Συγγραφείς που μιλάνε για τα σημαντικά έξω από τα δόντια The Guardian Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε δει διάφορους λογοτέχνες να χώνουν τη μύτη τους σε θέματα που θα έλεγε κανείς πως δεν τους αφορούν καθόλου. Ο Μάρτιν Εϊμις μίλησε υποτιμητικά για τους μουσουλμάνους, η Αν Ενράιτ, νικήτρια του φετινού Μπούκερ, δήλωσε ότι αντιπαθεί το ζεύγος Μακ Καν (τους γονείς της «αγνοούμενης» Μαντλίν), ενώ η Ντόρις Λέσινγκ είπε κάτι πολύ άκομψο για την 11η Σεπτεμβρίου - όλοι τους δαπάνησαν πολύτιμο συγγραφικό χρόνο μιλώντας για θέματα που, κατά πάσα πιθανότητα, θα ήταν καλύτερα να τα αφήσουν στους πολιτικούς. Εδώ είναι όμως το πρόβλημα. Γιατί, ποιος πολιτικός που ποθεί να ευδοκιμήσει θα διανοούνταν να θίξει τέτοια «ακανθώδη» θέματα; Κυνηγημένος από τους φρουρούς της «πολιτικής ορθότητας», τρομοκρατημένος στην ιδέα ότι θα μπορούσε να θίξει κάποιον ψηφοφόρο, θα θεωρούσε πολιτική αυτοκτονία να μιλήσει με τον τολμηρό, απόλυτο τόνο της Λέσινγκ και των άλλων. Πολύ πιο λογικό θα ήταν να περιοριστεί σε ανώδυνες, γενικής αποδοχής (ή αδιαφορίας) δηλώσεις και να αφήσει τα δυνητικώς εμπρηστικά σχόλια για κάποιους άλλους. Ο τολμηρός λόγος Γιατί η ίδια γλώσσα που οι πολιτικοί σήμερα αναγκάζονται να χρησιμοποιούν σαν πανοπλία, λειτουργεί επίσης σαν φίμωτρο. O διαχειριστικός λόγος που μιλάει για «πορεία προς τα μπρος» και «αλλαγές που οδηγούν στο μέλλον», για την «κοινωνία των πολιτών» και τον «διεθνή διάλογο», στην ουσία εμποδίζουν την ειλικρινή, απροσχημάτιστη επικοινωνία που έχουν στη διάθεσή τους οι συγγραφείς και χρησιμοποιούν όποτε επιλέγουν. Μπορεί να διαφωνείς και να ενοχλείσαι με τη δήλωση του Μάρτιν Εϊμις πως αισθάνεται «ανώτερος» από οποιονδήποτε προέρχεται από κάποιο «λιγότερο πολιτισμένο» μουσουλμανικό κράτος, δεν μπορείς όμως παρά να τον θαυμάσεις που τολμάει να μιλάει με τρόπο που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ελιγμούς. Το ίδιο και η «άκομψη» παρατήρηση της Ντόρις Λέσινγκ ότι οι απώλειες της 11ης Σεπτεμβρίου δεν ήταν «και τόσο φοβερές» αν τις συγκρίνεις με τις απώλειες από την 30χρονη σύγκρουση με τον IRA, μπορεί να φαίνεται εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, αλλά υπάρχει κάτι αξιοθαύμαστο όταν βγαίνεις μπροστά με μια δήλωση που εγγυημένα θα βλάψει τη δημοτικότητά σου ή και τις πωλήσεις των βιβλίων σου στον μισό κόσμο. Στα 88 της χρόνια και έχοντας κερδίσει το Νομπέλ, η Λέσινγκ θα μπορούσε εύκολα να καταφύγει σε ανούσιες γενικότητες ή ακόμα και σε μια σιωπή «μεγάλης κυρίας». Εκείνη, όμως, έκανε αυτό που κανένας πολιτικός δεν θα τολμούσε, διακινδυνεύοντας να φανεί ανόητη και, ακόμα χειρότερα, αντιπαθής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορεί κανείς να κατανοήσει γιατί οι πολιτικοί αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να εκφράσουν απροσχημάτιστα τις πεποιθήσεις τους. Αρκεί να δούμε τις επικρίσεις που ξεσήκωσε η Αν Ενράιτ όταν διατύπωσε τις τεκμηριωμένες αλλά αιχμηρές αντιρρήσεις της για τον τρόπο που έχει καλυφθεί από τα «μέσα» η υπόθεση Μακ Καν και για τη συμπεριφορά του ίδιου του ζεύγους. Γίνεται αμέσως φανερό γιατί ο καθένας που ενδιαφέρεται για τις δημοσκοπήσεις προτιμάει να περιοριστεί σε δηλώσεις - κλισέ ή σε διπλωματική σιωπή. Σε αντίθεση με τα προφανώς ιδιοτελή κίνητρα του Μάρτιν Εϊμις (οι πρόσφατες δηλώσεις του έγιναν στο Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του Τσέλτεγχαμ και το επόμενο βιβλίο του έχει ισλαμικό θέμα), η Ενράιτ σκιαγραφεί απερίσκεπτα τον εαυτό της ως καταναλώτρια δημοσιευμάτων -«κίτρινων» και «σοβαρών»- για τους Μακ Καν, η οποία επιτρέπει στον εαυτό της να εκνευρίζεται υπέρ το δέον με όσα διαβάζει ή βλέπει στην τηλεόραση. Ισως το πιο ενοχλητικό απ’ όσα έγραψε ήταν η οργισμένη αντίδρασή της στην υιοθέτηση από τον Τζέρι Μακ Καν μιας τακτικής για την αυστηρή «διαχείριση» της δημόσιας εικόνας του ζεύγους - κάτι που ήδη κάνουν κατά κόρον οι πολιτικοί, γνωρίζοντας τους κινδύνους των λεκτικών ατοπημάτων. Αυτή η ψυχρά υπολογισμένη κίνηση ώθησε τη συγγραφέα να πει πράγματα που όλοι οι υπόλοιποι δεν θα τολμούσαμε. Το άρθρο της Ενράιτ, παρά τη σοβαρή και προσεγμένη επιχειρηματολογία του, δημοσιεύτηκε στο London Review of Books με τον «κίτρινο» τίτλο «Γιατί αντιπαθώ τους Μακ Καν». Και όταν ανακοινώθηκε ότι κέρδισε το βραβείο Μπούκερ, αποσπάσματα από το άρθρο δημοσιεύτηκαν σε άλλα έντυπα με τον ακόμα πιο κίτρινο τίτλο «Γιατί μισώ τους Μακ Καν». Η Ενράιτ έγινε έτσι πρόσφορος στόχος σχολίων - μια τρελή μυθιστοριογράφος που τολμάει να μιλάει για πράγματα εκτός των αρμοδιοτήτων της. Χωρίς λογοκρισία Αν όμως η Ενράιτ και οι ομότεχνοί της δεν ρισκάρουν να μιλάνε έξω από τα δόντια, ποιος άλλος θα το κάνει; Ο δημόσιος διάλογος, όπως ασκείται από τους εκλεγμένους πολιτικούς μας, έχει σχεδιαστεί για να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνος και κοινότοπος. Το αποτέλεσμα είναι ένα κενό στην καρδιά της δημόσιας ζωής, στο οποίο οι λογοτέχνες, που δουλειά τους είναι να παλεύουν κάθε μέρα με την ανθρώπινη κατάσταση, αισθάνονται ότι δικαιούνται να παρέμβουν. Οσα συνεισφέρουν δεν είναι κατ’ ανάγκην λογικά ή εποικοδομητικά, ή ακόμα και ενδιαφέροντα. Αλλά το γεγονός ότι είναι έτοιμοι να πουν αυτό που εννοούν και να διακινδυνεύσουν διαφωνίες και επικρίσεις, προσφέρει ένα είδος προτύπου που οι πολιτικοί καλά θα έκαναν να μιμηθούν. |
Comments