Γραμματα Aναγνωστων Θύματα και θύτες Κύριε διευθυντά Η λίαν εκτεταμένη αναφορά στην «Κ» της 13-4-08 «στους διπλά ηττημένους του εμφυλίου», από τον κ. Τάκη Καμπύλη, ήταν, φρονώ, γραμμένη με έναν τρόπο εξιδανίκευσης εκείνων των κομμουνιστών, οι οποίοι, στις λεγόμενες Λαϊκές Δημοκρατίες όπου κατέφυγαν, εδιώχθησαν από τους ομόφρονές τους με βάρβαρο τρόπο, επειδή είχαν απλώς μια διαφορετική γνώμη και άποψη για τα κομματικά δρώμενα. Είναι όμως, βέβαιο, ότι αν οι διωχθέντες αποτελούσαν την κομματική καθοδήγηση, τα ίδια θα έπρατταν και αυτοί στους συντρόφους τους, που θα είχαν μια διαφορετική γνώμη και άποψη από τη δική τους. Αυτή ήταν η φύση του επαναστατικού ΚΚΕ, που τόσοι, ακόμη και καλοπροαίρετοι, θεωρούσαν βαθιά δημοκρατικό και προοδευτικό, ενώ στην πραγματικότητα η πολιτική του, η τακτική και η συμπεριφορά του, ακόμη και σε πιστά μέλη του κόμματος, ήταν μια επιστροφή στη βαρβαρότητα και σε αντιλήψεις αυταρχικές και δεσποτικές, που ταίριαζαν περισσότερο στα πιο σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα. Επομένως, φρονώ, δεν ταίριαζε ο ηρωικός τόνος που έδωσε στο θέμα ο Τ.Κ. γιατί τα θύματα υπήρξαν και αυτά θύτες. Η προσήκουσα προσέγγιση θα ήταν να τονιστεί πού οδηγεί η άλογη πίστη σε δόγματα, η τυφλή προσήλωση σε πρόσωπα και η απομάκρυνση από τον ορθό λόγο και την κριτική θεώρηση πραγμάτων και προσώπων. Αντωνης Ν. Βενετης / Αθήνα Ηλεκτρική ενέργεια και ανανεώσιμες πηγές Κύριε Διευθυντά Στο ενδιαφέρον άρθρο του στην «Οικονομική Καθημερινή» της 23/3/2008 με τίτλο «Ηλεκτρική ενέργεια και ανανεώσιμες πηγές», ο συνάδελφος ομ. καθ. κ. Π. Ευθύμογλου προβαίνει σε μια σειρά από επισημάνσεις σχετικά με την ανάγκη στρατηγικού σχεδιασμού της ηλεκτροπαραγωγής και ειδικότερα την ανάγκη ανάπτυξης θερμικών σταθμών παραγωγής, δεδομένου ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) δεν μπορεί παρά να λειτουργούν συμπληρωματικά. Θεωρούμε αναμφισβήτητα σωστές τις επισημάνσεις αυτές, πιστεύουμε όμως ότι το κύριο ζητούμενο είναι το ποσοστό των συνολικών αναγκών που θα καλύπτουν στο μέλλον οι ΑΠΕ, οι οποίες, ατυχώς, είναι οι μόνες νέες ενεργειακές πηγές που θα διαθέτει η χώρα μας και η επιλογή του βαθμού αξιοποίησής τους. Πιο συγκεκριμένα, για να επιτευχθεί ο ελάχιστος στόχος του 18% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης το 2020 που θέτει η Ε.Ε., θα πρέπει το 30% - 35% περίπου των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια της χώρας να καλύπτεται από ΑΠΕ, έναντι 10% περίπου που καλύπτεται σήμερα, από το οποίο μάλιστα περί το 8% οφείλεται στα μεγάλα υδροηλεκτρικά. Δεδομένου ότι οι δυνατότητες ανάπτυξης των μεγάλων υδροηλεκτρικών έχουν σχεδόν εξαντληθεί, το ποσοστό συμμετοχής των τελευταίων το 2020 θα είναι μικρότερο από το σημερινό και συνεπώς, οι λοιπές ΑΠΕ θα πρέπει να καλύψουν το υπόλοιπο σχεδόν 30%. Μια τέτοια διείσδυση των ΑΠΕ οδηγεί στην ανάγκη της εγκατάστασης ισχύος ΑΠΕ περί τα 10-12.000ΜW