτσο με τα κοτόπουλα. - Περίεργο σα μουδιασμένη μου φαίνεται η κότα, λεει στο Μιστροκλή. -Για να δω, μωρέ Μπάμπη μου!... Η κότα σου είναι του ψόφου. Έχει μέρες τον “κόριζα” και τώρα βρίσκεται στα στερνά της, τ’ αποκρίνεται ο Μιστροκλής. Την είδαν κι άλλοι επιβάτες και όλοι τους συμφωνήσανε πως σε μισή ώρα το πουλί θα τα τίναζε τα πέταλα του... Αλλά αντίς να την πετάξουν στο πέλαο, ο καπιτά-Μιστροκλής την κράτησε για τη σκύλα του, που ήταν φρεσκογεννημένη με τέσσερα καμαρωτά κουτάβια, καθώς τους είπε... Έτσι φθάσανε καμιά φορά στο “Μαρκάτο” του Αργοστολιού κι όλοι αρχίσανε να ξεφορτώνουνε τα πράγματα τους. Μα ο καπιτά-Μιστροκλής ούτε μομέντο δεν στάθηκε. Άρπαξε την κότα από τα ποδάρια και πήρε δρόμο συλίντριχος. Και σε λίγα μινούτα φθάνει στην πόρτα του γραφείου του Βέγια, που ήτανε στην πλατεία του Μέτελα. Ανοίγει την πόρτα και κρατώντας στο άλλο χέρι το καπέλο του, προχωρεί στο βάθος, που κατά εκείνη την ώρα καθισμένος στο γραφείο του έγραφε ο κατόπιν μεγάλος ευεργέτης του νησιού μας, ο καλοκάγαθος κι αλησμόνητος Πλάτωνας Βέγιας. -Αφέντη μου, καλή σου μέρα και χρόνια πολλά. Σ’ αγόρασα μια κότα και σου την έφερα “κανίσκι”, για την αυριανή μέρα που ξημερώνει. Δεν μπόρεια ποτέ να ξεχάσω τα ψυχικά που μου έχεις κάμει. Είναι ολόπαχη, αφέντη μου, και να την αυγοκόψεις. Θα κάμεις ζουμί που θ’ ανασταίνει και πεθαμένους... -Καλώς το Μιστροκλή μου. Σ’ ευχαριστώ και χρόνια πολλά. Και για να κόψη την πολυλογία του Μιστροκλή, ο Βέγιας σηκώνεται και του πασάρει ένα ασημένιο τάλαρο. Κατά το μεσημέρι ο Βέγιας θυμήθηκε την κότα, το κανίσκι του Μιστροκλή, και φωνάζοντας τον κλητήρα του , του λέει.: -Πίσω από την πόρτα του γραφείου είναι μια κότα που μου φέρανε κανίσκι. Πάρτηνε και πήαινέ την απάνου σπίτι, στη δούλα μου. Κάνει να βρει την κότα ο κλητήρας μα η κότα τάχε προ ωρών κακαρώσει. Έξυπνος άνθρωπος ο Βέγιας, κατάλαβε τη φάρσα του Μιστροκλή, και ούτε τσιμουδιά δεν έβγαλε για το φιάσκο. Μόνο μουρμούρισε: -Μου το είπε ο καημένος ο Μιστροκλής, πως η κότα ήτανε ψόφια από την... πείνα. Αλλά δεν περίμενα πως θα ψοφούσε μέσα σε μια ώρα. Κι από μέσα του πρόσθεσε: “Ας έρθει του χρόνου ξανά για το μπουναμά του, και τότε τα λέμε!...” ΣΠΡΩΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΤΟ Αναμφισβήτητα, ο πιο πνευματώδης φαρσέρ των προπολεμικών μας και αξέχαστων χρόνων ήταν ο Ληξουριώτης φτωχός και τίμιος καϊξής καπιτά - Θεμιστοκλής ο Μαρέντος, ο πασίγνωστος “Μιστροκλής”. Ήταν το τελώνιο και ζιζάνιο του Αργοστολίου και του Ληξουρίου κι οι αμίμητες φάρσες που σκάρωνε, παράμειναν ιστορικές, πολλές των οποίων σας δώσαμε σε πολλά βιβλία. Όμως τούτο δε σημαίνει πως ο καπιτά Μιστροκλής έβγαινε πάντοτε τροπαιούχος και νικητής. Γιατ’ είχαν τότε και το Ληξούρι και τ’ Αργοστόλι τους σατανάδες τους!... Κάποια άλλα ζιζάνια, που πολλές φάρσες σκάρωναν εις βάρος του πανέξυπνου Μιστροκλή. Και μια τέτοια υπέροχη του σκάρωσε ο Αργοστολιώτης φραγκοράφτης ο Φρίγκος. Εξαιτίας της οποίας, μιαν ολόκληρη εβδομάδα εξαφανίστηκε από την πιάτσα ο καπιτά-Μιστροκλής, για να γλιτώσει από τα πειράγματα και την καζούρα. Άλλ’ ας αφήσουμε τα μεζεδάκια και ας έλθουμε στο ψητό!... Οι βροχές και τα κρύα είχαν αρχίσει κι ο