Στη μέγγενη του φόβου Του Νικου Γ. Ξυδακη Οπουδήποτε στην Αθήνα, στις κεντρικές, τις ιστορικές συνοικίες. Στο Παγκράτι, στη Νεάπολη, στα Πατήσια, στον Αγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Αργά το βράδυ. Μια νέα γυναίκα, τριάντα κάτι, αποχωρεί από το σπίτι φίλων της και πάει στο αυτοκίνητό της. Κάτω από το φως των λαμπτήρων νατρίου ψάχνει στην τσάντα το κλειδί. Μια σιδερένια γροθιά την τραντάζει. Ο πόνος δεν την αγγίζει ακόμη, αλλά ο τρόμος την καταλαμβάνει ακαριαία: πίσω της στέκονται δυο άντρες, ψηλοί, βουβοί. Πιάνουν την τσάντα της, αυτή σαν αυτόματο την προτείνει: Πάρτε την! Δέχεται κι άλλο χτύπημα, θολώνει, είναι σιδερογροθιά· κι άλλο, κι άλλο, πέφτει στα γόνατα. Απομακρύνονται βουβοί, όπως πλησίασαν. Τώρα νιώθει το αίμα να πλημμυρίζει στυφό το στόμα, δεν νιώθει στόμα, δεν νιώθει γνάθους, μόνο αίμα. Φωνάζει βοήθεια. Ανοίγουν μπαλκονόπορτες, βλέπει εσωτερικά φώτα, φιγούρες ανθρώπων στα μπαλκόνια. Κοιτούν, δεν μιλούν, δεν κινούνται. Φωνάζει χωρίς δυνάμεις. Μια γυναίκα της πετάει ένα πακέτο χαρτοπετσέτες. Σκουπίζει το αίμα. Στην τσέπη του μπουφάν ψαύει το κινητό. Δεν φωνάζει πια. Τηλεφωνεί στους φίλους της, στην παραδίπλα πολυκατοικία. Στο νοσοκομείο, διαγνώσθηκαν τρία κατάγματα της κάτω γνάθου. Ενας αστυνομικός της είπε, λίγο πατρικά, λίγο ενοχλημένα: Μα τι τα ’θελες κι εσύ να νυχτοπερπατάς, σε τέτοιο μέρος; Το μέρος: Αθήνα, κεντρική συνοικία. Η οδός Πιπίνου, φερ’ ειπείν· αλλά και η Κόνωνος, και η Βουλγαροκτόνου. Η αίσθηση: Φόβος. Τυφλός, άλογος, απάνθρωπος. Πιο πολύ κι από τη σιδερογροθιά πονούν οι ανοιχτές, βουβές μπαλκονόπορτες. Οι φοβισμένοι άνθρωποι που κοιτούν και δεν μιλούν, δεν δρουν, δεν συνδράμουν. Μένουν άπρακτοι, μακριά, πιασμένοι στη μέγγενη του φόβου. Η γειτονιά τους είναι εχθρική και ανοίκεια, είναι το Φαρ Ουέστ, είναι το Χάρλεμ και το Μπρονξ, είναι η πηγή του φόβου τους. Βουτηγμένος στον φόβο, ο άνθρωπος της ιστορικής αθηναϊκής γειτονιάς χάνει την ανθρωπινότητά του, παύει να δρα σαν άνθρωπος εν κοινωνία, αλληλέγγυος και συμπονετικός, μένει πλάσμα έντρομο, βουβό, σκοτεινό και παγωμένο. Αγρίμι βουβό, στο μπαλκόνι. Ο Σμίαγκολ εκπίπτει σε Γκόλουμ. Ομως: Στη μητρόπολη που ζούμε, άγρια και προσφιλή μαζί, αύριο, μεθαύριο, κάποιος από μας θα βρεθεί στα γόνατα. Για να σηκωθούμε, χρειαζόμαστε ένα χέρι· για να μείνουμε άνθρωποι, χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα πακέτο χαρτοπετσέτες. |
Comments