μέχρι το 2020, εκ των οποίων τουλάχιστον 8-9.000MW θα πρέπει να είναι ανεμογεννήτριες. Η επίτευξη του παραπάνω στόχου απαιτεί έναν τεχνικοοικονομικό σχεδιασμό ανάπτυξης και διαχείρισης του ηλεκτρικού συστήματος διαφορετικό από τον μέχρι σήμερα ακολουθούμενο, τόσο όσον αφορά την επιλογή της σύνθεσης του μείγματος της κεντρικής ηλεκτροπαραγωγής, όσο και στον σχεδιασμό των ηλεκτρικών δικτύων και γενικότερα τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και τις διαδικασίες ενσωμάτωσης των ΑΠΕ στο ηλεκτρικό σύστημα. Σε αυτή δε τη νέα θεώρηση θα πρέπει να προσαρμοστούν σταδιακά όχι μόνον οι ηλεκτρικές επιχειρήσεις, αλλά και οι καταναλωτές σε όλα τα επίπεδα, οι οποίοι θα πρέπει να προσανατολιστούν κατάλληλα στην εξοικονόμηση και τη βέλτιστη διαχείριση της ενέργειας. Την, όπως παραπάνω, αντιμετώπιση του θέματος ακολουθούν ήδη πολλά από τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. (π.χ. Δανία, Γερμανία, Ισπανία, Πορτογαλία κ.ά.), προς αυτή δε ωθούν και οι τιθέμενοι από την Ε.Ε. στόχοι. Προϋπόθεση για την υλοποίηση της πολιτικής αυτής είναι η εφαρμογή τεχνολογικών καινοτομιών, που αξιοποιούν σύγχρονες τεχνολογίες και εξασφαλίζουν τη βέλτιστη διαχείριση της ηλεκτρικής ενέργειας. Κυρίως, όμως, προϋπόθεση είναι η αλλαγή νοοτροπίας, πρώτιστα των κρατικών υπηρεσιών, που θα πρέπει σταδιακά να μεταβάλουν τον τρόπο και την ταχύτητα λήψεως των σχετικών αποφάσεων, αλλά και όλων των πολιτών - πελατών, οι οποίοι θα πρέπει να αναθεωρήσουν ορισμένες από τις καταναλωτικές τους αντιλήψεις, ειδικότερα δε να αποδεχθούν ότι οι εγκαταστάσεις των ΑΠΕ ωφελούν το περιβάλλον, έστω και αν μερικά το επιβαρύνουν, όπως συμβαίνει με κάθε ανθρώπινη επέμβαση. Συνεπώς, η χώρα μας καλείται σήμερα, με ορίζοντα το 2020, να ακολουθήσει είτε τον εύκολο δρόμο της εξασφάλισης των μελλοντικών ηλεκτρικών ενεργειακών αναγκών με βάση τις καθιερωμένες τεχνικές, που αναγκαστικά οδηγούν στην εκτεταμένη εισαγωγή καυσίμων, είτε τον δύσκολο δρόμο της ελαχιστοποίησης της χρήσης καυσίμων και της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών που εξασφαλίζουν τη βέλτιστη διαχείριση και ανάπτυξη των εγχώριων ενεργειακών πηγών. Η επιτυχής εφαρμογή της δεύτερης επιλογής, εκτός από την ανάγκη του καλού κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού από την πλευρά της πολιτείας, προϋποθέτει και την ενημέρωση και αποδοχή των πολιτών. Η συμβολή των ΜΜΕ στην προσπάθεια αυτή θα είναι συνεπώς, καθοριστικής σημασίας. Μιχαλης Παπαδοπουλος / ομ. καθ. ΕΜΠ Οι εκπαιδευτικές προκλήσεις από Τουρκία Κύριε διευθυντά Η δημοσίευση του ενδιαφέροντος και χρησιμότατου ρεπορτάζ για την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση στην Τουρκία («Μια άλλη πρόκληση από την Τουρκία», «Καθημερινή», 16-03-08) μου δίνει την ευκαιρία να αναφερθώ σε ένα άλλο σημαντικό θέμα, όπου η γείτων χώρα «προκαλεί» ευχάριστα όχι απλώς την Ελλάδα, αλλά και πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Πρόκειται για το μείζον θέμα της κατάρτισης των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στα τουρκικά πανεπιστήμια, ακόμη και στα Πολυτεχνεία(!), υπάρχουν παιδαγωγικές σχολές, που εκτός από τα δύο τμήματα παιδαγωγικών, δημοτικής και προσχολικής εκπαίδευσης (που διαθέτουν οι ελληνικές παιδαγωγικές σχολές), διαθέτουν και τμήματα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, η Παιδαγωγική Σχολή του (κρατικού) Τεχνικού Πανεπιστημίου της Μέσης Ανατολής (Middle East Technical University, Faculty οf Education), που ιδρύθηκε το 1982 και εδρεύει στην Αγκυρα, διαθέτει τα παρακάτω τμήματα: τμήμα Διδακτικής στους Υπολογιστές και την Εκπαιδευτική Τεχνολογία, τμήμα Παιδαγωγικών Επιστημών, τμήμα Στοιχειώδους Εκπαίδευσης, τμήμα Διδακτικής Ξένων Γλωσσών, τμήμα Διδακτικής Φυσικών Επιστημών και Μαθηματικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, τμήμα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Τα περισσότερα από αυτά τα τμήματα προσφέρουν προγράμματα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών (μάστερ και διδακτορικό). Ετσι, το τμήμα Διδακτικής Φυσικών Επιστημών και Μαθηματικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης έχει τα παρακάτω προγράμματα: μάστερ στη Διδακτική της Χημείας και μάστερ στη Διδακτική της Φυσικής (αμφότερα πενταετή ολοκληρωμένα προγράμματα), μάστερ στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και των Μαθηματικών, μάστερ και διδακτορικό στη Διδακτική της Φυσικής, στη Διδακτική της Φυσικής, στη Διδακτική της Βιολογίας και στη Διδακτική των Μαθηματικών. Από τα τρία είδη μεταβλητών της εκπαίδευσης [μεταβλητές σχετικές (α) με τους μαθητές, (β) με τους εκπαιδευτικούς, (γ) με το περιβάλλον μάθησης], οι σχετικές με τους εκπαιδευτικούς υπόκεινται περισσότερο σε έλεγχο και μεταβολή, και αυτό μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στις στάσεις των μαθητών απέναντι στα σχολικά μαθήματα και στις επιδόσεις τους. Ο εκπαιδευτικός αποτελεί επομένως τον σημαντικότερο παράγοντα της εκπαίδευσης. Αν η παιδεία θεωρείται ορθώς ως η καλύτερη επένδυση για το μέλλον μιας χώρας, πόσο καλή είναι η επένδυση αυτή, όταν βασίζεται σε ακατάρτιστους εκπαιδευτικούς, όπως συμβαίνει στη χώρα μας με τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να στερούνται συστηματικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα παιδαγωγικά και στη διδακτική; Χωρίς κατάλληλα εκπαιδευμένους και με επαρκή κίνητρα εκπαιδευτικούς, τα καλύτερα προγράμματα σπουδών και βιβλία και οι καλύτερες υποδομές είναι καταδικασμένα σε αποτυχία. H βέλτιστη λύση που θα προτείνω είναι η δημιουργία είτε σε κάθε παιδαγωγική σχολή είτε (κατά τη γνώμη μου καλύτερα) σε κάθε σχολή θετικών επιστημών και σε κάθε φιλοσοφική σχολή δύο παιδαγωγικών τμημάτων ενός για τις θεωρητικές και ενός για τις θετικές επιστήμες. Ετσι οι δύο αυτές σχολές θα πάψουν να είναι κατ’ ευφημισμόν και θα γίνουν ουσιαστικά και καθηγητικές σχολές. Τα παιδαγωγικά τμήματα αυτά θα είναι αυτοδύναμα, δεν είναι όμως απαραίτητο να δίνουν δικό τους πρώτο πτυχίο (όπως συμβαίνει με τα γενικά τμήματα των πολυτεχνικών σχολών). Αποστολή τους θα είναι αφενός η υποστήριξη των τμημάτων των αντίστοιχων σχολών με γενικά και ειδικά παιδαγωγικά μαθήματα που θα οδηγούν στο «Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας», αφετέρου η διεξαγωγή εκπαιδευτικής έρευνας μέσω οργανωμένων μεταπτυχιακών σπουδών. Το ανθρώπινο δυναμικό, η όρεξη και ο ενθουσιασμός για τη δημιουργία τέτοιων τμημάτων υπάρχουν στη χώρα μας. Τα μόνα εμπόδια είναι αφενός οι κατεστημένες συντηρητικές νοοτροπίες (ιδίως στα πανεπιστήμια), αφετέρου το (όχι ανυπέρβλητο) οικονομικό κόστος. Αλλά όταν λέμε αύξηση των δαπανών για την παιδεία, τι εννοούμε και πώς την υλοποιούμε; Ο κ. υπουργός της Παιδείας και η κυβέρνηση είναι οι μόνοι που μπορούν και πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση. Γεωργιος Τσαπαρλης / Αναπληρωτής Καθηγητής Διδακτικής Φυσικών Επιστημών Τμήμα Χημείας - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Λειψυδρία Κύριε διευθυντά Είναι καθημερινές, ευτυχώς, οι αναφορές από τον Τύπο και τα άλλα μέσα επικοινωνίας στον επερχόμενο θανάσιμο κίνδυνο της λειψυδρίας. Ομως, τα λόγια και οι επισημάνσεις του κινδύνου δεν ακολουθούνται από τις απαραίτητες επείγουσες ενέργειες των αρμοδίων αρχών. Εντούτοις, η αναμενόμενη λειψυδρία αφορά ιδιαιτέρως την Αθήνα, η επιβίωση της οποίας συνδέεται με την ανάπτυξη και επέκταση του πρασίνου μέσα στην πόλη (πάρκα, άλση, πράσινες ταράτσες), αλλά και στα πέριξ αυτής βουνά (Υμηττός, Αιγάλεω, Ποικίλον Ορος). Η ανάπτυξη του πρασίνου προϋποθέτει νερό. Πρόσφατα έγινε πρόταση (τ. υπουργός Σ. Μάνος) το απαιτούμενο νερό να αντλείται από τη θάλασσα και να αφαλατώνεται με ηλεκτρική ενέργεια παραγόμενη από ανεμογεννήτριες. Λύση πολυδάπανη και πολύπλοκη, αφού θα χρειαστεί διαδικασία αφαλάτωσης τεραστίου όγκου νερού και ηλεκτρική ενέργεια. Κατά το παρελθόν έχει επανειλημμένως προταθεί από τον γράφοντα η χρησιμοποίηση του μεγάλου ποταμού που ρέει στο υπέδαφος της Αθήνας και καταλήγει στην Ψυττάλεια. Εχω τη γνώμη ότι το ανακυκλούμενο αυτό νερό πρέπει να αποτελέσει τη βάση για τη λύση του προβλήματος της Αθήνας και ελπίζω οι οικολογικές οργανώσεις, αλλά και άλλες σχετικές ιδιωτικές πρωτοβουλίες (εφημερίδα «Η Καθημερινή», ΣΚΑΪ κ.λπ.), να κινηθούν και να ενεργήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Τέλος, πρέπει να δεχθούμε όχι μόνο το λεγόμενο ότι οι λαοί στο μέλλον θα πολεμούν για το νερό, αλλά και ότι, προσθέτω, οι κάτοικοι που ζουν γύρω από τις πηγές των ποταμών και των αγωγών του νερού που καταλήγει στις βρύσες μας, θα διεκδικήσουν δυναμικά στο μέλλον, όταν το νερό θα είναι δυσεύρετο, τη μερίδα τους στη χρήση του νερού αυτού. Ανδρεασ Ι. Ανδρουτσοπουλος / Αριστοτέλους 129, Αθήνα |
Comments