καπιτά Μιστροκλής προτίμησε το φραγκοράφτη τον Φρίγκο να του ξαναγυρίσει το παλιό του ταμπάρο (παλτό). -Αλλά το θέλω, Φρίγκο μου, να το φορέσω την Κυριακή. -Θάνε έτοιμο, καπιτά Μιστροκλή μου. Μείνε ήσυχος!... Αλλά οι βδομάδες κυλούσαν κι οι Κυριακάδες διάβαιναν κι όλο ξηλωμένο είχε ο Φρίγκος το ταμπάρο του καπιτά Μιστροκλή. Μέχρι που ζύγωσαν και τα Χριστούγεννα. Κι ένα μεσημέρι, που ο Μιστροκλής θάφευγε με το καΐκι του για Ληξούρι, πήρε την απόφαση να πάει να παρει από του Φρίγκου, που τον κογιονάριζε, έστω και άφκιαστο, το ταμπάρο του, για να το τελειώσουνε στο Ληξούρι. Ήταν Δεκεμβριάτικη μέρα χαρά θεού. Ο ήλιος ζέσταινε τα νοητά κι ανόητα της πλάσης όντα κι ο Φρίγκος με την παρέα του τρώγανε στην απέναντι από το ραφράδικο ταβέρνα του Φάντε. Κι είχε μισογερμένη την πόρτα του μαγαζιού του για νάχει τα μέντε του μη φανεί κανένας πελάτης του. Είχε, είπαμε, μισογερμένη την πόρτα του, αλλά δεν σας είπαμε πως στο επάνω μέρος της πόρτας και μεταξύ του τοίχου είχε τοποθετήσει ένα κομμάτι διχτυωτό σύρμα και επί του οποίου είχε τοποθετήσει ένα ντενεκέ του πετρελαίου γεμάτον νερό για καμία δεκαριά παλιοκατσαρόλες, παλιοτήγανα, παλιομπούρικα και όσα άλλα τενεκεδένια παλιόκουτα κατάφερε να συνάξει. Ο δε παρά του Φρίγκου αναμενόμενος καπιτά Μιστροκλής, επιτέλους φάνηκε στο καντούνι. -Έλα καπιτάνιο μου, να πάρεις μεζέ και να πιείς στην υγειά μας το ποτηράκι σου. -Άκου Φρίγκο μου, ούτε το κρασί σου θέλω, μήτε πια την καλημέρα σου. -Γιατί μωρέ Μιστροκλή; -Δως μου το ταμπάρο μου ξηλωμένο, γιατί παρατράβηξε το κογιονάρισμα. Αυτό, βέβαια, φίλοι μου, θα καταλάβετε πως περίμεναν κι ο Φρίγκος κι η παρέα του. Και δήθεν στενοχωρημένος, δείχνοντάς του την μισόγερτη πόρτα -παγίδα του μαγαζιού του, του φώναξε θυμωμένα: -Μωρέ δε σηκώνομαι να το πει ο γκράν-παπας! -Κι εγώ σου λέω πως θα πάω με το χέρι μου να το πάρω. Τ’ αποκρίθηκε νευριασμένος ο Μιστροκλής. -Σπρώξε τότε την πόρτα και πάρτο!... Τ’ απάντησε ο Φρίγκος, αλλά δεν ευθύνομαι για ό,τι θα γίνει!... Και, καθώς θα καταλάβετε, αγαπητοί μου, το μοιραίον επήλθε, όπως λένε οι σοφοί μας γραμματοδιδάσκαλοι. Με τη νευρισμένη σπρωξιά που έδωσε ο καπιτά Μιστροκλής στην πόρτα του ραφτάδικου για νάμπει και με το χέρι του και το μαχαίρι του να πάρει το μισοφκιασμένο ταμπάρο του, επακολούθησε ο σεισμός... κι ο... κατακλυσμός! Και δέχτηκε κατακέφαλα τον γεμάτον κρύο νερό ντενεκέ του πετρελαίου, τα παλιοτήγανα, τις παλιοκατσαρόλες, τα παλιομπούρικα και τους παλιοντενεκέδες, με διαολική συντροδή (=θόρυβο). Όμως ενώ και τα τραπέζια της γεμάτης κόσμο ταβέρνας του Φάντε μπατάρανε από τα γέλια, ο καπιτά Μιστροκλής μούσκεμα από το κατάβρεγμα και με καρούμπαλους στο κεφάλι, δεν επτοήθηκε. Μπήκε... θριαμβευτής στο ραφτάδικο του Φρίγκου, άρπαξε το ταμπάρο του και ξεπορτίζοντας, του βροντοφώναξε: -Μια βδομάδα θα κάνω να ξαναφανώ στην πιάτσα, με τούτο που μώφκιασες, μωρέ άτιμε! Αλλά εσένανε θα σε κάμω να κρύβεσαι ένα χρόνο!... Αλλά το κάζο που έκαμε ο Μιστροκλής εις τον Φρίγκο, είναι μια άλλη αμίμητη φάρσα, που θα την βρείτε σε άλλο βιβλίο μας. ΧΡ. ΒΟΥΝΑ. Ευχαριστούμε θερμά την Κοργιαλένειο βιβλιοθήκη Αργοστολίου Κεφαλονιάς γιά την προσφορά των κειμένων. |
Comments